Στα πρώτα 47 χρόνια ζωής της στη φαρδιά παραλιακή λεωφόρο της – που έφτανε σε ορισμένα σημεία τα 18 μ. και σε άλλα μόλις 5 μ. – χιλιάδες ήταν εκείνοι που απόλαυσαν τα μαγικά ηλιοβασιλέματα στην πόλη που «γεννήθηκε» ύστερα από ένα όνειρο του Μεγάλου Αλεξάνδρου κι έναν χρησμό. Περπάτησαν ή αφέθηκαν σε μια βόλτα με το ιππήλατο τραμ. Κάθισαν στα πολύβουα καφενεία της, στριμώχτηκαν δίπλα στους σωρούς των εμπορευμάτων κι ανάμεσα στα καραβάνια και τα κοπάδια των ζωών που έφταναν από την ενδοχώρα. Θαύμασαν τα μέλη των βασιλικών οίκων που έκαναν περίπατο και συμμετείχαν σε καρναβάλια και γιορτές. Υπήρξαν κι εκείνοι οι πεζοί που έπεσαν θύματα του τραμ ή ληστείας, που είδαν μπροστά τους να συμβαίνουν αιματηρές συμπλοκές και απόπειρες αυτοκτονίας, που πήραν μέρος σε μεγάλα συλλαλητήρια. Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να ξεχάσει πως υπήρξε το σκηνικό όπου παίχτηκαν μερικές από τις ενδοξότερες, αλλά και ορισμένες από τις πιο μελανές σελίδες της νεότερης ελληνικής Ιστορίας: η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων τον Μάιο του 1919 και η αποχώρησή τους τον Σεπτέμβριο του 1922 που συνοδεύτηκε ουσιαστικά με την αποτέφρωσή της.

Το όνομά της ταπεινό, το πήρε από μια σκάλα και ονομάστηκε «Και» (Quai). Και μέχρι να ολοκληρωθεί σημειώθηκε μια χρεοκοπία της επιχείρησης που χρηματοδοτούσε την κατασκευή της, αλλαγές σχεδίων, κόντρες επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων, κατεδαφίσεις και πολλές αντιδράσεις από τους ιδιοκτήτες κτιρίων, οι οποίοι λόγω των έργων έχαναν την άμεση πρόσβαση στο παραλιακό μέτωπο.

Οσα κι αν έχουν γραφεί όμως για την προκυμαία της Σμύρνης, όσα κι αν συνέβησαν πάνω στις μεγάλες ηφαιστειακές πλάκες με τις οποίες ήταν στρωμένη, η εικόνα της ώς τώρα ήταν αποσπασματική, καθώς ένα μέρος της έγινε στάχτη το 1922 κι ένα άλλο χάθηκε μαζί με τις μνήμες όσων πρόλαβαν να τη θαυμάσουν. Το κενό αυτό έρχεται τώρα να αποκαταστήσει μια τολμηρή, επίπονη κι εντυπωσιακή σε μέγεθος έκδοση που υπογράφουν ο αναλυτής – προγραμματιστής Γιώργος Πουλημένος και ο με σπουδές στη Γεωλογία, τα Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήματα και ερευνητής της Ιστορίας της Σμύρνης Αχιλλέας Χατζηκωνσταντής (αμφότεροι με καταγωγή από τη Μικρά Ασία) υπό τον τίτλο «Η προκυμαία της Σμύρνης» (εκδ. Καπόν).

Εντυπωσιακή διότι μέσα σε 724 σελίδες επιχειρεί με λεπτομέρειες να δώσει το χρονικό και τις συνθήκες που οδήγησαν στην κατασκευή ενός από τα σπουδαιότερα έργα της εποχής του στην καθ’ ημάς Ανατολή, την πλούσια ιστορία της ώς το 1922, να διορθώσει λάθη και να αποκαταστήσει παραλήψεις, χωρίς να περιορίζεται μόνο στα 3.350 μ. που κάλυπταν την απόσταση από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Αϊδινίου ώς το Κονάκι (Διοικητήριο). Τολμηρή διότι 96 χρόνια μετά την Καταστροφή δοκιμάζει να αποδώσει στην Προκυμαία όχι μόνο την ταυτότητά της, αλλά και την κατά το δυνατόν πλήρη εικόνα της, μέσα από τη σχεδιαστική υπό κλίμακα αποτύπωση των προσόψεων σχεδόν όλων των κτιρίων της προσφέροντάς τα στον αναγνώστη μαζί με στοιχεία για τους ιδιοκτήτες, τους επιχειρηματίες, τους αρχιτέκτονες, της χρήσεις του, ανοίγοντας με έναν ιδιαίτερο τρόπο την πόρτα όλων αυτών των οικοδομημάτων. Κι επίπονη διότι δεν ήταν διόλου εύκολο να δαμαστεί, αλλά και να παρουσιαστεί εύληπτα όλο αυτό το υλικό.

Διερευνώντας την ταυτότητα τού Και λοιπόν ανακαλύπτουμε ότι διέθετε 102 οικίες, εκ των οποίων μόνο για τις μισές υπάρχουν στοιχεία για τους ιδιοκτήτες τους πριν από το 1922. Οι υπόλοιποι εκτιμάται ότι ήταν κυρίως χριστιανοί που εγκατέλειψαν την πόλη ή έχασαν τη ζωή τους τον Σεπτέμβριο του 1922. Για όσες υπάρχουν στοιχεία προκύπτει ότι 21 ανήκαν σε Ελληνες (40%) – μεγαλεμπόρους, γιατρούς, επιχειρηματίες και βιομηχάνους -, 11 σε Αρμενίους, εννέα σε Λεβαντίνους, οκτώ σε δυτικούς υπηκόους και τρεις σε μουσουλμάνους, καταγραφή που αποδεικνύει την πολυεθνική σύνθεση των ανώτερων στρωμάτων της σμυρναϊκής κοινωνίας. Από τα ελάχιστα σωζόμενα είναι η κατοικία του Κεμάλ Ατατούρκ κατά τις επισκέψεις του στη Σμύρνη, ενώ τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά διώροφα σπίτια της Προκυμαίας εξαφανίστηκαν κυρίως λόγω της εφαρμογής του νόμου περί οριζόντιας ιδιοκτησίας που άνοιξε τον δρόμο για την κατασκευή πολυκατοικιών (1956).

Κι αν το οικιστικό τμήμα της Προκυμαίας καταλάμβανε 1.270 μ., το εμπορικό διοικητικό τμήμα της (το οποίο αποτελεί αντικείμενο μελέτης του δεύτερου τόμου) αντιστοιχούσε σε 1.200 μ., ενώ το κοσμικό έφτανε τα 530 μ.

Κι εκεί, ανάμεσα σε εκατοντάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες του χθες και του σήμερα και τα λεπτομερή σχέδια, «περπατάμε» δίπλα στο καφεζυθοπωλείο Corso όπου τραγουδούσε ο παρ’ ολίγον καλόγερος και γνωστός με το προσωνύμιο «Αηδόνι της Σμύρνης» Κώστας Νούρος, ενώ τη δεκαετία του ’50 εμφανίστηκε και ο Σαρλ Αζναβούρ. Γνωρίζουμε τα θαλάσσια λουτρά Εδέμ, όπου μάταια ο αστυνόμος – βαρκάρης προσπαθούσε με φωνές και χτυπώντας δυνατά τα κουπιά του στη θάλασσα να διατηρήσει το άβατο μεταξύ γυναικείου και ανδρικού τομέα. Στο αντίστοιχο καφέ, άντρο του τζόγου, οι θαμώνες έπαιζαν «κυβεία και αντωθούμενας σφαίρας», δηλαδή ζάρια και μπιλιάρδο.

Και έχουμε την ευκαιρία να μπούμε σε σμυρναϊκά σπίτια, να γνωρίσουμε οικογενειακές ιστορίες – ορισμένες ιδιαιτέρως σημαντικές όπως εκείνη των οικογενειών Σεφεριάδη και Ζηρίνη -, αρχιτέκτονες, αλλά και την ιδιαίτερη μορφή της σμυρναϊκής κατοικίας που επιβλήθηκε από τις ειδικές συνθήκες διαμόρφωσης της Προκυμαίας.

Ο Πύργος του Ρολογιού

Σύμβολο της πόλης ακόμη και σήμερα ο Πύργος του Ρολογιού στο κέντρο της πλατείας μπροστά από το Διοικητήριο χτίστηκε το 1901 με αφορμή τον λαμπρό εορτασμό της επετείου των 25 χρόνων από την ενθρόνιση του Αβδούλ Χαμίτ Β’, 35ου σουλτάνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και γι’ αυτό η λαϊκή παράδοση ήθελε το ύψος του να είναι 25 μ. ενώ είναι ελαφρώς μικρότερο. Ηταν ένα από τα 100 ρολόγια που κατασκευάστηκαν για να τιμηθεί η επέτειος του σουλτάνου. Για να λειτουργήσει κουρδιζόταν μία φορά την εβδομάδα με το τράβηγμα δύο πεντάκιλων βαρών. Στην πλατεία του Ρολογιού έγινε και η άφιξη του έλληνα βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ το 1921.

info

H δίτομη έκδοση των Γιώργου Πουλημένου και Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου «Η προκυμαία της Σμύρνης» (εκδ. Καπόν) παρουσιάζεται τη Δευτέρα στις 19.00 στο Cotsen Hall της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών (Αναπήρων Πολέμου 9)