Στην πολυετή πορεία του Γιάννη Μπέζου στην τηλεόραση, πολλές ήταν οι στιγμές του μπροστά στον φακό που ξεχώρισαν και οι ρόλοι που αγαπήθηκαν από το κοινό. Κανένας, ωστόσο, από αυτούς δεν έφερε το ειδικό βάρος της παρουσίας του στη «Famagusta», τη νέα σειρά του Mega σε σκηνοθεσία Αντρέα Γεωργίου και σενάριο Βάνας Δημητρίου.

Εδώ, ο έμπειρος ηθοποιός αναμετράται με το δράμα και ντύνει τον ήρωά του μ’ έναν μανδύα βουτηγμένο στην ιστορία και τους συμβολισμούς. Υποδύεται τον Αντρέα Σέκερη, έναν καταξιωμένο ποινικολόγο στην Κύπρο, επιζώντα του πολέμου μετά την τουρκική εισβολή το 1974 και πατέρα της οικογένειας που έχασε το πρωτότοκο παιδί της στη δίνη του βίαιου εκτοπισμού της.

Στον δεύτερο κύκλο των οκτώ επεισοδίων της «Famagusta», ο χαρακτήρας αυτός θα βρεθεί αντιμέτωπος με νέα διλήμματα που θα τον δοκιμάσουν. Με αυτή την αφορμή, ο Γιάννης Μπέζος μίλησε στα «Πρόσωπα».

Μπαίνοντας στον δεύτερο πλέον κύκλο επεισοδίων της σειράς, πώς βλέπετε τον ρόλο σας;

Είναι ένας μεγαλοαστός, ένας επιτυχημένος και οικονομικά εύρωστος νομικός. Εχει, όμως, ένα τραύμα: το θέμα του αγνοουμένου γιου, το οποίο δεν είναι μόνο δικό του αλλά και της οικογενείας, της συζύγου, των παιδιών του. Επί 50 χρόνια, αυτό το τραύμα που αιμορραγεί δεν υποκαθίσταται από κάτι άλλο και δεν ξεχνιέται. Νομίζω ότι αυτός είναι και ο σκοπός της σειράς, να δείξει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε κάποια πράγματα που με τον καιρό είναι σε ύφεση. Μπορεί στην Κύπρο να έχουν άλλη δυναμική αλλά στην Ελλάδα πάντα είναι λίγο πιο αποστασιοποιημένοι οι άνθρωποι και κυρίως με τον χρόνο αποδυναμώνονται λίγο αυτά. Δεν είναι μόνο μια καθολική απαίτηση το να μην ξεχνάμε, αλλά είναι και προσωπική του ήρωά μου. Αυτή είναι η δυσκολία και το ενδιαφέρον του ρόλου.

Η δραματική απόχρωση που έχει η «Famagusta» είναι μια ενδιαφέρουσα αλλαγή για σας; Γιατί στην τηλεόραση έχουμε συνηθίσει να σας βλέπουμε σε πιο κωμικές σειρές.

Εχει, αλλά δεν είναι θέμα δυσκολίας. Για μένα είναι όλα το ίδιο. Μόνο το γήπεδο αλλάζει κι υποχρεώνεσαι να παίξεις διαφορετικά μπάλα. Εδώ είναι άλλος ο σκοπός της σειράς. Εμένα με ενδιαφέρει γιατί γράφεται αυτή η σειρά, τι θέλει να πει. Αυτό προσπαθούμε να ανακαλύψουμε και αυτή είναι και η δυσκολία όταν κάνουμε τηλεόραση και μάλιστα με απαιτήσεις όπως είναι αυτή όπου αγγίζει πολύ κόσμο, μ’ ένα θέμα εθνικό με την ευρεία έννοια. Είναι ένα θέμα που ακόμα πληγώνει. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, γιατί πολλές φορές μπορεί να γίνουν λίγο γραφικά. Θέλει μία ιδιαίτερη προσοχή στο πώς τα αντιμετωπίζουμε. Επειδή εμείς στην πατρίδα μας έχουμε και την έννοια του εθνικού που δεν καταλαβαίνουμε τι είναι ακριβώς, ο καθένας δίνει μια ερμηνεία δική του, αυτό θέλει μια προσπάθεια για να έχει ενδιαφέρον.

Πόσο μας αφορά σήμερα η ιστορία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο; Γιατί νομίζω ότι η δική μας η γενιά, η νεότερη, δεν έχει μεγάλη σύνδεση με τα γεγονότα αυτά.

Η νεότερη γενιά δεν έχει σύνδεση με τίποτα από τα παλιά. Το θέμα είναι ότι και η παλιά δεν έχει θέση πια, γιατί είχε μια σύνδεση στρεβλή. Ο καθένας δίνει μια ερμηνεία στο έθνος και στην εθνική συνείδηση, ό,τι καταλαβαίνει, ενώ το έθνος είναι ένας τρόπος να συναποφασίζουμε να ζούμε. Δεν είναι μόνο τα γεωγραφικά σύνορα. Είναι ένας τόπος, οι παραδόσεις, οι συνήθειες, η γλώσσα, ο τρόπος που χαιρόμαστε, που θρηνούμε τους νεκρούς. Αυτά όλα συναποτελούν αυτό που ονομάζουμε έθνος. Ο Κυπριακός Ελληνισμός είναι Ελληνισμός. Μάλιστα θα έλεγα ότι η γλώσσα τους είναι πιο κοντά στα αρχαία ελληνικά. Το ότι αποτελεί έναν άλλο κρατικό κορμό δεν έχει καμία σημασία. Ο Ελληνισμός είναι ενιαίος. Αυτό λοιπόν πρέπει να μας απασχολεί. Οταν κάποιος εισβάλλει, δεν εισβάλλει μόνο για να μας πάρει τα χωράφια. Εισβάλλει και επιβάλλει έναν άλλο τρόπο ζωής, έναν άλλο τρόπο σκέψης και καθημερινότητας, το οποίο φυσικά δεν μπορεί να γίνει ανεκτό εύκολα από αυτούς που το υφίστανται. Αυτή είναι η στάση η δική μου τουλάχιστον απέναντι στο τι σημαίνει έθνος. Εμείς παγιδευόμαστε στο σύμβολο, στη σημαία, στον σταυρό και στα συνθήματα στα οποία είμαστε επιρρεπείς. Μας αρέσουν πολύ γιατί είναι εύκολα για να ξεμπερδεύουμε. Πρέπει λίγο να το ψάχνουμε παραπάνω, όχι μόνο ιστορικά αλλά και μέσα μας.

Μια σειρά, όπως η «Famagusta», πόσο εύκολα μπορεί να αγγίξει όλα αυτά τα θέματα μέσα από τη μυθοπλασία;

Ο κορμός της σειράς, το μυθοπλαστικό μέρος, έχει να κάνει με τον αγνοούμενο κι αυτό δίνει σαν αφορμή να υπάρχει ένας ιστορικός περίγυρος, με τη λογική της επιστροφής στο παρελθόν, ότι βλέπουμε πως γίνονται τα πράγματα με έναν τρόπο. Βεβαίως θα πει κάποιος ότι μπορεί να είναι μεροληπτικά ή από τη μεριά τη δική μας. Πιστεύω ότι είναι από τη μεριά που τα ζήσανε οι άνθρωποι αυτοί. Οταν πας να αναπαραστήσεις ιστορικά, ποτέ δεν είσαι ακριβής. Στο Κυπριακό, η ελληνική κυβέρνηση της δικτατορίας είχε πολύ μεγάλη ευθύνη. Ηταν, θα λέγαμε, προδοτική. Αλλά αυτό δεν δικαιολογεί καθόλου την τουρκική στάση μετά. Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι ο πόνος των ανθρώπων. Το να σε ξεριζώνουν από το σπίτι σου και να σου λένε ότι θα πας να μείνεις τώρα αλλού, να ζήσεις στο αντίσκηνο με 200.000 πρόσφυγες, μία πόλη να έχει διαιρεθεί και να είναι το σπίτι σου απέναντι και να μένουν κάποιοι άλλοι. Εχω ταξιδέψει στην Κερύνεια παλιότερα, στην παραλία όπου έγινε η εισβολή. Είναι τραγικά. Υπάρχουν κάποια σπίτια παλιά, παραθαλάσσια, τα οποία τα πήραν οι Τούρκοι και τα έκαναν διοικητήρια. Μια εισβολή είναι μια πάρα, πάρα πολύ βίαιη πράξη. Με τα χρόνια αυτά αρχίζουν και αμβλύνονται λίγο και οι νεότεροι δεν τα έχουν παρακολουθήσει, δεν τους αγγίζει με έναν τρόπο. Αλλά η ευθύνη των παλαιότερων και νομίζω ότι αυτή είναι και η ευθύνη της σειράς, είναι να υπενθυμίσει ότι υπάρχει και αυτό. Πρέπει να υπενθυμίζουμε, αρκεί να μη γίνεται καρφί στο κεφάλι, δηλαδή συνθήματα και γιούργια.

Οι ιστορίες των επιζώντων που μπαίνουν εμβόλιμα στη σειρά είναι γροθιά στο στομάχι.

Αυτό το κομμάτι στην Κύπρο έχει πολλή δυναμική. Στοιχίζει πολύ στους ανθρώπους, παρακολουθούν με ένταση αλλά νομίζω ότι είναι και κάτι που ενδιαφέρει κι εμάς. Ξέρετε, υπάρχει ένα κλίμα που διαμορφώνεται στις ημέρες μας πανευρωπαϊκό, παγκόσμιο, το οποίο ευνοεί πολύ τους πολέμους. Εγώ είμαι πάντα αισιόδοξος από τη φύση μου, αλλά βλέπω ότι δεν είναι και πολύ δύσκολο να βρεθούμε προ εκπλήξεων κάποια στιγμή, με όλα αυτά που γίνονται γύρω μας.

Αυτό είναι το δυστύχημα. Οτι 50 χρόνια μετά δεν έχει αλλάξει κάτι. Η παγκόσμια πολεμική μηχανή, τροφοδοτείται διαρκώς.

Αυτά δεν αλλάζουν έτσι εύκολα και δεν θα αλλάξουν. Οσα ζούμε τώρα είναι τα απόνερα της κατάρρευσης των σοσιαλιστών το 1990. Αν και τότε υπήρχε ο «τρόμος» της ισορροπίας, υπήρχε παρ’ όλ’ αυτά μια ισορροπία. Τώρα αυτά έχουν μεταφερθεί στον ευρωπαϊκό χώρο που παλιότερα ήταν αδιανόητα. Το ξεκίνημα ήταν με τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας το 2000 που είχαμε όλες αυτές τις αναταράξεις. Θα έχουμε και άλλα εκτιμώ εγώ, διότι οι ιδεολογίες έχουν υποχωρήσει. Δεν είναι καν ούτε πρόφαση ενώ παλαιότερα ήταν τουλάχιστον. Τώρα υπάρχει ένα έλλειμμα ανθρώπων με ηγετικό σκαρί που να ηγούνται των χωρών τους ανεξαρτήτως των θέσεών τους. Είναι θέμα προσωπικοτήτων. Δεν ευνοούν οι καιροί. Υπάρχει ένα παγκόσμιο φαινόμενο όπου δύσκολα εκλέγονται άνθρωποι οι οποίοι έχουν ένα κύρος και δύσκολα πολιτεύονται και δύσκολα τους προτιμάνε οι άλλοι. Συνήθως προτιμάμε τέτοιους ανθρώπους όταν είμαστε σε δύσκολη θέση, για να κάνουν τη δύσκολη δουλειά. Να θυμίσω τις περιπτώσεις του Τσόρτσιλ, του Ντε Γκολ, του Αντενάουερ, του Μιτεράν, αυτών των προσωπικοτήτων των μεγάλων. Ανθρωποι οι οποίοι είχαν ένα πολύ μεγάλο διαμέτρημα, ανεξάρτητα από τις πολιτικές θέσεις, αλλά ήταν για τα δύσκολα. Τώρα που ο πλανήτης έχει ανοίξει, νομίζουμε ότι είναι εύκολα τα πράγματα, αλλά δεν είναι τόσο. Φοβάμαι ότι θα τα βρούμε μπροστά μας.

«Αινιγματικές παραλλαγές»

«Η απομόνωση δεν οδηγεί πουθενά»

Οι φωνές που ακούγονται πλέον είναι σκοτεινές, σε κάνουν να φοβάσαι για το χειρότερο.

Και θα συνεχίσουν να ακούγονται αυτές. Διότι υπάρχει το μεγάλο πρόβλημα των πολέμων στη Μέση Ανατολή, το επισιτιστικό το αφρικανικό, των πολιτισμών με την έξαρση του Ισλάμ, και αυτή η κίνηση των ανθρώπων προς τη Δύση για μια καλύτερη ζωή. Ανθρώπων διαφορετικού χρώματος από εμάς, διαφορετικών συνηθειών, θρησκευμάτων, ιδεολογιών και τρόπων σκέψης. Πρέπει να μας τρομάζει. Αυτό θέλει μια πολύ σοβαρή αντιμετώπιση. Δεν γίνεται ούτε με φωνές ούτε με συνθήματα «αφήστε τον κόσμο να έρθει» ή «πετάξτε τους στη θάλασσα». Είναι γελοία πράγματα αυτά. Θέλει πολύ προγραμματισμό και τρόπο για να γίνει. Επίσης θέλει μια παρέμβαση, να σταματήσουν όλες αυτές οι διαμάχες που γίνονται στην Ανατολή και εν πάση περιπτώσει να τονωθούν οικονομικά αυτοί οι άνθρωποι για να μπορέσουν να παραμείνουν. Αλλιώς δεν θα παραμείνουν. Θα γυρίσουν προς τη Δύση και θα έχουμε πάλι τέτοια προβλήματα. Αυτά δημιουργούν τις τριβές και τη στροφή προς τα δεξιά.

Τέτοια δύσκολα ζητήματα βάζει και η θεατρική παράσταση «Αινιγματικές παραλλαγές» που πρωταγωνιστείτε.

Η παράσταση έχει πιο προσωπικά θέματα που έχουν να κάνουν με την τάση των ανθρώπων για μοναχικότητα και μοναξιά, την απομόνωση, η οποία και αυτή δεν οδηγεί πουθενά διότι ο άνθρωπος είναι «καταδικασμένος» να ζει μαζί με άλλους. Οσο και να προσπαθεί να βάλει πανοπλία, να θωρακιστεί πνευματικά και βιολογικά, αυτά είναι προφάσεις. Και βέβαια ότι το έργο το δικό μας δείχνει μια πλευρά των ανθρώπων της ανδρικής συμπεριφοράς, η οποία έχει τις ευαισθησίες της, τις οποίες κρύβουμε επιμελώς. Συνήθως είναι κάτι το οποίο κρύβεται διότι ταυτίζεται με την αδυναμία, ενώ κατά την άποψή μου είναι η κατάθεση μιας ευαισθησίας και της αυτοκριτικής, είναι μια γνήσια επαναστατική πράξη, πιο επαναστατική από διάφορες σοσιαλιστικές ανατροπές που ξεστομίζουμε πολλές φορές.

Εσάς ποιο στοιχείο του έργου σάς συγκινεί περισσότερο;

Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η κατάθεση μιας πλευράς, μιας εκδοχής ευαισθησίας των ανδρών κυρίως. Γιατί συνήθως στο ρεπερτόριο έχουμε να κάνουμε με τη γυναικεία ευαισθησία περισσότερο ή με τη σχέση ανδρών και γυναικών. Εδώ έχουμε τη σχέση δύο ενήλικων ανδρών, και μάλιστα ενός μεγάλου, ρόλο που υποδύομαι εγώ, ενός ανθρώπου ο οποίος τα κρύβει αυτά για να μπορέσει να επικρατήσει. Βάζει δηλαδή ένα πρόσωπο, για να μπορέσει να δείξει προς τους άλλους κάτι ενώ αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι αυτό που κρύβει. Το συγκεκριμένο στοιχείο που πραγματεύεται το έργο, εφόσον η παράσταση είναι της προκοπής, είναι που κάνει και την επιτυχία.

Εκτός από τη «Famagusta» και τις «Αινιγματικές παραλλαγές», ετοιμάζετε κάτι άλλο που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;

Δεν θα παίξω το καλοκαίρι αλλά έχω αναλάβει τη σκηνοθεσία του «Δον Κιχώτη», μια διασκευή πάνω στο έργο του Θερβάντες, την οποία έχει κάνει ο Ακης Δήμου και θα ανεβάσει ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης με ένα θίασο σε καλοκαιρινή περιοδεία.