Γεωγραφικά τοποθετημένη στην περισσότερο ασταθή γειτονιά της ευρωπαϊκής περιφέρειας, στο μεταίχμιο μεταξύ μιας ζώνης σχετικής σταθερότητας (ο χώρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης) και μιας «διακεκαυμένης» ζώνης αστάθειας (η περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής) η Ελλάδα έχει καταστεί εδώ και αρκετά χρόνια ένας από τους βασικότερους αποδέκτες των νέων απειλών και προκλήσεων στον Νότο της Μεσογείου. Οι απειλές αυτές – που αποκτούν όλο και πιο σύνθετο περιεχόμενο και κυρίως διασυνδέονται μεταξύ τους – αφορούν, μεταξύ άλλων, τη μαζική εξαναγκαστική μετανάστευση, το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, την ισλαμιστική ριζοσπαστικοποίηση που συνδέεται με τον βίαιο εξτρεμισμό και την τρομοκρατία, τη διεθνή τρομοκρατία, τη διασπορά των όπλων μαζικής καταστροφής και βεβαίως την πρόκληση που συνιστά η έκρηξη των τεχνολογιών πληροφορικής και τα συνακόλουθα ζητήματα κυβερνοασφάλειας.

Κατά συνέπεια, η συνεχώς εξελισσόμενη και μεταβαλλόμενη ατζέντα ασφάλειας της χώρας αφορά πλέον στη διαχείριση ενός ιδιαίτερα απαιτητικού συνδυασμού παραδοσιακών (η σοβαρή πρόκληση στα ανατολικά της σύνορα λόγω της «αμφίσημης» – αν όχι αναθεωρητικής – πολιτικής της Τουρκίας) και, κυρίως, «σύγχρονων» απειλών, προκλήσεων και κινδύνων ενώ βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη (πολυεπίπεδη) κρίση στη σύγχρονη Ιστορία της. Οπως είναι αναμενόμενο, η επίτευξη περισσότερων και απαιτητικότερων στόχων από ένα μικρό κράτος, όπως η Ελλάδα, με περιορισμένα – λόγω οικονομικής δυσπραγίας – μέσα και δυνατότητες και με ένα ασθενές θεσμικό σύστημα παραγωγής υψηλής στρατηγικής και διαχείρισης κρίσεων συνιστά πραγματική υπέρβαση.

Η δημιουργία μιας συγκροτημένης θεσμικής δομής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας αποτελεί για τη χώρα απαραίτητη προϋπόθεση γα την αποτελεσματικότερη χρήση και μεγιστοποίηση των ήδη περιορισμένων μέσων που διαθέτει. Δυστυχώς η κυρίαρχη κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο «στρατηγική κουλτούρα», η οποία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία της εσωστρέφειας, της αμυντικότητας και της ανακλαστικής αντιμετώπισης των διεθνών εξελίξεων, οδήγησε στην αδυναμία ιεράρχησης των εθνικών στόχων επιβαρύνοντας ταυτόχρονα άλλες εγγενείς θεσμικές αδυναμίες του συστήματος μακροπρόθεσμης χάραξης και σχεδιασμού πολιτικής. Τα πρόσωπα εξακολουθούν να κατισχύουν έναντι των θεσμών παραγωγής πολιτικής. Η στρατηγική εθνικής ασφάλειας της χώρας παραμένει έτσι κατακερματισμένη και ασαφής καθώς απουσιάζουν τα θεσμικά κείμενα στρατηγικής των βασικών πυλώνων της (ΥΠΕΞ, ΥΠΑΜ, ΥΠΡΟΠΟ) ενώ ακόμα και στα υφιστάμενα όργανα σχεδιασμού πολιτικής και διαχείρισης κρίσεων το «επίπεδο θεσμοποίησης», με όρους πρακτικούς και λειτουργικούς, παραμένει ασθενές και αναποτελεσματικό.

Η Ελλάδα απέχει πολύ από το να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα «σύγχρονο κράτος εθνικής ασφάλειας». Η θωράκισή της, μέσω της ανάπτυξης ενός θεσμικού συστήματος μακροπρόθεσμου σχεδιασμού πολιτικής και αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης κρίσεων, έχει δραματικά αργήσει. Η άμεση υιοθέτηση και υλοποίησή του προϋποθέτει την υπέρβαση των βραχυπρόθεσμων υπολογισμών των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και τη βούληση να προχωρήσουν με τη σοβαρότητα που οι συνθήκες απαιτούν και στη βάση διακομματικής συνεννόησης και συναίνεσης.

Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας (ΚΕΜΕΑ) και συγγραφέας, με τον Θάνο Ντόκο, του βιβλίου «Στρατηγική εθνικής ασφάλειας. Οικοδομώντας το ελληνικό μοντέλο στον εικοστό πρώτο αιώνα» (Παπαζήσης, 2005)