Τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία του δημόσιου ελλείμματος από την προεκλογική παροχολογία κρούει ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας, με συνέντευξή του στα «ΝΕΑ».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «τα ελλείμματα αυτά θα κληθούμε να τα πληρώσουμε οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοί τους», εκφράζοντας την αντίθεση των επιχειρήσεων στην παροχολογία.

Ο πρόεδρος του ΣΕΒ απαριθμεί τα κυριότερα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, ενώ αναφερόμενος στο θέμα των αυξήσεων των μισθών υπογραμμίζει την ανάγκη της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών κι εργαζομένων.

Κύριε πρόεδρε, η χώρα φαίνεται να έχει μπει σε τροχιά προεκλογικής περιόδου. Οι επιχειρήσεις ανησυχούν για το κλίμα παροχολογίας που διαμορφώνουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση;

Παραδοσιακά στην ελληνική οικονομία το δημόσιο έλλειμμα αυξάνεται κατά τις εκλογικές χρονιές. Μέχρι το 2009 το έλλειμμα αυτό καλυπτόταν με αυξημένο δανεισμό. Μετά το 2010, όταν το ελληνικό κράτος πτώχευσε και ο δανεισμός άνευ όρων δεν είναι πλέον εφικτός, οι εταίροι μας, που μας έσωσαν χορηγώντας χαμηλότοκα δάνεια, δεν δέχονται – θεωρητικά – να επαναλάβουμε τις κακές πρακτικές του παρελθόντος… Είναι αυτονόητο ότι το κλίμα παροχολογίας βρίσκει τις επιχειρήσεις αντίθετες, γιατί τα ελλείμματα που θα δημιουργηθούν θα κληθούν να πληρώσουν αυτές κι οι εργαζόμενοί τους, όπως έχει συμβεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η παροχολογία πιθανόν να δημιουργεί πρόσκαιρη «καταναλωτική ευφορία», όμως αυτό που χρειάζεται επειγόντως η ελληνική οικονομία είναι στήριξη της παραγωγής και όχι της κατανάλωσης. Γιατί τελικά το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται στην κατανάλωση, τις εισαγωγές και τη φθηνή εργασία δεν είναι βιώσιμο και φτωχοποιεί μεγάλες κοινωνικές ομάδες.

Η πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν για την εποπτεία της ελληνικής οικονομίας διαπιστώνει καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις. Ποιοι είναι οι τομείς που θεωρείτε ότι πρέπει να υπάρξει επιτάχυνση;

Ολοι οι τομείς που αφορούν την προσέλκυση επενδύσεων, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους. Απαιτείται συνεπώς εξορθολογισμός στη φορολογία της εργασίας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας, απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών, επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, ηλεκτρονικοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης, περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων και πολλά άλλα.

Αναφέρεστε συχνά πυκνά στα εμπόδια στην επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων. Ποια είναι τα κυριότερα που πρέπει να αρθούν για να ενεργοποιηθούν οι επενδύσεις;

Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα από όσα επανειλημμένα έχουμε αναδείξει μέσα από συνέδρια, μελέτες και δημόσιες παρεμβάσεις του ΣΕΒ, όπως:

– Το δίδυμο χωροταξικού σχεδιασμού και συστήματος αδειοδότησης, που συχνά δημιουργεί αναίτια προβλήματα και αποθάρρυνση παραγωγικών επενδύσεων.

– Το πλαίσιο εποπτείας της αγοράς, που σε πολλές περιπτώσεις καθορίζεται από απαρχαιωμένες διατάξεις και διοικητικές δομές, ταλαιπωρώντας τις νομοταγείς επιχειρήσεις.

– Την απονομή δικαιοσύνης, που καθυστερεί υπερβολικά.

– Τη χρηματοδότηση, που για την ελληνική επιχείρηση κοστίζει πολύ ακριβότερα από εκείνη των ευρωπαίων ανταγωνιστών της.

– Το πλαίσιο για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.

– Και φυσικά το θέμα της φορολογίας. Το ελληνικό κράτος τιμολογεί τις υπηρεσίες που προσφέρει με φόρους υψηλότερους της Σκανδιναβίας, χωρίς η ποιότητα των θεσμών και υπηρεσιών του να ανταποκρίνεται στο κόστος τους. Αναπόφευκτα, οι νέοι με υψηλή εξειδίκευση και οι υποψήφιοι επενδυτές αποφεύγουν να «αγοράσουν» την πρόταση που τους κάνει η χώρα και έτσι μένουμε πίσω στην προσέλκυση ανθρώπων και κεφαλαίων, σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που αλλάζει ραγδαία.

Επισημαίνετε διαρκώς το θέμα των εργασιακών και ιδίως του Μισθολογικού. Μπορούν οι επιχειρήσεις να σηκώσουν αυξήσεις στους μισθούς υπό τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες;

Οσο η ελληνική οικονομία και οι επιχειρήσεις παραμένουν σε εύθραυστη κατάσταση – θυμίζω ότι πολλές επιχειρήσεις παλεύουν με τα κόκκινα δάνεια και η παραγωγικότητά τους είναι φθίνουσα καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης -, η αναγκαία αύξηση μισθών πρέπει να έρθει κυρίως από τη μείωση της υψηλής και μη ανταποδοτικής φορολογίας της εργασίας. Το παράδειγμα ενός εργαζομένου που παίρνει μηνιαία 1.000 ευρώ καθαρά σε μια ελληνική επιχείρηση, όταν της στοιχίζει συνολικά 1.660 ευρώ, ενώ π.χ. σε μια κυπριακή μόλις 1.210 ευρώ, είναι χαρακτηριστικό. Το διαθέσιμο εισόδημα των ελλήνων εργαζομένων θα μπορούσε να αυξηθεί δραστικά αν υπήρχε μια λογική φορολογία της εργασίας. Και όχι μόνον αυτό: αντίστοιχα θα βελτιωνόταν η απασχόληση με νέες δουλειές, η νόμιμη εργασία – δηλαδή τα δημόσια έσοδα – και βέβαια η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Πριν από λίγες εβδομάδες τα κόμματα υπερψήφισαν τη μείωση εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών και κανείς δεν ασχολήθηκε με το μη μισθολογικό άχθος των μισθωτών – που εκτός των άλλων είναι αδύνατον και να φοροδιαφύγουν. Επιβάλλεται για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης να υπάρξει άμεσα ρύθμιση για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα και να μη δημιουργηθεί ένα τεχνητό «ντόμινο» ονομαστικών αυξήσεων στους μισθούς που θα επιδεινώσει περαιτέρω τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα διογκώσει την αδήλωτη εργασία.

Συνοψίζοντας, οι μισθοί που δίνονται σε μια οικονομία συνδέονται ευθέως με την παραγωγικότητα, την εξωστρέφεια και την καινοτομία της. Οσο αυτοί οι παράγοντες δεν βελτιώνονται, διότι προτεραιότητα δυστυχώς στην Ελλάδα είναι η κατανάλωση και όχι η παραγωγή και οι εξαγωγές, τόσο η οικονομία θα καθηλώνεται στην κατηγορία των χωρών με χαμηλούς μισθούς και χαμηλές δεξιότητες.