Οι δημοσκοπήσεις φέρνουν πλέον τον ΣΥΡΙΖΑ για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια τρίτο κόμμα. Το γιατί, είναι προφανές: τα όσα έχουν συμβεί μετά την εκλογή Κασσελάκη στην αρχηγία του κόμματος (από τη βάση του και με τους κανόνες των παλιών) έχουν φέρει αυτό το αποτέλεσμα μέσα από τη διάσπαση που ήδη συντελείται κατά κύματα. Ετσι, έχει ήδη διαμορφωθεί ένα κόμμα το οποίο σε μεγάλο βαθμό είναι απαλλαγμένο από τους αρχαιοαριστερούς μανδαρίνους και πραιτωριανούς του, που έφυγαν και προφανώς ποσοτικά είναι τώρα μικρότερο απ’ ό,τι ήταν πριν: αυτή ακριβώς είναι η πιο δύσκολη στιγμή κάθε μετασχηματισμού. Και δεν θα έπρεπε να παραξενεύει κανέναν. Αντίθετα. Αλλωστε, το πώς θα εξελιχθεί αυτό το κόμμα έγινε ζητούμενο  από τις άγριες συνεχείς ήττες του, όχι λόγω Κασσελάκη. Και πράγματι το «πώς» είναι ασαφές. Εκτός και αν γίνει κάτι ακόμα χειρότερο απ’ ό,τι ήταν πριν. Και ένας βέβαιος τρόπος γι’ αυτό είναι να ηττηθεί τελικά ο Κασσελάκης.

Εδώ λοιπόν πρέπει να θυμηθούν όλοι πόσο πρόβλημα έχει υπάρξει για την Ελλάδα ένα «αριστερό» κόμμα που κατάφερε όπως κατάφερε να γίνει για κάποιο διάστημα, όχι μικρό, εξουσία και μάλιστα παρέα με τη «μαύρη αδελφή ψυχή του», την Ακροδεξιά. Και τι έκανε όταν το κατάφερε. Και τώρα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτό επιτέλους ξεκαθαρίζει, υπάρχει ενόχληση: «όχι, να μείνει όπως ήταν, επειδή δεν μας αρέσει ο Κασσελάκης». Σοβαρά; Αυτό είναι το θέμα; Ή το ποιος θα επικρατήσει;

Πολιτικά ο Κασσελάκης δεν μπορεί να κρίνεται απλώς ως «ΣΥΡΙΖΑ». Οποιος δεν το αντιλαμβάνεται πρέπει να σκεφτεί εξ αρχής πώς «διαβάζει» την πολιτική πραγματικότητα. Ο Κασσελάκης κρίνεται ως μοχλός ανανεωτικής μετάλλαξης ενός χώρου που έχει βγάλει τόσες αράχνες ώστε είχαν τυλίξει μια ολόκληρη χώρα. Μόνο έτσι κρίνεται. Και αντί γι’ αυτό, υπάρχουν πολλοί που τον κρίνουν ως «απολιτικό», ως «μη έχοντα θέσεις», ως το ένα ή το άλλο.

Λες και εκείνοι που εκπαραθύρωσε και που είχαν θέσεις, έστω και προϊστορικές, τις τίμησαν. Οχι βέβαια. Τις εξευτέλισαν με τον χειρότερο τρόπο: τις πούλησαν ψυχρά. Και τώρα πάλι τις θυμήθηκαν και τις επικαλούνται! Και μετά το πρόβλημα είναι ο Κασσελάκης που… δεν έχει.

Οι κομματικοί πολέμιοί του συγκροτούν ένα δάσος ανευθυνότητας, ιδεολογικής τρομοκράτησης των αντιπάλων και φανατισμού, βαθιά αντιλαϊκού που περιφρονεί ωμά την ίδια του τη βάση. Που έχει δείξει τι κακό μπορεί να κάνει. Και ενώ υπάρχει μία μοναδική ευκαιρία για την αποψίλωσή του, ένα τείχος ορθώνεται εναντίον εκείνου που καθαρίζει. Ο Κασσελάκης έχει πλήθος τρωτά.

Η αγωνιώδης υποτακτική αναγωγή του σε «φαινόμενο» διά, εντέλει, de facto προπαγανδιστικού βιβλίου μέσω δήθεν επιστημονικής προσέγγισης στα… 35 του, προστέθηκε λίαν αρνητικά σε αυτά. Αν κάποιοι όντως ήθελαν να ερευνήσουν επιστημονικά ένα πολιτικό «φαινόμενο» όπως διατείνονται, θα το έκαναν ουδέτερα. Χωρίς τον ίδιο, χωρίς φίλιους, ή, τότε, τουλάχιστον και με γνήσιους αντιπάλους ή κριτικά σκεπτόμενους. Πάντως ούτε έτσι, ούτε τώρα, ούτε βεβαίως ως «ξεπέτα». Ομως τρωτά ποιος δεν έχει; Αλλά αν ηττηθεί, θα έχει κλάμα (όπως του Τσίπρα που πληρώθηκε με πολύ χειρότερο «νόμισμα» απ’ ό,τι πλήρωσε τον Αλαβάνο).

Αν ηττηθεί ο Κασσελάκης θα έχει νικήσει το είδος εκείνο της υπερφίαλης ολοκληρωτικής αρχαιοοαριστεράς που όποιον δεν είναι πλήρως υποταγμένος στα κελεύσματά της τον βαφτίζει βρώμικα «φασίστα». Και έπειτα πρέπει να αποδείξει όχι απλώς ότι δεν είναι φασίστας, αλλά ότι δεν είναι ελέφαντας. Και που όταν πιάνει κάτι στα χέρια της και το καταστρέφει και αυτοδοξάζεται. Που έκλεισε τις τράπεζες αλλά ακόμα σκέπτεται τα δύο νομίσματα. Που η λέξη «πατρίδα» της προκαλεί ναυτία και επιμένει να «μοιράσουμε» το Αιγαίο. Που ακόμα την ενοχλούν οι Αμερικανοί και η Δύση. Και που αν καταστεί τροπαιοφόρα με το «κεφάλι» του Κασσελάκη στο πιάτο θα επιστρέψει τρισχειρότερη.