Ο,τι και αν λέμε, όσο εσφαλμένη εντύπωση και αν αποκομίζουμε, τα κοινοβουλευτικά μας ήθη έχουν βελτιωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. Σκεφτείτε πως, μόλις πριν από μια εξαετία, την άνοιξη του 2013, όταν η Χρυσή Αυγή ήταν ακόμη στα ντουζένια της, στην ημερήσια διάταξη των συζητήσεων (και μάρτυς μου το YouTube, για όποιον δεν με πιστεύει) κυριαρχούσε το ερώτημα εάν οι βουλευτές δικαιούνται να οπλοφορούν μέσα στην Ολομέλεια ή όχι. Μάλιστα. Pourquoi pas? Ως γνωστόν, μπορεί ο Θεός να έφτιαξε τους ανθρώπους, αλλά ήταν ο Κολτ που τους έκανε ίσους. Γιατί να μην ενισχύσεις τα αδύναμα επιχειρήματά σου με μια σφαίρα και να μη στείλεις τον επηρμένο πολιτικό σου αντίπαλο στα θυμαράκια; Σήμερα, δυστυχώς, τα ερωτήματα είναι σαφώς πιο πεζά: πρέπει οι βουλευτές – και ιδίως οι αρχηγοί των κομμάτων – πριν ανέβουν στο βήμα, να περνούν από αλκοτέστ ή όχι; Πειράζει εάν μιμούνται σε επίδειξη καραόκε τον αείμνηστο Ορέστη Μακρή στον «Μεθύστακα» του Γιώργου Τζαβέλλα; Δεν πάμε καλά, αδέρφια. Καθόλου καλά δεν πάμε. Πολύ στενός κορσές αυτή η πολιτική ορθότητα. Σε λίγο καιρό, όχι μονάχα θα ζητάμε από τους πολιτικούς μας αρχηγούς να παίρνουν τον λόγο ξεμέθυστοι, αλλά και ο λόγος τους να μην είναι ανερμάτιστος, να έχει στοιχειώδη συνοχή και συνέπεια. Κανένας σεβασμός πια στον αυθορμητισμό και στον αυτοσχεδιασμό· στο εκρηκτικό μεσογειακό μας ταμπεραμέντο.

Εντάξει. Ο Μάρκος Σεφερλής μπορεί ακόμη (αλλά για πόσο;) να κοιμάται ήσυχος. Το Κοινοβούλιό μας βρίσκεται σίγουρα στον σωστό δρόμο, μα μέχρις ότου υποχρεώσει το Δελφινάριο να βάλει λουκέτο λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού, έχει να φάει πολλά καρβέλια. Μια από τις αιτίες της αργοπορίας, αν όχι η κυριότερη, είναι η αμφιθυμία που το διακρίνει. Το παρδαλό του ρεπερτόριο. Τα αντιφατικά μηνύματα που στέλνει προς το κοινό του. Εκεί όπου βλέπεις τον Πάνο Καμμένο να διαπρέπει στην κωμωδία και λες, να το, αυτό είναι, πιάσαμε τον παλμό των θεατών, βρήκαμε τον ιδανικό τρόπο για ν’ απευθυνθούμε στο εκλογικό target group μας, τον διαδέχεται στο βήμα ο Αλέξης Τσίπρας και το γυρνάει πάλι στο δράμα. Νομίζει τουλάχιστον ότι το γυρνάει στο δράμα. Και το αληθινό δράμα δεν έγκειται στο γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός της χώρας νομίζει ότι το γυρνάει στο δράμα, ενώ εξακολουθεί να παίζει κωμωδία, εν αγνοία του αυτή τη φορά. Το αληθινό δράμα έγκειται στο ότι και οι βουλευτές του νομίζουν ότι παρακολουθούν δράμα. Το ίδιο νομίζουν και οι ψηφοφόροι του. Για να παραφράσουμε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Πόσο δράμα να αντέξει πλέον μια χώρα;». Ιδίως όταν το δράμα είναι κωμωδία.

Με αυτή τη χαλύβδινη αυταρέσκεια, «απαλλαγμένη από τις συμφορές της νοημοσύνης» (Μόντι Πάιθον, «Οι υπέροχοι ληστές και τα κουλουβάχατα της Ιστορίας», 1981), ο Αλέξης Τσίπρας, προς το τέλος της δευτερολογίας του, λίγα λεπτά πριν ολοκληρωθεί την περασμένη Τετάρτη η συζήτηση στην Ολομέλεια για την Ψήφο Εμπιστοσύνης, τράβηξε τον κρυφό άσο από το μανίκι του, το υπέρτατο επιχείρημα που θα έστελνε στον κάλαθο των αχρήστων κάθε αντίρρηση για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Διάβασε – και κατέθεσε στα πρακτικά – τις διευκρινίσεις στη ρηματική διακοίνωση, που είχε στείλει προ ολίγου η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ, εν ονόματι του «μακεδονικού λαού». Σύμφωνα με τις νομικά δεσμευτικές διευκρινίσεις, με τον όρο «μακεδονική» οι «Μακεδόνες» δεν δήλωναν την «εθνικότητά» τους αλλά την «ιθαγένειά» τους και η γλώσσα τους, η «μακεδονική», ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών. Ορίστε. Τι άλλο θέλετε, σκατόψυχοι; Οι ίδιοι οι «μακεδόνες ιθαγενείς» παραδέχονται ότι δεν εγείρουν κανένα δικαίωμα πάνω στην αρχαία ελληνική κληρονομιά. Αλληλούια. Θύελλα χειροκροτημάτων από κάτω.

Ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετοι συμπατριώτες μας, εκείνοι που πίστευαν κι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η πάγια ελληνική θέση από το 2008 κι εντεύθεν – τουτέστιν, η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό – ήταν μια καλή συμβιβαστική λύση για δύο χώρες που αμοιβαία δεν επιθυμούν ν’ ανοίξουν έναν νέο κύκλο βαλκανικών ανθρωποσφαγών, άρχισαν να υποψιάζονται ότι… κάτι δεν πάει καλά με την τακτική του Ζάεφ, όπως τουλάχιστον αυτή διατυπωνόταν πριν, κατά και μετά το δημοψήφισμα στη FYROM για το ονοματολογικό. Εκεί θα έβλεπε κανείς μια μαγική εικόνα. Η «Βόρεια Μακεδονία», η επίμαχη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, απουσίαζε εκκωφαντικά από τη ρητορική των… υποστηρικτών της (για τους εθνικιστές του VMRO, δεν συζητάμε· κάθε τι λιγότερο της νέτα-σκέτα «Μακεδονίας» ήταν προδοσία). Λες και ο γεωγραφικός προσδιορισμός ήταν κάτι εντελώς ασήμαντο, μια παρωνυχίδα που θα αφαιρούσαν οι «Μακεδόνες» με την πρώτη ευκαιρία. Αυτό που είχε σημασία – έλεγε και ξαναέλεγε ο Ζάεφ, ώσπου να κλείσει ο λαιμός του – ήταν πως τα Σκόπια είχαν την ανεπανάληπτη ιστορική ευκαιρία ν’ αναγνωρίσουν οι Ελληνες – ω, ναι, ακόμη και οι Ελληνες – ότι γειτονεύουν με τους «Μακεδόνες» που ομιλούν «μακεδονικά». Αυτή ήταν η διακύβευση, κατά τον Ζάεφ. Αυτή ήταν και η πιο ισχυρή τορπίλη κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, ακόμη και αν δεν έμπαιναν στο παιχνίδι οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Ρωσία, με την από κοινού σκορδοκαΐλα για το όνομα, αλλά με τις μεν δύο πρώτες να θέλουν τη FYROM μέσα στο ΝΑΤΟ, την δε τρίτη να τη θέλει εκτός· ακόμη και αν στο δημοψήφισμα των Σκοπίων δεν υπερίσχυαν οι νέτα-σκέτα «Μακεδόνες»· ακόμη και αν η Ελλάδα δεν είχε έναν απίθανο μπουρλοτιέρη ιδιοκτήτη κότερου ως υπουργό Εθνικής Αμυνας, που πρώτα θα έδινε το ελευθέρας για να υπογραφεί η Συμφωνία, μετά θα την υπονόμευε κι εντέλει θα έδινε μερικούς βουλευτές του καβάτζα για να περάσει· ακόμη, ακόμη, ακόμη…

Πείτε ότι η Συμφωνία περνάει κι από εμάς. Ας κάνουμε μια στάση στο μέλλον. Ας δεχτούμε ότι οι διευκρινίσεις της ρηματικής διακοίνωσης των Σκοπίων τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια. Ας πάρουμε στο κατόπι έναν ταλαίπωρο Ελληνα που κατάγεται από τη Μακεδονία, σταδιοδρομεί στο εξωτερικό και προσπαθεί να εξηγήσει στους ξένους τι αλλόκοτο υβρίδιο είναι ένας Ελληνας Μακεδόνας. «Τι εννοείτε;», θα τον ρωτούν καλοπροαίρετα· «είστε Ελληνας σλαβόφωνος; Σλαβόφωνος με ελληνική εθνική συνείδηση;» – «Μα, όχι», θα εξηγεί ο συμπατριώτης μας· «μητρική μου γλώσσα είναι η ελληνική». – «Α, καταλάβαμε», θα επιμένουν οι ξένοι· «είστε εξελληνισμένος Σλάβος»… Θα μου πείτε: αυτό το κομφούζιο έρχεται από το μέλλον; Δεν ισχύει και σήμερα; Εχετε δίκιο. Εν πολλοίς ισχύει και σήμερα. Του λείπει όμως κάτι σημαντικό. Το σημαντικότερο. Η ελληνική υπογραφή. Οπως λέει το σχετικό χοντρό ανέκδοτο: «Και με την άδεια της αστυνομίας».