Τι είναι προοδευτικό, τι συντηρητικό και τι τ’ ανάμεσό τους; Ακόμη και αν είναι παρατραβηγμένη η παράφραση, ισχύει, με αφορμή το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και τα πολιτικά απόνερα.

Η πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού θόλωσε τις γραμμές τόσο στη φιλελεύθερη παράταξη (η λαϊκή Δεξιά που πήρε το όπλο παρά πόδα) όσο και στα αριστερά του πολιτικού συστήματος: η παροιμιώδης αποστροφή που αποδίδεται στον Παύλο Πολάκη, «δεν μπορώ να ανέβω στα χωριά – με το που πας να πεις κάτι, μου δείχνουν την αντίθεσή τους». Παράλληλα, βουλευτές από όλα τα κόμματα – εκτός των υπερδεξιών – εκφράζουν με διαφορετικές αποχρώσεις τις ενστάσεις τους στο όνομα μιας «κοινωνίας που δεν είναι έτοιμη».

Πιθανότατα είναι η κοινωνία που «δεν ήταν έτοιμη» ούτε για τον πολιτικό γάμο στη δεκαετία του 1980 ούτε για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Κι όμως, αυτή αποδέχθηκε τελικά την ατζέντα μεμονωμένων πολιτικών που εισήγαγαν σχέδια νόμου ως προοδευτικά. Η συζήτηση ξανανοίγει επηρεάζοντας αναπόφευκτα και τη στάση κάθε κόμματος απέναντι ακριβώς στην έννοια της προόδου και της συντήρησης. Τι συνιστά «προωθημένη» πολιτική; Αυτή που ξεδιπλώνεται μόνο εξ αριστερών; Ποιοι στήνουν τα οδοφράγματα της αντίστασης; Μόνο οι δεξιοί; Και κατά πόσο η διελκυστίνδα διαπερνά οριζοντίως το κομματικό σύστημα;

«ΤΑ ΝΕΑ» απευθύνθηκαν σε τρεις αναλυτές από τον χώρο των Πολιτικών Επιστημών και της Κοινωνιολογίας για να απαντήσουν στα ερωτήματα που τέθηκαν εκ των πραγμάτων στη δημόσια σφαίρα. Γράφουν οι Βασίλης Βαμβακάς, Γιάννης Κωνσταντινίδης και Βένη Μουζακιάρη.

Εσωκομματικές κρίσεις με φόντο τα φιλελεύθερα ζητήματα

Της Βένης Μουζακιάρη

Εντός των πολιτικών κομμάτων, συχνά έχουν δημιουργηθεί εσωκομματικές κρίσεις, με αφορμή την επιδίωξη φιλελεύθερων – οικονομικά ή κοινωνικά – ηγεσιών να νομοθετήσουν αντίστοιχες φιλελεύθερες πολιτικές.  Ενώ μέχρι σήμερα μάλιστα ως κύριος καταλύτης εσωκομματικών αντιδράσεων αποδεικνύονταν η οικονομική πολιτική και οι λεγόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – ως ζήτημα ασφαλώς που αφορούσε τους πάντες – ο διάλογος σχετικά με την ισότητα στον πολιτικό γάμο και την τεκνοθεσία φανέρωσε ότι αντιδράσεις υφίστανται και μάλιστα έντονες και επί των ζητημάτων του κοινωνικού άξονα.

Ας ξεκινήσουμε βεβαίως με το εξής: ενώ πολλοί ενδεχομένως θα ανέμεναν ότι οι επικείμενες νομοθετικές εξελίξεις θα συναντούσαν τις κοινοβουλευτικές ομάδες των αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων συνεκτικές και δεκτικές, αυτό δεν συνέβη. Και ο λόγος είναι ότι δεν αναμένεται μόνο από την περιβόητη «λαϊκή Δεξιά» της ΝΔ η αντίδραση. Το ίδιο συντηρητικοί και υπερσυντηρητικοί πολιτικοί υπάρχουν σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Επιστρέφοντας στον αρχικό συλλογισμό, και με εστίαση στο κυβερνών κόμμα της ΝΔ, διαπιστώνεται ότι ανέκαθεν διαμορφώνονταν αντίπαλα στρατόπεδα εντός του κόμματος, τα οποία κυριολεκτικά ή απλώς κατ’ επίφαση, ακουμπούσαν στον ιδεολογικό άξονα, ανοικτή ή κλειστή κοινωνία, ανοικτή ή κλειστή οικονομία.

Η φιλελεύθερη πολιτική έχει ως ζητούμενο τη διαμόρφωση μιας ανοικτής, συμπεριληπτικής κοινωνίας και την άρση περιορισμών που εμποδίζουν την είσοδο στην κοινωνία αυτή των ανθρώπων.

Η φιλελεύθερη πολιτική έχει ως ζητούμενο τη διαμόρφωση μιας ανοικτής και δίκαιης οικονομίας, στην οποία θα διαμορφώνονται ίσες ευκαιρίες εξέλιξης και προόδου για όλους τους ανθρώπους, με ένα υπαρκτό κράτος πρόνοιας, το οποίο θα υποδηλώνει ότι η κοινωνική πολιτική δεν θα συνθλίβεται αλλά θα στέκεται πάντοτε αρωγός σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο για κάθε ευάλωτο συμπολίτη.

Γιατί αντιστέκονται οι βουλευτές; Ισως επειδή πιστεύουν ότι οι ψηφοφόροι τους θα τιμωρήσουν μια φιλελεύθερη τοποθέτηση από τους ίδιους. Ισως, μακριά από κάθε ιδεολογική τοποθέτηση, να επιδιώκουν να στείλουν ποικίλα μηνύματα αμφισβήτησης και δυσφορίας προς τις ηγεσίες των κομμάτων. Ισως επιπλέον να υπάρχουν και πολιτικοί, οι οποίοι αρνούνται (ίσως και για την ώρα;) να αλλάξουν τη θέση τους, συνήθως μη αποδεχόμενοι τη βιώσιμη και ζωτική στρατηγική όλων των συντηρητικών κομμάτων σχεδόν από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, ότι η επιβίωση ταυτίζεται με την προσαρμογή.

Σημείωση: Και εάν για πολλούς πολιτικούς η αντίδραση δημιουργείται υπό τον φόβο της αμφισβήτησής τους τελικά από τους ψηφοφόρους τους, η κοινωνία μπορεί και να κρύβει και κάποιες συμπληρωματικές αλήθειες ως προς την εκλογική της συμπεριφορά. Για παράδειγμα, έρευνες με θέμα την εκλογική συμπεριφορά πριν από μερικά χρόνια, αποδείκνυαν ότι οι κοινωνικά συντηρητικοί ψηφοφόροι δεν αναμενόταν να μετακινηθούν από το κόμμα της ΝΔ και να ψηφίσουν κάποιο άλλο κόμμα, ακόμη και στις εποχές των μεγάλων μετακινήσεων από τη ΝΔ (2015) – ακόμη και εάν αναμενόταν από την ηγεσία της ΝΔ ψήφιση νομοσχεδίων υπεράσπισης δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Το ίδιο ωστόσο δεν συνέβαινε με τους κοινωνικά φιλελεύθερους ψηφοφόρους, οι οποίοι μπροστά στο ενδεχόμενο ένα άλλο πολιτικό κόμμα να συνδύαζε την προάσπιση φιλελεύθερων κοινωνικών ζητημάτων (όπως π.χ. το ζήτημα των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας) με την οικονομική πρόθεση για μια φιλελεύθερη οικονομική πολιτική με ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας, θα μπορούσαν να μετακινηθούν από τη ΝΔ σε αυτό το άλλο κόμμα (ένα κόμμα μάλλον στη λογική των Βρετανών Φιλελευθέρων).

Συνεπώς τα συμπεράσματα αυτά θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν και ένα ενδεχόμενο μελλοντικό εκλογικό όφελος για την ηγεσία του κόμματος, αλλά και να «απελευθερώσουν» βουλευτές.

Συμπερασματικά, αρχές του 2024 βρισκόμαστε ενώπιον της ανάδειξης μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας για ένα ζήτημα που για ένα μέρος της κοινωνίας αντανακλά τις αποφάσεις ζωής που έχει λάβει. Θεατές εμείς στη ζωή τους, λαμβάνουμε μια υπέρμετρη δύναμη έναντι εκείνων και εκφέρουμε αφειδώς και πολλές φορές άκομψα και με άγνοια ή και αφορισμό, μια υποκειμενική άποψη, την ώρα που ζητήματα δικαιωμάτων και ισότητας βρίσκονται στο τραπέζι. Αυτή είναι μια λάθος προσέγγιση από όσους το πράττουν.

Η Βένη Μουζακιάρη είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, συγγραφέας του βιβλίου «Η Νέα Δημοκρατία και ένας φιλελευθερισμός υπό προϋποθέσεις» (εκδόσεις Παπαζήση)

Η διεκδίκηση της κανονικότητας

Του Βασίλη Βαμβακά

Το γεγονός ότι το μόνο θέμα που σήμερα τείνει να διχάσει την ελληνική κοινωνία και τα πολιτικά κόμματα στο εσωτερικό τους είναι το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών δείχνει πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα σε σχέση με περίπου 10 χρόνια πριν. Υπό αυτή την έννοια, η συζήτηση που έχει ανοίξει είναι μια αναμφισβήτητη «πρόοδος» σε σχέση με το πολύ πρόσφατο παρελθόν (αναζήτησης εξόδου από τον δυτικό προσανατολισμό και έντονου φλερτ με ολοκληρωτικές καταστάσεις), ανεξάρτητα από τη στάση που κρατάει κανείς επί του θέματος, είτε εμμένοντας στον λόγο των δικαιωμάτων είτε των παραδοσιακών αξιών.

Μπορεί η αντιπαράθεση για το νομοσχέδιο πολλές φορές να προκαλεί ακρότητες (ειδικά στα social media), ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει ότι αυτό που είναι το κεντρικό ζητούμενο στις μέρες μας είναι η «κανονικότητα». Τα ομόφυλα ζευγάρια, πέρα από κάθε λογική διάκρισης και εναλλακτικότητας και με βάση την καθολικότητα της νεωτερικής έννοιας της αγάπης, διεκδικούν μια κανονική οικογενειακή ζωή. Οι μέχρι πρότινος φανατικοί εκφραστές της οικογενειακής κανονικότητας με βάση τις βιολογικές και θρησκευτικές ορίζουσές της, εύλογα ανησυχούν και αντιδρούν. Ομως δεν πρέπει να χάσουμε από την οπτική μας γωνία ότι και οι δύο ομάδες παρά τις διαφορές τους, ουσιαστικά κονταροχτυπιούνται για τον θεσμό της οικογένειας και για το κατά πόσο αυτός θα μείνει «πατροπαράδοτος» ή θα εκμοντερνιστεί με βάση τις νέες αξίες και επιθυμίες που προκύπτουν.

Σε αυτή τη συζήτηση η παραδοσιακή πολιτική πυξίδα Αριστεράς – Δεξιάς έχει σχετική μόνο αξία. Βλέπουμε τριγμούς σε όλα τα κόμματα κι αυτό όχι τόσο στη βάση μιας ιδεολογικής κατεύθυνσης όσο τοπικής και αξιακής. Βουλευτές με μεγαλύτερη εγγύτητα σε περιοχές που εμμένουν στον παραδοσιακό ορισμό της οικογένειας διστάζουν ή δυσανασχετούν να υποστηρίξουν το νομοσχέδιο ανεξάρτητα από το εάν ανήκουν σε «προοδευτικό» ή «συντηρητικό» κόμμα. Το γνωρίζουμε καλά ότι το αξιακό σύστημα, είναι εκείνο που συνήθως μετατοπίζεται με μεγαλύτερη δυσκολία. Η δικαιωματοκρατική αντίληψη, όσο και να έχει βάσιμα επιχειρήματα νομικής τάξης, δεν παύει να αποτελεί μια προσέγγιση που ενισχύει τη ρευστότητα των πολιτικών, κοινωνικών ακόμη και βιολογικών συνθηκών της πραγματικότητας. Αυτό δεν μπορεί παρά να γεννά αντίδραση και άρνηση από όσους αναζητούν τη σταθερότητα κανόνων και αξιών του παρελθόντος.

Εκεί που τα πράγματα γίνονται πολύ πιο σύνθετα,  δεν είναι στο ζήτημα του γάμου ή της υιοθεσίας αλλά στο ζήτημα της παρένθετης μητέρας που αναγκαστικά το νομοσχέδιο φέρνει στη συζήτηση, ακόμη και αν δεν υποστηρίζει την επιλογή της. Εδώ η δικαιωματοκρατία φθάνει στα όριά της, όχι γιατί δεν υπάρχει ένα βάσιμο επιχείρημα ισότητας αλλά γιατί πολλά πράγματα που θα έπρεπε να έχουν συζητηθεί για το ζήτημα της παρενθετότητας, ανεξάρτητα από το ζήτημα των ομόφυλων ζευγαριών, δεν έχουν τεθεί επαρκώς και με σαφήνεια. Η επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη έχει φέρει τόσο μεγάλες αλλαγές που δεν έχουμε προλάβει να καταλάβουμε και να ελέγξουμε. Εκεί το προοδευτικό και συντηρητικό είναι ακόμη πιο δύσκολο να οριστεί, γιατί οι εξελίξεις συμβαίνουν πέραν ιδεολογικών ή αξιακών συστημάτων και μόνο με βάση την ανάγκη και δυνατότητα γέννησης ενός παιδιού. Η εύλογη συγκεκριμένη επιθυμία έχουμε δει όμως ότι μπορεί πολύ εύκολα να περιπέσει τόσο σε μια εμπορευματική λογική τεκνοποίησης όσο και στην επαναφορά από την πίσω πόρτα μιας νέας ευγονικής διάθεσης για «παραγγελία» ενός παιδιού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ζητήματα που μας καλούν να πάρουμε θέση όχι απλά για δικαιώματα αλλά για μια νέα διάσταση της ανθρώπινης «φύσης».

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας του ΑΠΘ

Σκιαμαχίες γύρω από την προοδευτικότητα

Του Γιάννη Κωνσταντινίδη

«Προοδευτικός». Η πλέον περιζήτητη πολιτική ετικέτα στην Ελλάδα. ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και τα υπόλοιπα κόμματα του λεγόμενου αριστερού ημισφαιρίου άλλοτε διαγκωνίζονται για την αποκλειστικότητα του δικαιώματος χρήσης του όρου και άλλοτε περιγράφουν την ανάγκη συνεργασίας έναντι της ΝΔ ως χρέος της προοδευτικότητάς τους. Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη αγωνιά να αποτινάξει από πάνω της την ετικέτα του συντηρητισμού μιλώντας για μια κοινωνία που προοδεύει. Ποιος από όλους έχει δίκιο; Και πώς τελικά τεκμηριώνεται ο προσδιορισμός κάποιου ως «προοδευτικού»;

Υπάρχουν δύο απλές ερμηνείες των παρανοήσεων γύρω από την έννοια του «προοδευτικού». Η πρώτη σχετίζεται με το γεγονός ότι η έννοια της προόδου, δηλαδή της εξέλιξης ή καλύτερα της απελευθέρωσης από κατεστημένες και μη αμφισβητούμενες πρακτικές, μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου. Για παράδειγμα, η αποποινικοποίηση της μοιχείας μπορεί να ήταν θέση με προοδευτικό πρόσημο πριν από σαράντα χρόνια, αλλά πλέον δεν αποτελεί αντικείμενο διαίρεσης σήμερα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνιστά τεκμήριο προοδευτικότητας. Ομοίως η υπεράσπιση θρησκευτικών ελευθεριών μπορεί να ήταν θέση με προοδευτικό πρόσημο στο παρελθόν, όμως η έξαρση του φονταμενταλισμού τα τελευταία χρόνια έθεσε ερωτηματικά ως προς τον βαθμό στον οποίο η ανοχή στη θρησκευτική διαφορετικότητα οδηγεί σε απελευθέρωση από κατεστημένες πρακτικές. Η δεύτερη ερμηνεία της παρανόησης προκύπτει από την άλλοτε ακούσια και άλλοτε προσχεδιασμένη ταύτιση της προόδου με τον χώρο της Αριστεράς. Η ταύτιση αυτή είναι σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένη, καθώς τα κόμματα που διεκδίκησαν την ισότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη, δηλαδή μια εξέλιξη μακριά από το κατεστημένο των ταξικών ανισοτήτων, υπήρξαν εκείνα που διεκδίκησαν και τη φυγή από το πλαίσιο μιας ηθικολογίας που έθετε στεγανά στις συμπεριφορές των πολιτών στο όνομα μιας αφηρημένης έννοιας τάξης ή παράδοσης. Ωστόσο, τα αριστερά κόμματα δεν υπήρξαν τα μόνα που εξέφρασαν μια τέτοια διεκδίκηση, καθώς τέτοιες θέσεις εκφράστηκαν εξ αρχής και από φιλελεύθερα κόμματα στην Ευρώπη, και κατά συνέπεια η ταύτιση της Αριστεράς με την έννοια της προόδου δεν είναι δικαιολογημένη.

Με την έννοια του «προοδευτικού» να μεταβάλλεται στον χρόνο και τις πολιτικές που ενισχύουν τη χειραφέτηση της κοινωνίας από αγκυλώσεις του παρελθόντος να υιοθετούνται από κόμματα πέραν του αριστερού ημισφαιρίου, συμπεραίνεται ότι η προοδευτικότητα ως πολιτική έννοια δεν μπορεί να έχει συγκεκριμένη ιδιοκτησία. Η ατεκμηρίωτη χρήση του όρου στον δημόσιο λόγο φτάνει συχνά να αποκρύβει την ουσία των πεποιθήσεων που ασπάζεται κάθε κόμμα και φυσικά οδηγεί σε σκιαμαχίες χωρίς καμία προστιθέμενη αξία μεταξύ των κομμάτων. Προφανώς βεβαίως η κατάχρηση του όρου αποτελεί συνειδητή επιλογή των κομμάτων στην Ελλάδα, καθώς επιλέγοντας να χρησιμοποιούν ως στοιχείο προσδιορισμού τους την ιστορία, τα σύμβολα και τις ετικέτες, αποφεύγουν τη δυσκολότερη και πολυπλοκότερη περιγραφή των πολιτικών τους προτάσεων. Ομως είναι οι δημόσιες πολιτικές εκείνες που μπορούν να χαρακτηριστούν – σε δεδομένο τουλάχιστον χρόνο – ως προοδευτικές. Κάθε πολιτική που στηρίζει τη χειραφέτηση της κοινωνίας από στερεότυπα και θέσφατα είναι μια προοδευτική πολιτική. Και κάθε πολίτης ή φορέας που συγκροτεί ένα πλέγμα προτιμήσεων για τέτοιου τύπου πολιτικές είναι ένας προοδευτικός δρων.

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Συμπεριφοράς και Μεθοδολογίας Πολιτικής Ερευνας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας