Ο Αρχιεπίσκοπος έχει κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένος μετά τις κοινές δηλώσεις με τον Πρωθυπουργό. Το ανακοινωθέν, αν και δεν είναι νομικά δεσμευτικό, έχει την αποδεικτική σημασία του σχετικά με το πώς αντιλαμβάνεται το Κράτος την υποχρέωση κάλυψης της μισθοδοσίας των κληρικών. Από εκεί και πέρα όμως, η ολοκλήρωση της συμφωνίας είναι δύσκολο νομικά εγχείρημα και προϋποθέτει νηφαλιότητα και συναινετική διάθεση.

Το δυσχερέστερο σημείο είναι το θεμέλιο της συμφωνίας. Εάν ως βάση τίθενται οι απαιτήσεις της Εκκλησίας από την απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, τότε δεν πέφτει λόγος στο Κράτος για τη  διάθεση των κονδυλίων που θα δίδονται για τη μισθοδοσία των κληρικών. Πώς επομένως θα δικαιολογήσει η Πολιτεία τον επιβεβλημένο εγγυητικό ρόλο;

Στην ίδια λογική, εάν οι απαιτήσεις της Εκκλησίας έχουν ως βάση αστικές αξιώσεις ένεκα απαλλοτρίωσης, μήπως θεωρηθούν ως ιδιωτική περιουσία της Εκκλησίας; Και επομένως, μήπως υπόκεινται σε κατάσχεση ή άλλο μέτρο υπέρ τρίτων που έχουν κάθε λογής αξιώσεις κατά της Εκκλησίας;

Η πρώτη μας εντύπωση είναι ότι η τελική διευθέτηση θα είναι απολύτως ασφαλής μόνο εάν υπάρχει σχετική μνεία στο ίδιο το Σύνταγμα. Αν μάλιστα το αναθεωρημένο άρθρο 3 περιέχει πρόβλεψη για τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, η αποσαφήνιση των συνεπειών για τα περιουσιακά ζητήματα θα είναι πλέον αναγκαία.

Τι σημαίνει όμως θρησκευτική ουδετερότητα; Η θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους διακηρύχθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στην απόφαση των ταυτοτήτων. Η απόφαση εστίασε στη «θρησκευτική ισότητα», δηλαδή την ίση μεταχείριση όλων των προσώπων σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Εντούτοις, αγνοήθηκε ή πάντως αλλοιώθηκε στις πρόσφατες αποφάσεις για το μάθημα των Θρησκευτικών.

Θρησκευτική ουδετερότητα σημαίνει ότι το θρησκευτικό φρόνημα δεν αποτελεί κριτήριο για την άσκηση της κρατικής πολιτικής. Αυτό δεν συνεπάγεται μόνο τον σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία. Σημαίνει επίσης ότι οι πολιτικές του Κράτους δεν μπορεί να στηρίζονται σε αντιλήψεις που εμπλέκουν το θείο. Και ότι το Κράτος δεν υιοθετεί πολιτικές που ευνοούν ορισμένη θρησκεία. Σημαίνει, τέλος, ότι το Κράτος σέβεται την ανεξαρτησία και τον διακριτό ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως και όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων.

Παράλληλα όμως, θρησκευτική ουδετερότητα δεν σημαίνει αντιπαλότητα Κράτους και Εκκλησίας. Η γαλλική παράδοση είναι προϊόν συγκρούσεων ανάμεσα στην Εκκλησία και την πολιτική, οι οποίες ανάγονται στην αντίσταση της Εκκλησίας στις πρακτικές της επανάστασης.

Σε κάθε περίπτωση, η διατύπωση της θρησκευτικής ουδετερότητας στο συνταγματικό κείμενο μπορεί να διασαφηνίσει τη συμβατότητά της με τον ιστορικό και πολιτισμικό ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και επομένως να άρει φοβίες σε θέματα συμβόλων ή πρακτικών (π.χ. αγιασμός) που δεν προσβάλλουν τις αρχές της ισοπολιτείας.

Ο Νίκος Παπασπύρου, διδάκτωρ Νομικών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, είναι επίκουρος καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ