Του Jurgen Habermas
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έκανε τους ευρωπαϊκούς λαούς να συνειδητοποιήσουν με καθυστέρηση ότι η παγκόσμια κατάσταση είχε αλλάξει ριζικά. Αυτή η αλλαγή, ωστόσο, είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται εδώ και καιρό με την παρακμή των ΗΠΑ, της υπερδύναμης του 20ου αιώνα. Ένα προειδοποιητικό σήμα για αυτό ήταν ήδη η ταχεία αλλαγή της στάσης της αμερικανικής κοινωνίας των πολιτών μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Αυτή η μεταστροφή στη νοοτροπία ενός φοβισμένου πληθυσμού υποδαυλίστηκε από τη ρητορική τής τότε κυβέρνησης υπό τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους και τον αδίστακτο και στρατευμένο αντιπρόεδρό του.
Όλοι έμοιαζαν να αισθάνονται την εγγύτητα των κινδύνων της διεθνούς τρομοκρατίας. Στο πλαίσιο της προπαγάνδας για τον παράνομο, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, πόλεμο κατά του Σαντάμ Χουσεΐν και του Ιράκ, η αλλαγή νοοτροπίας ριζοσπαστικοποιήθηκε και σταθεροποιήθηκε. Από θεσμική σκοπιά, η εν λόγω αλλαγή επηρέασε πρωτίστως το κομματικό σύστημα. Ήδη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, υπό την ηγεσία του Νιουτ Γκίνγκριτς, δεν είχε αλλάξει μόνο η πρακτική του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αλλά και η κοινωνική διάρθρωση των οπαδών του.
Ωστόσο, οι τάσεις για μια βαθύτερη και, όπως φαίνεται, σχεδόν μη αναστρέψιμη αλλαγή του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του επικράτησαν μόνο αφού ο Πρόεδρος Ομπάμα διέψευσε τις ελπίδες για μια ριζική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Η Κίνα επιδιώκει μια σινοκεντρική παγκόσμια τάξη
Η αποδυνάμωση της διεθνούς θέσης της πρώην υπερδύναμης είναι πλέον εμφανής. Αυτό επισημάνθηκε και πάλι στη σύνοδο κορυφής της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) στη Νότια Κορέα στα τέλη Οκτωβρίου: οι αβέβαιοι σύμμαχοι των ΗΠΑ προσπαθούν τώρα να συνάψουν συμφωνίες με άλλους γείτονες, οι οποίοι είναι μάλλον ουδέτεροι ή εξαρτώνται περισσότερο από την Κίνα. Και μετά την πρόωρη αποχώρηση του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος ενδιαφέρεται περισσότερο για γρήγορες συναλλαγές παρά για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα της επιρροής των ΗΠΑ, ο Κινέζος πρόεδρος Σι φαίνεται να έχει δώσει τον τόνο με την προώθηση της ιδέας μιας πολυπολιτισμικής παγκόσμιας κοινωνίας υπό την ηγεσία της Κίνας.
Μετά την ένταξη της Λαϊκής Δημοκρατίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, οξυδερκείς κυβερνήσεις έθεσαν ως στόχο να μετατρέψουν τη χώρα τους σε μια κυρίαρχη οικονομική δύναμη.
Ωστόσο, μόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Σι Τζινπίνγκ το 2012, ο στόχος αυτός έγινε επίσημος και προβάλλεται με μια ορισμένη «αμυντική επιθετικότητα»: η αντικατάσταση του φιλελεύθερου παγκόσμιου εμπορικού καθεστώτος από μια σινοκεντρική παγκόσμια πολιτική τάξη. Με το εγχείρημα «Μια Ζώνη, Ενας Δρόμος», η Κίνα επιδίωκε ήδη από καιρό πιο μακροπρόθεσμους στόχους στρατηγικής και ασφάλειας. Οι μεγαλύτεροι ωφελούμενοι ήταν η Ρωσία, το Πακιστάν, η Μαλαισία και η Ινδονησία. Αλλά και για τις αναπτυσσόμενες και τις αναδυόμενες χώρες, η Κίνα είναι πλέον ο μεγαλύτερος χρηματοδότης. Η διεθνής μετατόπιση της εξουσίας αποκαλύπτεται γενικά από το γεγονός ότι, από γεωπολιτική άποψη, οι κρίσιμοι συγκρούσεις θα εντοπίζονται στο μέλλον στη Νοτιοανατολική Ασία.
Θα είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πώς η αύξηση της ισχύος του Τραμπ θα επηρεάσει την εσωτερική πολιτική της Ταϊβάν. Αλλά πέρα από αυτό το σημείο σύγκρουσης, δεν είναι μόνο η Κίνα και οι περιφερειακοί σύμμαχοί της στη μία πλευρά και οι ΗΠΑ με τις φιλοδυτικές χώρες της περιοχής, δηλαδή κυρίως την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Αυστραλία, στην άλλη. Στην άμεση γειτονιά τους, η Ινδία επιδιώκει πλέον τις δικές της φιλοδοξίες. Η μετατόπιση των γεωπολιτικών ισορροπιών αντικατοπτρίζεται επίσης στην άνοδο μεσαίων δυνάμεων όπως η Βραζιλία, η Νότια Αφρική ή η Σαουδική Αραβία, οι οποίες επιδιώκουν με αυτοπεποίθηση μεγαλύτερη ανεξαρτησία.
Στις ΗΠΑ βρίσκεται σε εξέλιξη η δημοκρατικά νομιμοποιημένη εξάρθρωση της παλαιότερης δημοκρατίας στον κόσμο
Πολλά από αυτά τα ανερχόμενα κράτη προσπαθούν τώρα να ενταχθούν στην χαλαρή και πρόσφατα διευρυμένη ένωση κρατών BRICS. Το τέλος της δυτικής ηγεμονίας υποδηλώνουν επίσης οι βαθιές γεωοικονομικές αλλαγές στη φιλελεύθερη παγκόσμια οικονομική τάξη, η οποία δημιουργήθηκε από τις ΗΠΑ μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όχι ότι αυτή η βασισμένη σε κανόνες παγκόσμια εμπορική τάξη – την οποία τώρα ταλαιπωρεί ο ίδιος ο Τραμπ, όπως φαίνεται από τη διαμάχη για την προμήθεια σπάνιων γαιών – μπορεί απλά να καταργηθεί. Ωστόσο, σχεδόν τίποτα δεν θα μπορούσε να καταδείξει καλύτερα τους πλέον συνήθεις περιορισμούς της παγκόσμιας εμπορικής πολιτικής σε θέματα ασφάλειας από την πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης της Γερμανίας, του παγκόσμιου πρωταθλητή στις εξαγωγές, να στηρίξει με κρατικά μέσα τη γερμανική χαλυβουργία, η οποία δεν είναι πλέον ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο.
Αν και αυτές οι αλλαγές στις γεωπολιτικές ισορροπίες εξουσίας ήταν προφανείς εδώ και καιρό, και μολονότι όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία η επανεκλογή του Τραμπ δεν ήταν διόλου απίθανη, οι δυτικές κυβερνήσεις δεν κατάλαβαν ότι αυτή η σύγκρουση, αφού δεν μπορούσε πλέον να αποτραπεί η έκρηξή της, έπρεπε οπωσδήποτε να τερματιστεί κατά τη διάρκεια της θητείας του Τζο Μπάιντεν. Με τη δεύτερη θητεία του Τραμπ, συνέβη αυτό το οποίο είχε προαναγγελθεί εδώ και καιρό από το Ηeritage Foundation: η δύσκολα αναστρέψιμη κατάρρευση του παλαιότερου φιλελεύθερου δημοκρατικού καθεστώτος, σύμφωνα με ένα πρότυπο το οποίο είχαμε ήδη γνωρίσει στην Ευρώπη με το παράδειγμα της Ουγγαρίας και άλλων κρατών.
Αυτά τα αυταρχικά καθεστώτα νέου τύπου δεν μπορούν προφανώς να εξηγηθούν με τις ιδιαίτερες συνθήκες της αποτυχημένης κατάργησης των μετασοβιετικών μορφών εξουσίας. Αποτελούν μάλλον τους προδρόμους της δημοκρατικά νομιμοποιημένης κατάργησης της παλαιότερης δημοκρατίας στον κόσμο και της ταχείας ανάπτυξης ενός τεχνοκρατικά διοικούμενου ελευθεριακού-καπιταλιστικού συστήματος εξουσίας.
Η δειλία μιας κοινωνίας πολιτών που δεν προβάλλει σχεδόν καμία αντίσταση
Αυτό που παρατηρούμε στις ΗΠΑ είναι η ίδια – όχι ιδιαίτερα αργή, αλλά μάλλον δυσδιάκριτη λόγω μιας αδρανοποιημένης αντιπολίτευσης – μετάβαση από το ένα «σύστημα» στο άλλο: οι τελευταίες ή προτελευταίες δημοκρατικές εκλογές συνιστούν την από καιρό προαναγγελθείσα αρχή μιας ταχείας, αυθαίρετης και αυταρχικής επέκτασης μιας ταυτόχρονα περιορισμένης και αποψιλωμένης εκτελεστικής εξουσίας. Ο Τραμπ την καταχράται χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ενστάσεις ενός νομικού συστήματος το οποίο σταδιακά υπονομεύεται πλήρως.
Ο πρόεδρος αρχικά σφετερίστηκε τις νομοθετικές εξουσίες του κοινοβουλίου με την αυστηρή πολιτική των δασμών και προσπάθησε να περιορίσει σταδιακά την ανεξαρτησία του Τύπου και του πανεπιστημιακού συστήματος. Στη συνέχεια, εκφόβισε την αντιπολίτευση με την αυτόκλητη επέμβαση της Εθνοφρουράς σε μεγάλες πόλεις όπως το Λος Άντζελες, η Ουάσιγκτον και το Σικάγο. Η απλή παρουσία της σηματοδοτεί την πρόθεση της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει, αν χρειαστεί, τον στρατό εναντίον των ίδιων των πολιτών της. Ενώ στους κόλπους της ΕΕ το κομματικό σύστημα και οι δημοκρατικές εκλογές εξακολουθούν να προστατεύονται ακόμη και σε αυταρχικά κράτη όπως η Ουγγαρία (ή, κατά το παρελθόν, η Πολωνία), η τύχη τους στις ΗΠΑ παραμένει αβέβαιη.
Πραγματική αντίσταση υπάρχει μόνο όταν είναι δωρεάν και στρέφεται εναντίον του Ισραήλ
Μετά τις πρόσφατες μεμονωμένες εκλογικές επιτυχίες των Δημοκρατικών, ο Τραμπ επιδιώκει την περιθωριοποίηση και την απαξίωση της πολιτικής αντιπολίτευσης με καταγγελτικές μεθόδους.
Στην εξωτερική πολιτική, όπως δείχνουν οι αυθαίρετες στρατιωτικές ενέργειές του κατά των λαθρεμπόρων στα ανοικτά των ακτών της Βενεζουέλας, δεν ενδιαφέρεται για το διεθνές δίκαιο. Το πιο εκπληκτικό και μέχρι στιγμής ανεξήγητο φαινόμενο αυτής της σαρωτικής συγκέντρωσης της εξουσίας είναι η δειλία μιας κοινωνίας πολιτών η οποία δεν προβάλλει σχεδόν καμία αντίσταση, για να μην αναφέρουμε την προσαρμοστικότητα των φοιτητών και των καθηγητών, οι οποίοι μόλις πρόσφατα είχαν οδηγήσει σε ακραία επίπεδα τη δωρεάν αντίσταση κατά της υποτιθέμενης αποικιακής δύναμης του Ισραήλ στα πανεπιστήμιά τους.
Δεν υπονοώ ότι εμείς θα συμπεριφερόμασταν διαφορετικά. Απλώς, μέχρι σήμερα δεν βλέπω πειστικές ενδείξεις αναστροφής της πορείας προς ένα πολιτικά αυταρχικό, τεχνοκρατικά διοικούμενο, αλλά οικονομικά φιλελεύθερο κοινωνικό σύστημα. Γιατί οι πιθανοί διάδοχοι του Τραμπ έχουν μια ακόμη πιο αυστηρή κοσμοθεωρία από εκείνη του παθολογικά νάρκισσου προέδρου, ο οποίος είναι προσανατολισμένος σε βραχυπρόθεσμα προσωπικά «κέρδη» και επιβεβαιώσεις και ο οποίος θα ήθελε να είναι μάλλον μεγιστάνας και κάτοχος του Νομπέλ Ειρήνης παρά πολιτικός με όραμα.
Για τις σκέψεις μου αυτές δεν μπορώ να επικαλεστώ άλλες ικανότητες πέραν αυτών ενός αναγνώστη εφημερίδων. Εστιάζω κυρίως κατά την τρέχουσα περίοδο στο ερώτημα τί σημαίνουν για την Ευρώπη η γεωπολιτική μετατόπιση βάρους και η πολιτικά από καιρό προδιαγεγραμμένη διαίρεση της Δύσης. Υποθέτω ότι, με μερικές εξαιρέσεις, οι κυβερνήσεις της ΕΕ και των κρατών μελών της εξακολουθούν προς το παρόν να έχουν τη σταθερή βούληση να διατηρήσουν τις κανονιστικές βάσεις και τις καθιερωμένες πρακτικές των Συνταγμάτων τους. Ως εκ τούτου προκύπτει η πολιτική επιδίωξη να ενισχυθεί η επιρροή τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ΕΕ να μπορεί να εδραιωθεί ως αυτόνομος παράγοντας στην παγκόσμια πολιτική και κοινωνία, ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ και ανεξάρτητα από συμβιβασμούς με τις ΗΠΑ ή άλλα αυταρχικά κράτη.
Όσον αφορά τη συνεχιζόμενη σύρραξη στην Ουκρανία, «εμείς», αν μου επιτρέπεται να μιλήσω από αυτή την ευρωπαϊκή προοπτική, εξακολουθούμε να εξαρτώμαστε από την υποστήριξη των ΗΠΑ, διότι δεν διαθέτουμε τις απαιτούμενες τεχνολογίες για την απαραίτητη αναγνωριστική αεροπορική κάλυψη. Χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ, το ουκρανικό μέτωπο δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες δεν διατηρούν πλέον τον ρόλο του νόμιμου υποστηρικτή της Ουκρανίας που είχε διακηρύξει ο Μπάιντεν και στην καλύτερη περίπτωση παρέχουν όπλα τα οποία πληρώνει η Ευρώπη (δηλαδή στην πράξη η Γερμανία), έχουν καταστεί ένας απρόβλεπτος εταίρος για τους συμμάχους τους.
Και μόνο για αυτόν τον λόγο, και εμείς από την πλευρά μας έχουμε συμφέρον να επιτευχθεί η ταχεία εκεχειρία που επιδιώκει η ουκρανική ηγεσία. Το γεγονός αυτό έχει για την Ευρώπη μια δυσάρεστη συνέπεια, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει τεθεί υπό συζήτηση: η ΕΕ δεν μπορεί να απομακρυνθεί πολιτικά από τις ΗΠΑ, ένα παθητικό, κατά κάποιον τρόπο, μέλος του ΝΑΤΟ, έστω κι αν το αποτέλεσμα είναι ότι η «Δύση» εξακολουθεί να ενεργεί από κοινού, αλλά δεν μιλά πλέον με μια ενιαία φωνή. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αναγκάζει την ΕΕ να διατηρήσει τη συμμαχία της με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, που το σημαντικότερο μέλος του, λόγω της αλλαγής της ηγεσίας του, δεν μπορεί πλέον να επικαλείται με αξιοπιστία τα ανθρώπινα δικαιώματα για να δικαιολογήσει τη στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία.
Όποιος άκουσε την πρόσφατη ομιλία του Τραμπ ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ πρέπει να παραδεχτεί ότι η ρητορική την οποία χρησιμοποίησε από την πρώτη μέρα της σύγκρουσης η τότε ακόμη ενωμένη Δύση για να δικαιολογήσει τη στάση της υπέρ της Ουκρανίας έχει πλέον χάσει την αξιοπιστία της. Από αυτή την αμηχανία δεν επηρεάζεται μόνο η ομάδα των 30 κρατών τα οποία, υπερβαίνοντας τα όρια της ΕΕ, αλλά ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ, υπό την ηγεσία της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας έχουν ενωθεί για να υποστηρίξουν την Ουκρανία. Είναι λοιπόν, ελπίζω, μια ακούσια ειρωνεία το γεγονός ότι ακριβώς αυτή η ομάδα κρατών πήρε χωρίς να το σκεφτεί το όνομα «Συμμαχία των Προθύμων» – το ίδιο όνομα με το οποίο ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, με τη βοήθεια του βρετανού πρωθυπουργού και παρά την αντίσταση της Γαλλίας και της Γερμανίας, είχε συγκροτήσει μια συμμαχία για την υποστήριξη της παράνομης εισβολής του στο Ιράκ.
Η Άνγκελα Μέρκελ αγνόησε παγερά τη Γαλλία. Πόσο ανειλικρινή ήταν και είναι τα λόγια μας!
Μετά από αυτή την περιγραφή της μεταβαλλόμενης κατάστασης του διχασμένου δυτικού κόσμου, έρχομαι στο κεντρικό ερώτημά μου: πόσο ρεαλιστικό είναι να επιδιώκουμε μια βαθύτερη πολιτική ενοποίηση της ΕΕ με σκοπό να αναγνωριστούμε όχι μόνο ως ένας από τους σημαντικότερους οικονομικούς εταίρους, αλλά και ως ένα αυτόνομο, πολιτικά ανεξάρτητο και ικανό να ενεργεί υποκείμενο;
Αν και τα νεότερα κράτη-μέλη στην ανατολική Ευρώπη ζητούν εντονότερα τον εξοπλισμό, είναι τα λιγότερο διατεθειμένα να περιορίσουν τις εθνικές εξουσίες τους για μια τέτοια κοινή ενίσχυση.
Με αυτό το δεδομένο, και παρόλο που η κυβέρνηση Μελόνι αποτελεί έναν απροσδόκητο εταίρο, η πρωτοβουλία θα πρέπει να προέλθει από τις χώρες που βρίσκονται στον πυρήνα της Ένωσης – και σήμερα, δεδομένης της αδυναμίας της Γαλλίας, κυρίως από τη Γερμανία. Το συνεχιζόμενο σχέδιο οικοδόμησης μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας θα μπορούσε να δώσει την ώθηση για κάτι τέτοιο.
Η Ομοσπονδιακή Βουλή έχει εν τω μεταξύ εγκρίνει τα κονδύλια για μια σημαντική επέκταση και αναβάθμιση του ομοσπονδιακού στρατού, χωρίς να με απασχολεί εδώ η αμφισβητήσιμη αιτιολόγηση με βάση μια θεωρητική απειλή ρωσικής επίθεσης κατά του ΝΑΤΟ. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεχίζει τη δημιουργία του «ισχυρότερου στρατού στην Ευρώπη» με βάση τις υφιστάμενες συνθήκες, δηλαδή τελικά στο πλαίσιο της εθνικής εξουσίας της. Με αυτόν τον τρόπο, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεχίζει την υποκριτική ευρωπαϊκή πολιτική που εφάρμοσε υπό την καγκελάριο Μέρκελ: ρητορικά πάντα φιλική προς την Ευρώπη, τις τελευταίες δεκαετίες απέρριψε πλήθος γαλλικών πρωτοβουλιών για στενότερη οικονομική ολοκλήρωση, με τελευταία την επείγουσα πρωτοβουλία του Γάλλου προέδρου Μακρόν.
Αλλά και για τον καγκελάριο Μερτς, που είναι «γιος» του Σόιμπλε, τα ευρωομόλογα είναι έργο του διαβόλου. Δεν υπάρχει κανένα σοβαρό σημάδι ότι η γερμανική κυβέρνηση λαμβάνει σοβαρά μέτρα για να δημιουργήσει μια Ευρωπαϊκή Ένωση ικανή να δράσει στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.
Με δεδομένο τον καθημερινά αυξανόμενο δεξιό λαϊκισμό σε όλες τις χώρες μας, ένα τέτοιο, από καιρό αναγκαίο βήμα προς την περαιτέρω ολοκλήρωση της ΕΕ και, ως εκ τούτου, προς την παγκόσμια ικανότητά της να αναλάβει δράση, θα βρει ακόμη λιγότερη αυθόρμητη υποστήριξη από ό,τι μέχρι τώρα. Στα περισσότερα δυτικά κράτη-μέλη της ΕΕ, οι εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις οι οποίες υποστηρίζουν την αποκέντρωση ή την ανατροπή της ΕΕ, ή τουλάχιστον την αποδυνάμωση των αρμοδιοτήτων των Βρυξελλών, είναι ισχυρότερες από ποτέ. Γι’ αυτό θεωρώ πιθανό ότι η Ευρώπη θα είναι λιγότερο από ποτέ σε θέση να αποσυνδεθεί από τις ΗΠΑ. Η ουσιαστική πρόκληση θα είναι έτσι αν θα μπορέσει να διατηρήσει την κανονιστική και μέχρι τώρα δημοκρατική και φιλελεύθερη ταυτότητά της.
Στο τέλος μιας πολιτικής ζωής η οποία ήταν μάλλον ευνοϊκή από πολιτική άποψη, δεν μου είναι εύκολο να καταλήξω στο συμπέρασμα που, παρόλα αυτά, είναι επιτακτικό: η περαιτέρω πολιτική ολοκλήρωση, τουλάχιστον στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν ήταν ποτέ τόσο ζωτικής σημασίας για εμάς όσο σήμερα. Και ποτέ δεν ήταν τόσο απίθανη.
Το κείμενο είναι το ελάχιστα αναθεωρημένο από τον Jürgen Habermas για την Süddeutsche Zeitung χειρόγραφο της ομιλίας την οποία έδωσε ο φιλόσοφος στις 19 Νοεμβρίου στο πλαίσιο ενός συμποσίου για την κρίση των δυτικών δημοκρατιών στο Ίδρυμα Siemens του Μονάχου.






