Παλιότερα στην εφημερίδα «Μακεδονία» δημοσιεύτηκε η εξής αγγελία: «Συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος ενδιαφέρεται να απασχοληθεί ως νομάρχης». Γιατί όχι; Αλλοι έχουν ενδιαφερθεί να απασχοληθούν με τον δήμο, εφόσον μια δουλειά είναι και αυτή. Μια εμπειρία, αν θέλετε, να ‘χουμε κάτι να θυμόμαστε.

Για έτερους η επιλογή δημάρχου είναι κάτι σαν το My style rocks. Υπάρχουν δηλαδή κι εκείνοι που τη βλέπουν ως πασαρέλα, ως σκαλοπάτι περαιτέρω καριέρας στην πολιτική κονίστρα και κουνίστρα, ή εκτέλεση παραγγελίας του κόμματος – συχνά είναι κάτι μόνο απ’ αυτά. Και επίσης: σαλτάρισμα κάποιου βαρεμένου, ή και το γνωστό σύνδρομο: «Γεννήθηκα θεά, δοξάστε με!».

Ευρύτερα στην πολιτική έχουν διεισδύσει άτομα απλώς για να πάψουν να βαριούνται, ή επειδή ονειρεύονται να γίνουν κάποιου είδους Βουγιουκλάκη της επικαιρότητας. Παλιά εμμονή διάκρισης. Δέστε πόσο όμορφος ή trendy είμαι αλλά με πιο σοβαροφανή κριτήρια. Και υπάρχουν άλλοι που δεν αγαπούν τίποτε, δεν τους συγκινεί τίποτε, δεν έχουν κάτι ν’ αφοσιωθούν και θέλουν να παρηγοριούνται με το γκίρι-γκίρι. Λόγος ξύλινος, από βρασμένη οξιά, μη συναίσθηση πραγματικότητας, ή ψευδο-σύνδρομο του Ζορό. Για να μας σώσουν. Να προσφέρουν στο Ελλάντα. Μη μας σώζετε, ρε αδέρφια. Αρκετά μας έχουν σώσει άλλοι. Γανιάσαμε.

Διαβάζω ότι σε σκανδιναβικές χώρες δεν γίνεται εκλογή δημάρχου με κανονική ψηφοφορία, αλλά με διαδικτυακή. Κι ότι οι υποψήφιοι δεν είναι εκλεκτοί κομμάτων, αλλά συνήθως πετυχημένοι μάνατζερς με βαριά βιογραφικά. Το πιθανότερο; Να είναι και από άλλη πόλη. Εχουν δηλαδή πετύχει ως διοικούντες στην πραγματική ζωή, έχουν προσωπική καταξίωση μέσα στην όντως κοινωνία και οι ψηφοφόροι κρίνουν μόνο αυτό: αν ο κύριος, ή η κυρία, με βάση τα δοκιμασμένα προσόντα και τα ήδη πεπραγμένα του-της, μπορεί να μανατζάρει και να φτιάξει πολύ καλύτερη την πόλη σε καθαρώς πρακτικό επίπεδο. Τα λοιπά, οι ιδεολογίες, οι κομματισμοί, οι εθνικοί (ή, αντεθνικοί) οραματισμοί, η εμπλοκή όπου δεν μας έχουν σπείρει, ανήκουν σε ανθρώπους με ανώτερο μισθό και αρμοδιότητες, ανεξαρτήτως ικανοτήτων κι αυτοί, κάτι που αποτελεί ενίοτε άλλο μεγάλο σπυρί της χώρας.

Μπορείς να πάρεις μια πόλη και να την παραδώσεις ορατά, φανερά, τρεις φορές καλύτερη, πιο λαμπερή, πιο λειτουργική, πιο καθαρή, πιο ανθρώπινη, πιο πολιτισμένη από κάθε άποψη; Δεν λέμε να γίνεις ο νέος Γαλέριος της Θεσσαλονίκης, αλλά κάτι εντυπωσιακό, υπαρκτό να αφήσεις. Αν δεν μπορείς, υπάρχουν και άλλα πράγματα να κάνεις σε αυτή τη θλιβερή ζωή. Μάθε παραδοσιακούς χορούς, ξεκίνα Ισπανικά, ή καταδύσεις. Αλλά μην κατεβαίνεις υποψήφιος επειδή το βλέπεις ως κάποια απασχόληση, έχεις κάποιο γονικό σύνδρομο, δεν σε αγαπούσε, μικρόν, η μαμά σου, σ’ έβαλε το κόμμα να πάρεις εκδίκηση για τον Εμφύλιο, ψάχνεις να θεραπεύσεις προσωπικές κύστες, ή βλέπεις τον εαυτό σου ως κάποιο είδος επαρχιακού σταρ που δεν έχει καταξιωθεί δεόντως.

Οχι, λέει, έρχομαι να προσφέρω, να σώσω τον δήμο. Την πόλη μας. Τον λαό. Ρε, μανία να σώσουνε όλοι τον λαό. Τέτοιος αλτρουισμός ούτε η μαμά Τερέζα. Πώς αν αδακρυτί διηγησαίμεθα το πόσοι μάς έχουνε σώσει τις τελευταίες δεκαετίες; Αρίφνητοι. Κάποιοι, λίγοι, ήδη είναι πίσω απ’ το πλέγμα, άλλοι ξεχάστηκαν ακόμα και από τους θυρωρούς τους, πολλοί παίρνουν σύνταξη για τη ζημιά που έκαναν και ελάχιστοι είναι εκείνοι που ήξεραν, άξιζαν, αξίζουν και μπορούν ακόμα. Ελάχιστοι. Κι όλα αυτά διότι πέραν των οψωνίων, υπάρχει κι ένα στρεβλό σύστημα προβολής υποψηφίων από τα κόμματα. Επίσης φταίει κι ο λαός που είναι μαραζιάρης (κατά Νιόνιο) και ψηφίζει ρόλους από σίριαλ, ποδοσφαιρικές φίρμες, χομπίστες, ληγμένα γιαούρτια, κομματικά ζόμπι και οτιδήποτε ακούγεται ή βλέπεται στο γυαλί – λαμπρό παράδειγμα η επιλογή του Δήμου Μαραθώνα και άλλων ιστορικών, ηρωικών τοπωνυμίων, που κάνουν συγκριτικά ακόμα πιο αβάσταχτη τη σημερινή πραγματικότητα. Θα φτάσουμε, σε ορισμένους δήμους, το δίλημμα να είναι του τύπου: Ντούβλη ή Μενεγάκη; Κιθαρίστας ή ντράμερ;

Και κάθε φορά, ενώ ενδιάμεσα λέγονται διάφορα, στο τέλος καταλήγουμε στα ίδια: στις κομματικές, ή δήθεν μη κομματικές υποψηφιότητες, σε πολύ περιθώριο, σε τηλεαστέρες, ξεθαμμένους και σε sui generis. Ισως να είναι και φυσικό: αρκετοί άξιοι, πιθανοί υποψήφιοι αποφεύγουν την πολιτική μετά βδελυγμίας, οπότε επιστρέφουμε μαζοχιστικά στην παλιά παθολογία. Ξαναβάλ’ το να το χορέψουμε. Απ’ την άλλη, χωρίς πολιτική δυστυχώς δεν γίνεται, και ξανακυλάμε στην παλιά ασθένεια της κομματίλας των υποψηφίων. Αλλά ευτυχώς, πού και πού, ακόμα και μέσα σε αυτό το παρακμιακό σκηνικό, αναδύονται ορισμένα άτομα με κάποια αυτονομία, πιο καθαρό μυαλό, ανεξάρτητο σε κάποιον βαθμό, γνώση και προϋπηρεσία. Οπότε, τώρα, αντιμετωπίζοντας το παίγνιο χωρίς στενή ιδεολογική προκατάληψη, θα έλεγα πως για τη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον, η υποψηφιότητα Νίκου Ταχιάου είναι προφανώς και μακράν η καλύτερη. Ασυγκρίτως. Ισως να είναι αυτός που μπορεί να ανταποκριθεί στις προσευχές μας. Μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση και σε ποιον βαθμό η σκωρίαση των ιδεών θα επηρεάσει τις ψήφους. Φαντάζομαι όχι πολύ.

Απ’  την άλλη είναι προφανές πως και μέσα στα κόμματα διακρίνουν ήδη τους σχεδόν αντικειμενικά καλύτερους σε βασικούς δήμους. Γιατί δεν τους υποστηρίζουν χάριν του καλού των πόλεων – πέρα από ιδεολογίες; Γιατί επιμένουν να κατεβάζουν δικούς τους, ευκαιριακούς, ανεπαρκείς, ήδη τελειωμένους απ’ τα αποδυτήρια; Είναι απλό: διότι αδιαφορούν βαθιά για την αυτοδιοίκηση καθεαυτή – τους νοιάζει μόνο ο κομματικός τζόγος. Δηλαδή πόσοι ιδεολογικά κολλημένοι θα ψηφίσουν «τους δικούς τους», ό,τι και να ‘ναι αυτοί. Οι ινστρούχτορες ξέρουν πως αρκετά κομματικά ζαγάρια θα υπακούσουν – σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον. Και δεν γίνεται αλλιώς, φίλε. Κάθε τέσσερα χρόνια θα πρέπει να επαναλαμβάνουμε τις ίδιες τελετές, σχεδόν πανομοιότυπα, βαρετά, με τα ίδια ψεύδη και τις ίδιες χειρονομίες. Δύσκολο να αλλάξει το σενάριο, λόγω πολιτικής οπισθέλκουσας. Τώρα, αν μέσα απ’ όλη αυτή την πεπαλαιωμένη μούργα βγούνε και πέντε καλοί δήμαρχοι στη χώρα, θα είναι ένα υπερφυές θαύμα. Αλλά μέχρι εκεί.