Με την Ανγκελα Μέρκελ να αποχωρεί από την ηγεσία του CDU και να μην επιδιώκει την επανεκλογή της στην καγκελαρία το 2021, η Γερμανία πλησιάζει ένα σημείο καμπής. Από το 1949 μέχρι σήμερα η χώρα είχε μόλις οκτώ καγκελαρίους. Και μια αλλαγή στην κορυφή συνήθως συνοδεύεται από ευρείες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές.

Τα χρόνια που προηγήθηκαν της πρώτης εκλογής της Μέρκελ στην καγκελαρία το 2005, η Γερμανία κυβερνόταν από έναν συνασπισμό του SPD και των Πρασίνων (στον οποίο υπηρέτησα ως αντικαγκελάριος και υπουργός Εξωτερικών). Την περίοδο εκείνη, η Γερμανία είχε υποστεί μία επώδυνη προσαρμογή, καθώς το κράτος πρόνοιας ευθυγραμμιζόταν με τις μετά – την – ενοποίηση πραγματικότητες της υψηλής ανεργίας και μιας νέας οικονομικής γεωγραφίας. Ταυτόχρονα, χρειάστηκε να προσαρμοστεί η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας ώστε να λάβει υπόψη τον νέο ρόλο της χώρας στο πλαίσιο των γιουγκοσλαβικών πολέμων της δεκαετίας του 1990, και να αντιμετωπίσει την απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας έπειτα από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.

Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την επανένωση, και μια περίοδο υψηλής ανεργίας και φαινομενικά ατελείωτων μεταρρυθμίσεων, οι Γερμανοί είχαν ζήσει αρκετές συγκινήσεις. Η θητεία της Μέρκελ στην καγκελαρία είχε σκοπό να βάλει τέρμα σε όλα αυτά. Ο ψυχρός πραγματισμός έγινε η ημερήσια διάταξη. Με την οικονομία να ανθεί, έμοιαζε σαν ο ήλιος να λάμπει συνεχώς και ο ουρανός να είναι πάντα γαλανός. Πάνω από όλα αυτά βρισκόταν η «Μούτι» (Μανούλα), αφήνοντας απλώς τα πράγματα να ακολουθήσουν την πορεία τους. Οι γερμανοί ψηφοφόροι δεν είδαν πολλούς λόγους να μην την εκλέξουν ακόμη τρεις φορές.

Οι ηλιόλουστες ημέρες έχουν πια περάσει. Η ανάδυση μιας νέας παγκόσμιας τάξης θέτει ενώπιον των σχεδιαστών της πολιτικής και των πολιτικών κρίσιμα στρατηγικά ερωτήματα που δεν μπορούν να αγνοήσουν ή να αναβάλουν. Το σημαντικότερο από αυτά είναι ποιον ρόλο θα έπρεπε η Γερμανία – και η Ευρώπη – να αναλάβει τα επόμενα χρόνια. Σε μία δεκαετία από σήμερα, πού θα στεκόμαστε ως Ευρωπαίοι και τι θα αντιπροσωπεύουμε;

Η Μέρκελ δεν προσφέρει ικανοποιητικές απαντήσεις σε παρόμοια ερωτήματα. Με τον ολοκληρωτικό πραγματισμό της έχει γίνει ο χειρότερος εχθρός του εαυτού της. Ακόμα και όταν έλαβε σπουδαίες – ή και ιστορικές – αποφάσεις, ήταν βασισμένες σε βραχυπρόθεσμους, «στενούς» πολιτικούς λόγους. Η σταδιακή αποχώρηση από την πυρηνική ενέργεια, η κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας και οι απαντήσεις της στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ήταν απλώς τακτικές κινήσεις. Η μοναδική εξαίρεση ήρθε το 2015, όταν υιοθέτησε μια ηθική στάση και άνοιξε τις πόρτες της Γερμανίας σε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες.

Η προσέγγιση της Μέρκελ στη χρηματοπιστωτική κρίση θα αποδεικνυόταν το μεγαλύτερο σφάλμα της. Την εποχή εκείνη, αντιτάχθηκε σε μία κοινή ευρωπαϊκή απάντηση, υποστηρίζοντας αντ’ αυτής εθνικά μέτρα και έναν απλό συντονισμό ανάμεσα στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης. Ολόκληρο το ευρωπαϊκό σχέδιο παραμένει έκτοτε εκτός πορείας.

Φυσικά, η Μέρκελ θα μείνει στη Ιστορία ως η καγκελάριος του «μερίσματος ειρήνης» και, πιθανόν, ως η τελευταία καγκελάριος του μεταπολεμικού (δυτικού) γερμανικού κομματικού συστήματος. Μέρος όμως της κληρονομιάς της θα είναι και η επίμονη κρίση της Ευρώπης, η οποία θα αποτελέσει μια δύσκολη πρόκληση για τους διαδόχους της.

O Γιόσκα Φίσερ, ιδρυτικό στέλεχος και ιστορικός ηγέτης των γερμανών Πρασίνων, διατέλεσε υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας την περίοδο 1998 – 2005