Δεν είναι εύκολο, τελικά, να λες την αλήθεια. Καθόλου δημοφιλές, είναι πολύ ενοχλητικό, σχεδόν απωθητικό, μέχρι αηδίας. Και μάλλον δεν αρέσει, γενικώς, έτσι; Κάπως ενοχλείται, ρε παιδί μου, ο άλλος, ακόμα κι αν δεν το δείχνει. Χίλιες φορές καλύτερο το παραμύθι κι η παπάντζα.

Και αν ασχολείσαι με την πολιτική, με τον δημόσιο λόγο, αν απευθύνεσαι σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων είναι προτιμότερο να το παραμυθιάζεις το πόπολο, να τους κολακεύεις τους πελάτες, να τους λες πόσο σπουδαίοι είναι, πόσο οι «άλλοι» δεν τους καταλαβαίνουν και γι’ αυτό συχνά τους αδικούν. Θα το φάνε το κουτόχορτο, σίγουρα. Αν μουγκανίζουν και χοροπηδάνε, τους σερβίρεις και σανό. Εύκολα αποδίδεις κάθε αναποδιά, ακόμα και τις δικές σου απάτες και αυταπάτες στον ξένο δάκτυλο και στους ανάλγητους, τους οξαποδώ.

Αν μάλιστα είσαι και αδίστακτος και θρασύς υπόσχεσαι στο ακροατήριο ότι θα τους τακτοποιήσεις εσύ, τους κανάγιες αυτούς, θα τους δώσεις μια να καταλάβουν, θα τους βάλεις στη θέση τους να μάθουν άλλη φορά να φέρονται, οι επονείδιστοι. Μέχρι και νταούλια και ζουρνάδες θα τους παίξεις, άμα λάχει να ‘ούμε, για να τους χορέψεις στο ταψί. Θα τους μάθεις και χοροπηδηχτό, ζωναράδικο.

Είναι εξαιρετικά δημοφιλές να φορτώνεις τα κακώς κείμενα, τις κοινωνικές αδικίες, τις οικονομικές κρίσεις και βέβαια τις καταστροφές σε κάποιους άλλους, στους ξένους, σε υπόγειες στοές, σε άλλες φυλές και μυστικές υπηρεσίες, σε διάφορους συνωμότες που απεργάζονται για γνωστούς ή και άγνωστους λόγους ολέθρια σχέδια, εναντίον μας εν προκειμένω. Ποιος ξέρει γιατί… Ολα τα στραβά κι ανάποδα, που ξέρεις πολύ καλά πού οφείλονται, με μια δημαγωγική μαεστρία μπορείς να τα αποδίδεις σε θεωρίες συνωμοσίας και καθάρισες.

Παντού, σ’ όλο τον κόσμο, δημαγωγοί και λαϊκιστές επιδίδονται σ’ αυτό το σπορ, αλλά εδώ, στη χώρα μας, αυτό το συστηματάκι το ‘χουμε αναγάγει σε επιστήμη.

Το ασκούμε με μεγάλη επιτυχία και προς τη διεθνή κοινότητα, αλλά και μεταξύ μας, εννοείται. Για τους μισούς από μάς, φίλε μου, φταίνε οι άλλοι μισοί και μόλις σφίξουν τα ζόρια εύκολα μπορεί να συμφωνήσουμε -περιέργως πως και σπανίως, όπως μας συμβαίνει να μπορούμε να συμφωνήσουμε σε κάτι- ότι για ό,τι κακό μας βρήκε φταίνε κάτι »ξένοι», οι οποίοι θέλουν το κακό μας, μας έχουν βάλει στο μάτι, μας επιβουλεύονται, μας ταπεινώνουν. Μας ζηλεύουνε και μας κουτσομπολεύουνε… Ειδικά εμάς. Να, ας πούμε, κάτι άλλοι, κάτι ξένοι, είναι υπεύθυνοι για όλες τις εθνικές μας περιπέτειες, για τα Μνημόνια, για τη Χούντα, για το Κυπριακό, για τον Εμφύλιο, για τη Μικρασιατική Καταστροφή, για τους διχασμούς και τις πτωχεύσεις, για όλα. Εμείς δεν φταίγαμε ποτέ, για τίποτα και σε τίποτα.

Οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι καλλιτέχνες, οι ποιητές κι όσοι άλλοι δημόσιοι άνδρες και γυναίκες χρησιμοποιούν αυτά τα «εργαλεία», αυτή τη μέθοδο απόδοσης ευθυνών στους «άλλους» στον λόγο τους, εύκολα όχι μόνο γίνονται αμέσως πιστευτοί, αλλά αποθεώνονται κιόλας. Αντίθετα, όποιος αρχίσει να περιγράφει μια πραγματικότητα για την οποία και εμείς οι ίδιοι έχουμε κάποια ευθύνη, με πράξεις, παραλείψεις ή επιλογές και ισχυριστεί ότι κάτι δεν κάναμε καλά και πρέπει να το διορθώσουμε για να μην τη φάμε – πάλι -, αυτός ο περίεργος τύπος γίνεται αμέσως αποσυνάγωγος και εξοστρακίζεται. Οχι το όνομά του σε όστρακο. Ολόκληρος.

Ή τρώει ένα δυνατό σουτ και πάει σπιτάκι του ή ρίχνεται στην πυρά. Δεν μας αρέσει, ρε φίλε, αυτός ο τύπος. Και, θυμηθείτε. Οσοι πολιτικοί, ανεξαρτήτως παράταξης, κόμματος και πολιτικής προέλευσης περιέγραψαν τα πράγματα καθαρά, χωρίς ωραιοποιήσεις και κολακείες προς την πολιτική «πελατεία», όσοι προειδοποίησαν και ζήτησαν πραγματικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που «ξεβόλευαν», αλλά ήταν απολύτως απαραίτητες για να αποφύγουμε διαφαινόμενα δεινά, όσοι είπαν πάμε λάθος και με φόρα θα στουκάρουμε στον τοίχο οπότε πρέπει να αλλάξουμε ρότα, όλοι αυτοί πήγαν από κει που ‘ρθαν. Ενώ όσοι χάιδευαν αυτιά, μοίραζαν χάντρες και ειδικά καθρεφτάκια που έδειχναν τον χρήστη όμορφο, έξυπνο και λεβέντη και αποθέωναν τον σοφό λαό που έχει πάντα δίκιο, έγιναν ηγέτες λαμπεροί και λαοφιλέστατοι, σχεδόν εθνάρχες.

Είναι η επιτομή του λαϊκισμού αυτό το κόλπο.

Είναι μια δοκιμασμένη και πολύ πετυχημένη συνταγή, η οποία έχει αποδώσει μια χαρά κέρδη και καλούδια στους «λαϊκούς ηγέτες» που τη μαγειρεύουν στην πολιτική τους κουζίνα, όμως όποτε φάγαμε απ’ αυτό το πράμα υποφέραμε για πολύ καιρό, δηλητηριάσεις χρόνιες και βαριές μας βρήκαν. Ξερνάγαμε για χρόνια.

Και μάλιστα όλοι. Οχι μόνο όσοι έφαγαν.

Ολοι οι λαϊκιστές ηγέτες, ηγετίσκοι πιο σωστά γιατί είναι πολιτικά υβρίδια με ημερομηνία λήξης, ανεξαρτήτως από ποια πολιτικά άρρωστη μήτρα προέρχονται, έχουν κι άλλο ένα κοινό χαρακτηριστικό. Παλεύουν, πάντα ανιδιοτελώς, για λογαριασμό του Λαού, άσχετα αν ο λαός υποφέρει εν τέλει από την απολύτως ιδιοτελή άσκηση της εξουσίας τους που τους καθιστά ζάπλουτους, κι αυτούς κι όλο τους το σόι. Παλεύουν παλικαρίσια και ηρωικά απέναντι στον εχθρό, φανερό ή καμουφλαρισμένο λίγο ενδιαφέρει,  αρκεί να τον περιγράψουν με πολύ ζοφερό τόνο.

Και χρειάζονται αυτά τα πολιτικά άλιεν, αυτά τα ανδροειδή, απαραιτήτως έναν ή και περισσότερους εχθρούς, γιατί χωρίς εχθρούς δεν γίνεται δουλειά, το παραμύθι πρέπει οπωσδήποτε να έχει δράκο. Αν δεν έχει θα τον επινοήσουν.

Κι αν δεν μπορούν να το κάνουν, αν δεν μπορούν να σε πείσουν ότι υπάρχει εχθρός, δεν σε βλέπω καθόλου καλά, φιλαράκο μου!

Γιατί τότε ο εχθρός είσαι εσύ. Και θα πληρώσεις.