Ενα χαμόγελο δύο πιθαμές, ο Αγγελος. Στις αναμνηστικές φωτογραφίες κατά την παρουσίασή του δίπλα στον πρόεδρο. Σαν ζωντανή διαφήμιση οδοντόπαστας. Κι όποιος θυμηθεί την προηγούμενη φορά που τον είχε ξαναδεί χαμογελαστό, κερδίζει χρυσούν ωρολόγιον. Ανάγκα και θεοί πείθονται. Να δείξει ο Αναστασιάδης ότι δεν είναι αυτός που ξέρουμε. Ο γκρινιάρης, ο μουρτζούφλης, ο δύσθυμος. Μπορεί και να χαμογελάει. Οι πολιτικοί έχουν τους ίματζ μέικερ. Που τους δείχνουν πώς να ντύνονται, πώς να φέρονται, πώς να στέκονται. Οι προπονητές είναι σαν τους πολιτικούς. Μιλάνε. Τάζουν, υπόσχονται νίκες και επιτυχίες. Υπερασπίζονται τη δουλειά τους. Δικαιολογούνται στις ήττες και τις αποτυχίες. Και δεν κρίνονται μάλιστα κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά κάθε εβδομάδα. Ο Αγγελος, λοιπόν, προσαρμόστηκε ανάλογα με την περίσταση. Φόρεσε τα καλά του κι αυτό δεν είχε να κάνει με την ενδυμασία. Αλλά με τη γενικότερη εικόνα του, που ο ίδιος έχει χτίσει στη διάρκεια των χρόνων. Και η Εθνική Ελλάδας, σε νέες περιπέτειες. Αύριο το βράδυ, το δεύτερο ματς με τον Αγγελο στον πάγκο κόντρα στην Εσθονία, κι ο Θεός (τον οποίο επικαλέστηκε ο νέος ομοσπονδιακός) να βάλει το χέρι του. Σημεία των καιρών. Κι επειδή οι προπονητές δεν κρίνονται από τα λεγόμενά τους, αλλά από το βιογραφικό τους και τα αποτελέσματα, οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Με τον Κλάουντιο Ρανιέρι που είχε αποτύχει παταγωδώς. Χειρότερα δεν γινόταν. Επρόκειτο όμως για έναν προπονητή που είχε κάτσει στον πάγκο της Ρόμα, της Ιντερ και της Γιουβέντους. Με προϋπηρεσία σε Βαλένθια, Ατλέτικο Μαδρίτης και Τσέλσι. Κι ύστερα από την παρένθεση με τον Σκίμπε, καταλήγεις στον Αναστασιάδη. Που έχει φτάσει μέχρι την Κύπρο. Που θέλησε να εμφανιστεί σαν ένας διαφορετικός Αγγελος. Χαμογελαστός, χαρούμενος, προσηνής. Χωρίς ούτε μία αναφορά στην Παναγιά και στα παλικάρια.

Ανασφάλεια

Με το χέρι στην καρδιά όμως: τι μπορεί να προσφέρει στην εθνική ομάδα ένας παρωχημένος προπονητής του περασμένου αιώνα; Να καθοδηγήσει με το θυμικό ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται στη Ρόμα και στην Αρσεναλ; Το ποδόσφαιρο πάει μπροστά. Τρέχει. Ο Αγγελος, όπως όλοι σχεδόν οι έλληνες προπονητές της ηλικίας του, είναι εμπειρικός. Ανήκει σε μια άλλη εποχή. Αυτό που κυριαρχεί στην προσωπικότητά του είναι η ανασφάλεια. Βλέποντας φαντάσματα και ποδοσφαιριστές που τον «στήνουν», προσπαθεί να επιβληθεί με αφορισμούς και μεγαλοστομίες. Με διαχωρισμούς σε Ελληνες και ξένους. Οι εμμονές. Η θρησκοληψία. Προσπαθώντας να σταθεί όχι με τη δουλειά του, αλλά με αυτοαναφορές.

Οπως στην παρουσίασή του: «Δεν βρίζω τους ποδοσφαιριστές, δεν έχω μάθει να λέω ψέματα». Προς τι το άγχος της επιβεβαίωσης; Να λες στα καλά καθούμενα «δεν είμαι ψεύτης»; Δεν ισχυρίστηκε κανείς το αντίθετο. Ο προπονητής είναι (και) δάσκαλος. Πρέπει να πείθει. Με τις γνώσεις του. Να καθοδηγεί. Με τις ιδέες του. Να εμπνέει. Με την προσωπικότητά του. Το έχει πει ο Σωκράτης Μάλαμας στην «Πριγκιπέσα»: «Τζάμπα σωστός με το στανιό». Στην προκειμένη περίπτωση «τζάμπα αλλιώς με το στανιό». Είναι αργά πλέον για τον Αναστασιάδη να αλλάξει το προφίλ που έχει καλλιεργήσει. Είναι αργά για τον Αναστασιάδη να αλλάξει. Ούτε το μπορεί ούτε το θέλει.