Με την εξέλιξη του τελικού, όλοι αντιλήφθηκαν γιατί τις τελευταίες ημέρες το πρόσωπο του Βαγγέλη Γραμμένου ήταν συννεφιασμένο. Ο πρόεδρος της ΕΠΟ είχε άγχος. Γνώριζε καλά τι μπορούσε να κάνει και τι όχι. Αντιλαμβανόταν πως η διοργάνωση του τελικού είχε κενά. Και το διαπίστωσαν όλοι το βράδυ του Σαββάτου. Οχι επειδή η Αστυνομία απειλούσε με εκκένωση του Σταδίου αν ο κόσμος δεν ηρεμούσε. Αλλά και διότι οι προσκλήσεις δόθηκαν στον λάθος κόσμο τη λάθος στιγμή. Αυτή η ΕΠΟ, εγκλωβισμένη στη συμμαχία που της έδωσε τα ηνία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ήταν αδύνατο να πει όχι. Και έκανε πάσα τις προσκλήσεις σε οπαδούς των δύο ομάδων. Σε ανθρώπους με full face μάσκες που δεν έμοιαζε ότι είχαν φέρει την οικογένεια και τα παιδιά τους στο γήπεδο. Που κάθησαν δίπλα δίπλα, με τις αστυνομικές δυνάμεις να επιχειρούν συχνά πυκνά να τους χωρίσουν. Γιατί θα έπεφτε πολύ ξύλο. Σε ένα γήπεδο αχανές, ας κάθονταν σε ξεχωριστά πέταλα. Οι υπεύθυνοι είχαν «μετρήσει» σωστά την κατάσταση. Αλλά φάνηκε πως οι παραπάνω αστυνομικοί σε σύγκριση με τον κόσμο που επέλεξε να περάσει το Σαββατόβραδό του στο Μαρούσι, δεν ήταν αρκετοί. Αραγε, τι θα γινόταν αν το γήπεδο ήταν γεμάτο; Πώς θα αστυνομεύονταν όλοι όσοι εμφανίστηκαν με προφανή στόχο να κάνουν επεισόδια; ΕΠΟ και ΠΑΕ, εν προκειμένω η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ, δεν μπορούν καν να ελέγξουν τους φανατικούς τους οπαδούς. Πόσο μάλλον να τους αρνηθούν προσκλήσεις. Με συνέπεια, όχι μόνο τις βρισιές, τις απειλές και τα φτυσίματα, αλλά και τη ρίψη μπουκαλιού στον παλαίμαχο της ΑΕΚ, τον Χάρη Κοπιτσή, όσο αυτός μιλούσε στην κάμερα μετά το τέλος του τελικού. Προφανώς κάποιος τον σημάδεψε και μπορεί τώρα να καμαρώνει. Ευτυχώς που ο συμπαθής άλλοτε άσος δεν έπαθε κάτι. Αλλά η Ομοσπονδία γιατί ακριβώς πρέπει να νιώθει υπερήφανη;







