Οταν εξελέγη για πρώτη φορά, τον Ιανουάριο του 2015, ο Πρωθυπουργός υποσχέθηκε από το βήμα της Βουλής ότι η κυβέρνησή του θα είναι «κάθε λέξη του Συντάγματος». Η δήλωση εκείνη ήταν άλλη μία υπόσχεση που δεν τηρήθηκε. Η κυβέρνηση αυτή παραβίασε πολλές φορές το πνεύμα του καταστατικού χάρτη της χώρας, ενίοτε δε και το γράμμα. Και το παραβίασε εκεί όπου θα έπρεπε να το προστατεύει ως κόρη οφθαλμού: στο πεδίο των θεσμών.

Η κυβέρνηση αυτή επιχείρησε συστηματικά να χειραγωγήσει θεσμούς της δημοκρατίας, όπως είναι η Δικαιοσύνη. Και τώρα γινόμαστε μάρτυρες του ευτελισμού των θεσμών με βουλευτές διψασμένους για γκαζόζες και άλλους που δίνουν τον λόγο της τιμής τους ξανά και ξανά πως θα παραιτηθούν για να καλύψουν στη συνέχεια την απροθυμία τους με τη δικαιολογία πως χάλασε το αυτοκίνητό τους. Και τελικά να ανακαλέσουν την παραίτησή τους ώστε να δώσουν χρόνο στον Πρόεδρο της Βουλής να μεθοδεύσει την αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής για να διασωθεί η Κοινοβουλευτική Ομάδα του πρώην κυβερνητικού εταίρου.

Από τις τραγελαφικές εικόνες που ζει το ελληνικό Κοινοβούλιο γίνεται σαφές πως το κυβερνών κόμμα έχει καταστεί όμηρος του πρώην εταίρου του. Μαζί με την κυβέρνηση, όμως, όμηρος καθίσταται και η χώρα. Επιτέλους δεν μπορεί να θυσιάζονται τα πάντα στο όνομα της παραμονής ενός κόμματος στην εξουσία. Ακόμη περισσότερο, δεν μπορούν να ευτελίζονται τα πάντα. Γιατί είναι άλλο πράγμα η προθυμία κάποιων βουλευτών να στηρίξουν μια κυβέρνηση. Και άλλο η προθυμία να ευτελίσουν ό,τι υπάρχει γύρω τους – πέρα ασφαλώς από τον ίδιο τους τον εαυτό.