«Oταν ήμουν νέος, ήμουν πολύ εκρηκτικός», παραδέχτηκε χαμογελώντας ο Πιερ Μπουλέζ – ο μεγάλος γάλλος συνθέτης του δεύτερου μισού του 20ού και της αρχής του 21ου αιώνα, διακεκριμένος μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του ΒΒC και της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης και ακούρα στος «απόστολος» της σύγχρονης μουσικής – όταν του θύμισα ότι κάποτε είχε αποκαλέσει τα λυρικά θέατρα «μαυσωλεία» και τις αίθουσες συναυλιών «μουσεία!».
«Ομως τώρα ξέρω ότι για να έχεις πραγματική εσωτερική δύναμη, δεν πρέπει να την επιδεικνύεις», μου εξήγησε στην πρώτη μας συνάντηση, στο στούντιο της δισκογραφικής εταιρείας ΕΜΙ στην Abbey Road του Λονδίνου, (όπου είχαν κάνει τις περισσότερες ηχογραφήσεις τους και οι Beatles!). «Ισως αυτό είναι ένα από τα πράγματα που έμαθα ως μαέστρος. Γ
νωρίζω όλα τα επίθετα που εσείς οι ξένοι, Ελληνες και Αγγλοι, συνοψίζετε ως “γαλλικά”. Αλλά δεν τα χρησιμοποιώ συχνά…» (η συνομιλία μας αποθησαυρίζεται πλέον στο βιβλίο «Maestro: Encounters with Conductors of Today», Hutchinsons, UK and Haroer & Row, USA).
Ο Μπουλέζ (1925 – 2016), ήταν αναμφισβήτητα η πιο δημιουργική μουσική ευφυΐα της εποχής, ο μόνος συνθέτης (από τα σημαντικότερα έργα του είναι το Le marteau sans maitre, Pli selon pli, Eclat/Multipleς, Rituel ως ρέκβιεμ για τον φίλο και συνάδελφό του Bruno Maderna, και το Repons), ιδρυτής, το 1977, του πρώτου Κέντρου Ηλεκτρονικής Μουσικής στον κόσμο, το IRCAM στο Παρίσι, στο υπόγειο του Centre Pompidou, που ήταν συγχρόνως και εξαιρετικός μαέστρος.
Είναι ίσως ειρωνικό ότι κατηγορήθηκε από μερικούς ως ακράτητα παθιασμένος και από άλλους ως ψυχρός και υπερβολικά εγκεφαλικός! Παραδόξως, οι δύο κατηγορίες/διαπιστώσεις ισχύουν εν μέρει, για διαφορετικούς λόγους.
Διότι από τη μια, ο Μπουλέζ ήταν φλογερά, φανατικά αφοσιωμένος στο όραμά του για τη μουσική τού τότε και του μέλλοντος, τη διάδοση της οποίας υπηρέτησε με ιεραποστολικό ζήλο. Από την άλλη, ως μαέστρο πολλοί τον εύρισκαν «κρύο», διότι τα χαρακτηριστικά του ήταν η επιμονή στη διαύγεια, την ακρίβεια και τον άψογο τονισμό, ώστε η έως τότε δυσνόητη σειριαλιστική μουσική των συνθετών της Δεύτερης Βιενέζικης Σχολής (Σένμπεργκ, Μπεργκ και Βέμπερν) αλλά και των σύγχρονων συνθετών (όπως οι Βαρέζε, Στοκχάουζεν, Μαντέρνα, Λουτσιάνο Μπέριο και Λουίτζι Νόνο), να καθίσταται κατανοητή όχι μόνο στο κοινό αλλά και τους ίδιους τους μουσικούς που καλούνταν να την ερμηνεύσουν.
Τώρα, 100 χρόνια μετά τη γέννησή του και 65 από τη δραστηριοποίησή του, τα περισσότερα πράγματα για τα οποία αγωνίστηκε είναι δεδομένα. Τότε όμως δεν ήταν καθόλου αυτονόητα.
Η μουσική των συνθετών που αναφέρθηκαν παιζόταν σπάνια και ως επί το πλείστον σε ειδικά φεστιβάλ ή εκδηλώσεις για εξειδικευμένα ακροατήρια, και οι εκτελέσεις των έργων τους ήταν τόσο ελλιπείς ώστε, όπως δικαίως επισήμαινε, «τα καθιστούσε ακόμη πιο δυσνόητα και για τους ίδιους τους μουσικούς!
Ελειπε ο απαραίτητος επαγγελματισμός, η ικανότητα, ίσως και ο πόθος για τη σωστή τους ανάλυση και ερμηνεία, και σκοπός μου ήταν να δημιουργήσω τις κατάλληλες συνθήκες για να συμβεί αυτό. Γι’ αυτό και αποφάσισα να γίνω και μαέστρος».
Οι χρυσές δεκαετίες
Αρχισε να διευθύνει από το τέλος της δεκαετίας του 1950 και για περίπου δύο δεκαετίες ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με αυτό, «ώστε τα έργα των συνθετών που αναφέρατε να γίνουν κατανοητά και ίσως οικεία για το κοινό».
Το κατάφερε σε μεγάλο βαθμό στο Λονδίνο, με την επιτυχέστατη συνεργασία του ως μόνιμος μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του ΒΒC και λιγότερο στη Νέα Υόρκη, (1971-75) ως διάδοχος του εξωστρεφέστατου Λέοναρντ Μπερνστάιν στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, πόστο που δέχτηκε, ξέροντας τις δυσκολίες που θ’ αντιμετώπιζε. «Σκοπός μου ήταν αλλάξω το μουσικό γούστο και τις συνήθειες και να εξαγάγω το επιτυχημένο πείραμα του Λονδίνου στη Νέα Υόρκη. Στη συνέχεια, οποιοσδήποτε άλλος θα μπορεί να το κάνει. Αλλά τώρα, αν δεν το κάνω εγώ, φοβάμαι ότι δεν θα το κάνει κανένας!».
Ο Πιερ Μπουλέζ γεννήθηκε στην Μονμπριζόν, κωμόπολη κοντά στη Λυών, σε μια η οικογένεια «πρότυπο μπουρζουά» με πατέρα μηχανικό και μητέρα απορροφημένη από τα οικιακά., «Τίποτε στην κληρονομικότητα ή το περιβάλλον δεν έπαιξε ρόλο στην εξέλιξή μου.
Απλά ήταν ένας σπόρος… Τα σημαντικότερα πράγματα δεν χρειάζονται εξηγήσεις». Πρωτοάκουσε κλασική μουσική όταν ο πατέρας του επέστρεψε από επαγγελματικό ταξίδι στις ΗΠΑ με ένα μικρό ραδιόφωνο, και άρχισε μαθήματα πιάνου στη γενέτειρά του και αργότερα σε κοντινή πόλη. Επίσης τραγουδούσε στη χορωδία του καθολικού σχολείου του, το οποίο τον απομάκρυνε οριστικά από την οργανωμένη θρησκεία, «με τις κούφιες, άνευ περιεχομένου πρακτικές και τελετουργίες της. Διότι όταν είσαι νέος θέλεις τα πιστεύω σου να έχουν νόημα».
Οταν αποφοίτησε, ο πατέρας του τον ήθελε μηχανικό και τον έγραψε στο Πανεπιστήμιο της Λυών αλλά τον έπεισε ότι η μουσική θα ήταν μονόδρομος για τη ζωή του. Ετσι, δεκαοκτάχρονος, ο Μπουλέζ μετοίκησε στο Παρίσι το 1943, σε μια σοφίτα στη συνοικία Μαρέ, και γράφτηκε στο Ωδείο του Παρισιού.
Δύο φορές την εβδομάδα, μάθαινε αντίστιξη με τη γυναίκα του συνθέτη Αrthur Honegger, και, έναν χρόνο αργότερα, αρμονία στην τάξη του Olivier Messiaen, ο οποίος τον θεωρούσε «τον πιο ταλαντούχο μαθητή που πέρασε από τα χέρια μου και που στο τέλος μας ξεπέρασε όλους και έγινε ο πιο σημαντικός μουσικός της εποχής. Μιλάμε για μεγαλοφυΐα».
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του βιοποριζόταν παίζοντας ondes martenot, ένα από τα πρώιμα ηλεκτρονικά όργανα, στις Folies Bergere και λίγο αργότερα, το 1946, ύστερα από σύσταση συνεργάστηκε με το διάσημο θεατρικό ζευγάρι των Jean Louis Barrault και Madeleine Renaud στον θίασό τους στο θέατρο Marigny διευθύνοντας 10-12 λεπτά περιστασιακή μουσική κάθε βράδυ και συνθέτοντας την ημέρα. (Τότε έγραψε τα πρώτα σημαντικά έργα του όπως το Visage Nuptial σε στίχους του ποιητή Rene Char, τη Σονατίνα για πιάνο και φλάουτο και δύο Σονάτες για πιάνο.) Σύμφωνα με τον Barrault, «αν και μόνο είκοσι ετών, ήταν ήδη μια ξεχωριστή προσωπικότητα, ένας συνδυασμός οργής και τρυφερότητας, επιθετικός και κατακυριευμένος από το πάθος του για τη μουσική. Τον έκανα μουσικό διευθυντή του θιάσου, και η γυναίκα μου κι εγώ γίναμε πατέρας και μητέρα του. Η συνεργασία μας κράτησε δέκα χρόνια αλλά η φιλία εφ’ όρου ζωής».
Αβανγκάρντ
Το 1953 ήταν σημαδιακή χρονιά στην εξέλιξή του.
Ο Barrault του παραχώρησε μια μικρή αίθουσα με χωρητικότητα για 200 θεατές στο πίσω μέρος του Θεάτρου, όπου εγκαινίασε Le Domaine Musical, χώρο για σειρά από συναυλίες μουσικής δωματίου, αποκλειστικά έργων του 20ού αιώνα.
Το εγχείρημα πέτυχε εντυπωσιακά και λάνσαρε τον Μπουλέζ όχι μόνο ως συνθέτη, αλλά και ως υπέρμαχο ηγέτη της avant-garde μουσικής σε όλη την Ευρώπη, με εμφανίσεις στην Κολωνία, στο φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής στο Ντόναουεσινγκεν, αλλά και στην Καλιφόρνια.
Το 1959, έπειτα από πρόσκληση της Συμφωνικής Ορχήστρας της Νοτιοδυτικής Γερμανικής Ραδιοφωνίας, ο Μπουλέζ εγκαταστάθηκε στο Μπάντεν Μπάντεν (όπου στη συνέχεια αγόρασε μια βίλα που, μαζί με ένα εξοχικό στην Προβάνς, έγινε το σπίτι του ως το τέλος της ζωής του).
Τότε πρωτοάρχισε ν’ ασχολείται και να διαπρέπει ως μαέστρος, με ντεμπούτο στην ορχήστρα Κονσέρτχεμπαου του Αμστερνταμ, την Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας και τη Φιλαρμονική του Βερολίνου.
Το 1963 έκανε θριαμβευτικό ντεμπούτο στον κόσμο της όπερας με το Βότσεκ του Αλμπαν Μπεργκ στην Οπερα του Παρισιού. Τρία χρονιά αργότερα διηύθυνε το ίδιο έργο στη Φρανκφούρτη, με σκηνοθέτη τον Βίλαντ Βάγκνερ, ο οποίος τον είχε ήδη προσκαλέσει να διευθύνει το Πάρσιφαλ στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ – καθώς και τον Τριστάνο και Ιζόλδη σε περιοδεία του Φεστιβάλ στην Ιαπωνία.
Οι δυο τους μοιράζονταν τα ίδια οράματα και απόψεις για τη μουσική και, όπως μου εξήγησε στη δεύτερη συνάντησή μας, στο καμαρίνι του μία ώρα πριν από την έναρξη συναυλίας του με την Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, «αν ο Βίλαντ Βάγκνερ δεν είχε πεθάνει πρόωρα το 1966, μάλλον δεν θα είχα δεχτεί τα πόστα στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη και αφοσιωθεί σ’ αυτόν τον τομέα, επειδή αυτό που θεωρώ ουσιώδες σε ένα έργο είναι η μεταφυσική αλήθεια, μια αλήθεια που να εναρμονίζεται με την εποχή του, όπως του Βάγκνερ. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό είναι μια μάλλον “γερμανική” αντίληψη των πραγμάτων, αλλά ομολογώ πως, για μένα, η αισθησιακή απόλαυση είναι μόνο περιορισμένο συστατικό στη μουσική. Μια όχι τυπικά γαλλική προσέγγιση…».
Βάγκνερ και Σερό
Μετά τον θάνατο του Βίλαντ, ο Μπουλέζ καταπιάστηκε ξανά με τα έργα του Βάγκνερ μόνο όταν βρήκε έναν σκηνοθέτη, όπως τον αείμνηστο Πατρίς Σερό (Patrice Chereau), με τον οποίο αισθάνθηκε παρόμοια ταύτιση και συνεργάστηκε στην ιστορική, άκρως πρωτοποριακή παραγωγή της Τετραλογίας το 1980, η οποία προκάλεσε τεράστιο σοκ και σάλο στην εποχή αλλά σημάδεψε οριστικά την πορεία της παρουσίασης των λυρικών έργων μέχρι και σήμερα.
Στην τελευταία μας συνέντευξη στο καμαρίνι του στο Παρίσι, γεμάτο από πακέτα και βάζα με ποικιλίες από κυρίως κινέζικο τσάι, ήταν ηλεκτρισμένος, καθώς η συναυλία θα άρχιζε σε μία ώρα και εξού ιδιαίτερα επικοινωνιακός. Είχε φτάσει η στιγμή στη ζωή του, είπε, να περιορίσει πλέον τη δουλειά του ως μαέστρου και να επικεντρωθεί ξανά στη σύνθεση και τη διοίκηση του IRCAM. «Ως τώρα έχω μόνο 30% του χρόνου μου για μένα και τις προσωπικές μου ασχολίες, ένας από τους λόγους για τους οποίους απέφευγα πάντα τις επιπόλαιες κοινωνικές συναναστροφές, τις δημόσιες σχέσεις, τα πάρτι μετά τις πρεμιέρες κ.λπ.».
Πώς εξηγεί τη συνήθειά του να επιστρέφει ξανά και ξανά στα έργα του και να τους προσθέτει πληθώρα λεπτομερειών που συχνά θολώνουν την αρχική τους σύλληψη και ουσία, ίσως γιατί θέλει να τα κρύψει, επειδή τα θεωρεί άκρως προσωπικά; «Θα σας πω μια κινέζικη ιστορία, σύμφωνα με την οποία ένας ζωγράφος ζωγράφισε ένα τοπίο τόσο ωραία ώστε ο ίδιος χώθηκε μέσα του και εξαφανίστηκε… Για μένα αυτός είναι ο ορισμός ενός μεγάλου έργου: ένα τοπίο τόσο καλά σχεδιασμένο ώστε ο καλλιτέχνης να εξαφανίζεται μέσα του!».
Ομως ένας συνθέτης, και μάλιστα αφοσιωμένος «σταυροφόρος» για ένα συγκεκριμένο σκοπό, δεν αισθάνεται μοναξιά μέσα σε έναν κόσμο που δεν τον καταλαβαίνει και δύσκολα ταυτίζεται με τον αγώνα του; «Οχι δεν αισθάνομαι μοναξιά. Μοναξιά νιώθεις όταν δεν έχεις τίποτε στον νου σου, όταν είσαι άδειος, χωρίς σκέψεις, χωρίς ιδέες. Αυτό είναι φρικτό. Αλλά η “πολυπληθής, δημιουργική μοναχικότητα” είναι κάτι εντελώς αλλιώτικο και πολύ σημαντικό στη ζωή… Καμιά φορά θα ήθελες αυτή η πορεία προς τους στόχους σου να ήταν πιο γρήγορη και αβίαστη… Αλλά σύντομα αντιλαμβάνεσαι ότι για να καταφέρεις κάτι, πρέπει να επιστρατεύσεις όλες σου τις δυνάμεις. Κανένας δεν επιτυγχάνει τίποτε χωρίς ανταγωνισμούς και αντιστάσεις… και το αποδέχεσαι σαν μέρος του παιχνιδιού».