Με το γνώριμο, αιχμηρό του χιούμορ, ο Αρκάς επιστρέφει με ένα σκίτσο που ξεκινά αθώα, σχεδόν παιδικά, και καταλήγει αποστομωτικό. Η συζήτηση για το γράμμα στον Άγιο Βασίλη θυμίζει τα χρόνια της ανεμελιάς, τότε που οι ευχές χωρούσαν σε παιχνίδια, σοκολάτες και απλές χαρές. Όμως, όσο προχωρά το σκίτσο, η παιδική αφέλεια υποχωρεί και τη θέση της παίρνει η ωμή πραγματικότητα.

Το γράμμα δεν απευθύνεται πια σε έναν μυθικό δωρητή, αλλά λειτουργεί σαν καθρέφτης της κοινωνίας. Οι επιθυμίες γίνονται βαριές, φορτισμένες, σχεδόν πικρές. Η αθωότητα αντικαθίσταται από την ανάγκη για δικαιοσύνη, αλήθεια και ξεκάθαρες απαντήσεις. Και εκεί ακριβώς ο Αρκάς πετυχαίνει το χτύπημά του: με μια φαινομενικά απλή ατάκα, αποκαλύπτει πόσο βαθιά έχουμε «μεγαλώσει» – όχι ηλικιακά, αλλά ψυχικά.

Το σκίτσο σχολιάζει με σαρκασμό τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, αλλά ταυτόχρονα θίγει ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα. Υπαινίσσεται τη διάψευση προσδοκιών, την απώλεια της εμπιστοσύνης και την κούραση μιας κοινωνίας που δεν ζητά πια θαύματα, αλλά τα αυτονόητα. Το χιούμορ δεν προκαλεί απλώς γέλιο· γεννά αμηχανία και σκέψη.

Όπως συχνά συμβαίνει στο έργο του Αρκά, το σκίτσο λειτουργεί ως σύντομο αλλά εύστοχο σχόλιο για την εποχή μας. Μας θυμίζει ότι, όταν σταματάμε να πιστεύουμε σε παραμύθια, δεν σημαίνει πως σταματάμε να ελπίζουμε· σημαίνει απλώς ότι ζητάμε την αλήθεια χωρίς περιτύλιγμα. Και αυτή η ειλικρίνεια, όσο σκληρή κι αν είναι, αποτελεί ίσως το πιο ώριμο «δώρο» από όλα.