Η εποχή που η Πορτογαλία αποτελούσε τον αδιαμφισβήτητο φορολογικό παράδεισο για Ευρωπαίους συνταξιούχους φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Από το 2024, με την κατάργηση του ειδικού καθεστώτος για αλλοδαπούς συνταξιούχους, η Λισαβόνα έχασε το βασικό της ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε αναδιάταξη των μεταναστευτικών ροών, με πολλούς Ιταλούς συνταξιούχους να αναζητούν νέους προορισμούς που συνδυάζουν φορολογικά κίνητρα, χαμηλό κόστος ζωής και ποιότητα καθημερινότητας.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η Ισπανία αναδεικνύεται ο μεγάλος κερδισμένος της αλλαγής. Την περίοδο 2019–2023, περίπου 2.300 Ιταλοί συνταξιούχοι εγκαταστάθηκαν εκεί, ενώ μόνο το 2023 οι νέες αφίξεις έφτασαν τις 536, αυξημένες σε σχέση με τις 451 του 2022. Η ιταλική υπηρεσία κοινωνικής ασφάλισης καταβάλλει πλέον στην Ισπανία συντάξεις ύψους περίπου 147 εκατ. ευρώ ετησίως, ποσό που πλησιάζει τα 157,4 εκατ. ευρώ της Πορτογαλίας, προαναγγέλλοντας πιθανό «προσπέρασμα».
Η επιτυχία της Ισπανίας δεν οφείλεται μόνο στη γεωγραφική εγγύτητα και στο ήπιο κλίμα. Το φορολογικό της σύστημα προβλέπει απαλλαγές και εκπτώσεις φόρου για εισοδήματα από το εξωτερικό, με όρια που φτάνουν τα 6.500 ευρώ για ηλικίες 65–75 ετών και τα 7.000 ευρώ για τους άνω των 75. Παράλληλα, το κόστος ζωής παραμένει χαμηλότερο σε πολλές περιοχές, καθιστώντας τη χώρα ιδιαίτερα ελκυστική για συνταξιούχους.
Η Τυνησία και οι εναλλακτικοί προορισμοί
Στον αντίποδα, η Τυνησία εξακολουθεί να αποτελεί ειδική περίπτωση. Το ισχύον καθεστώς επιτρέπει στους ξένους συνταξιούχους να φορολογούνται μόνο για το 20% του εισοδήματός τους, με πραγματική επιβάρυνση που κυμαίνεται μεταξύ 3% και 5%. Επιπλέον, τα οφέλη ισχύουν και για πρώην δημοσίους υπαλλήλους, χάρη σε συμφωνία αποφυγής διπλής φορολόγησης. Δεν είναι τυχαίο ότι η περιοχή της Χαμμαμέτ συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό Ιταλών πρώην κρατικών λειτουργών, που αποτελούν σχεδόν τα δύο τρίτα των εκεί συνταξιούχων.
Σταθερή, αν και πιο «σιωπηλή», είναι η άνοδος της Ρουμανίας και της Αλβανίας. Στη Ρουμανία, περίπου 500 Ιταλοί συνταξιούχοι εγκαταστάθηκαν την τελευταία πενταετία, επωφελούμενοι από ενιαίο φορολογικό συντελεστή 10% για τις συντάξεις του εξωτερικού. Η Αλβανία, από την άλλη, εφαρμόζει από το 2021 πλήρη φοροαπαλλαγή για εισοδήματα από συντάξεις, γεγονός που εξηγεί τη σημαντική αύξηση των μετακινήσεων προς τα Τίρανα τα τελευταία χρόνια.
Η θέση της Ελλάδας και η κόπωση του φαινομένου
Η Ελλάδα, αν και επιχείρησε να αξιοποιήσει τη «κληρονομιά» της Πορτογαλίας, δεν έχει καταφέρει να προσελκύσει μαζικά Ιταλούς συνταξιούχους. Το ειδικό καθεστώς με φορολόγηση 7% για εισοδήματα αλλοδαπής διάρκειας 15 ετών θεωρείται ανταγωνιστικό, ωστόσο οι αριθμοί παραμένουν χαμηλοί. Το 2023 μόλις 37 Ιταλοί συνταξιούχοι επέλεξαν τη χώρα μας, γεγονός που δείχνει ότι το φορολογικό κίνητρο από μόνο του δεν επαρκεί. Γραφειοκρατία, υψηλό κόστος ζωής σε τουριστικές περιοχές και ζητήματα καθημερινότητας λειτουργούν ανασταλτικά.
Αντίστοιχα περιορισμένη είναι η απήχηση άλλων προορισμών όπως η Κύπρος, η Μάλτα και η Κροατία, όπου οι προϋποθέσεις παραμονής είναι αυστηρές ή οι φορολογικοί συντελεστές λιγότερο ελκυστικοί. Ακόμη και χώρες με πλήρη φοροαπαλλαγή, όπως η Νότια Αφρική, δεν καταφέρνουν να προσελκύσουν μεγάλο αριθμό Ευρωπαίων συνταξιούχων, κυρίως λόγω απόστασης και πρακτικών δυσκολιών.
Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, το φαινόμενο της φορολογικής μετανάστευσης δείχνει σημάδια κόπωσης. Την περίοδο 2018–2024 ο συνολικός αριθμός Ιταλών συνταξιούχων που εγκατέλειψαν τη χώρα μειώθηκε κατά περίπου 24%. Μετά την πανδημία, οι μετακινήσεις δεν επέστρεψαν στα προγενέστερα επίπεδα, ενώ αυξάνεται το ποσοστό όσων επιστρέφουν στις πατρίδες τους.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: οι συνταξιούχοι δεν αναζητούν πλέον μόνο τον χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή. Εκτιμούν εξίσου την ποιότητα ζωής, τη σταθερότητα, τις υγειονομικές υπηρεσίες και την καθημερινή ασφάλεια. Σε αυτό το νέο περιβάλλον, ο ανταγωνισμός μεταξύ χωρών για την προσέλκυση συνταξιούχων μόλις ξεκινά.






