Το χάρισμα του Herbert von Karajan, την ενέργεια του Claudio Abbado και τη φιλοσοφία του Sergiu Celibidache. Οι θρύλοι του πόντιουμ αποτελούν πρότυπα για τους περισσότερους μαέστρους, όπως και για τον Deun Lee. Ισχυρές όμως ήταν οι επιρροές για τον Κορεάτη αρχιμουσικό και από τους μέντορές του: η ακρίβεια του Jorma Panula, η ιδεολογία του Michel Tabachnik και η εκφραστικότητα του Antonello Allemandi. Ο νικητής του περσινού Masterclass και διαγωνισμού Διεύθυνσης Ορχήστρας της Φιλαρμόνιας, μιλάει στα ΝΕΑ λίγο πριν ανέβει στο πόντιουμ για την συναυλία «Μύθοι και Πνοές» στο νέο Αμφιθέατρο «Ιωάννης Δεσποτόπουλος» του Ωδείου Αθηνών , για τα αριστουργήματα που θα ερμηνεύσει , αλλά και ότι τον εμπνέει και τον κάνει να ονειρεύεται

Τι σας ενέπνευσε να ακολουθήσετε την καριέρα του μαέστρου;

Πάντα ήθελα να γίνω μαέστρος, αλλά για να γίνεις μαέστρος πρέπει να εξοικειωθείς με διαφορετικά όργανα, τραγουδιστές, συνθέσεις και πολιτισμούς. Αλλά το πιο σημαντικό πράγμα που με έκανε να επιλέξω αυτό το μονοπάτι είναι το ίδιο το αποτέλεσμα της μουσικής σύμπραξης με τους μουσικούς που έχω μπροστά μου: το πόσο πολύ απόλαυσε τη συναυλία το κοινό. Ήμουν πιανίστας και τραγουδιστής και ο καλύτερος τρόπος για να συνδυάσω αυτά τα δύο είναι να γίνω μαέστρος στο πόντιουμ. Μου αρέσει να καθοδηγώ και να ενθαρρύνω την ομάδα και μου αρέσει να δίνω νόημα στην κάθε στιγμή.

Ποιες είναι οι καλλιτεχνικές σας επιρροές;

Ό,τι υπάρχει γύρω μου επηρεάζει το καλλιτεχνικό μου αισθητήριο και τις γνώσεις μου. Η φύση, οι τέχνες, η λογοτεχνία, οι παραστάσεις που παρακολουθώ και η μουσική που ακούω, οι γλώσσες που ακούω σε όπερες, η θρησκεία, η επιστήμη και η φιλοσοφία.

Ξεκινήσατε από τη Νότια Κορέα, περάσατε από την Αμερική, την Ιταλία και συνεχίσατε την περιπλάνησή σας. Πού θα θέλατε να καταλήξετε, και γιατί;

Γεννήθηκα στη Σεούλ της Νότιας Κορέας και μετακόμισα στο Μιλάνο της Ιταλίας όταν ήμουν μικρός. Πρακτικά έκανα τις περισσότερες σπουδές μου συμπεριλαμβανομένου του πιάνου, της φωνητικής και της διεύθυνσης, στο Μιλάνο της Ιταλίας, ενώ έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στη Νέα Υόρκη για να αποκτήσω περισσότερη εμπειρία. Αυτό σημαίνει ότι έχω αυθόρμητα υιοθετήσει την Ευρωπαϊκή κουλτούρα και είμαι σίγουρος πως η Ευρώπη θα αποτελέσει τη βάση της μουσικής μου ζωής. Θα ταξιδεύω πολύ και στην Ευρώπη είναι πολύ εύκολο να έχεις πρόσβαση σε διαφορετικές χώρες, πολιτισμούς και μουσικά περιβάλλοντα. Στο μέλλον θα ταξιδέψω επίσης στη Νότια Κορέα και στην Αμερική για παραγωγές και συναυλίες, αλλά νιώθω ότι η Ευρώπη γενικά θα είναι πάντα το σπίτι μου.

Πώς αισθανθήκατε για τη συμμετοχή σας και τη βράβευσή σας στο Διεθνές Masterclass Διεύθυνσης Ορχήστρας της Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Αθηνών;

Η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών έχει μια πολύ αφοσιωμένη, ενεργή και προσεκτική στάση απέναντι σε όποιον συμμετέχει στο Masterclass. Η διοργάνωση και οι μουσικοί βοηθούν τους συμμετέχοντες να βαδίσουν στο μονοπάτι της επιτυχίας. Αυτή η προσέγγιση μας διδάσκει να συμμετέχουμε στη μουσική με τα μέλη της ορχήστρας, μας μαθαίνει τον αλληλοσεβασμό και μας βοηθάει να δημιουργήσουμε σπουδαία μουσική όλοι μαζί. Χάρηκα ιδιαίτερα που επιλέχθηκα ως νικητής, αλλά κατά τη διάρκεια του Masterclass κανείς δεν ένιωσε ότι συμμετέχει σε διαγωνισμό. Όλοι μας ανταποκριθήκαμε στη μουσική του άλλου, μάθαμε από όλους και ήμασταν σαν ομάδα, σαν οικογένεια. Αυτό οφείλεται και στην καθοδήγηση του μαέστρου Μιχάλη Οικονόμου που υπήρξε δάσκαλος, μέντορας αλλά και φίλος και συνάδελφός μας. Πραγματικά έμαθα πολλά και συνιστώ σε όλους τους συναδέλφους μαέστρους στον κόσμο να συμμετάσχουν στο Masterclass.

Τι θα παρουσιάσετε το Σάββατο 25 Φεβρουαρίου στο Ωδείο Αθηνών;

Θ ακούσετε 3 διαφορετικούς συνθέτες: Μπρούκνερ, Σμέτανα και Βάρβογλη: Την «Ποιμενική Σουίτα» για έγχορδα του Μάριου Βάρβογλη, τον «Μολδάβα» του Μπέντριχ Σμετάνα και την 3η Συμφωνία του Άντον Μπρούκνερ, την έκδοση του 1877.

Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή των κομματιών;

Ο Μπρούκνερ και ο Σμέτανα γεννήθηκαν το ίδιο έτος, το 1824. Εκείνη την εποχή, η Τσεχία βρισκόταν υπό την Αυστριακή Αυτοκρατορία. Ο Σμέτανα εκφράζει σε όλο του το έργο το κίνημα της ανεξαρτησίας από την Αυστρία, ενώ ο πατριωτισμός και η αγάπη του για τη χώρα του εκφράζονται καλά στο «Μολδάβα» από τη συλλογή «Η πατρίδα μου», μια σύνθεση του 1874. Ο Μπρούκνερ συνέθεσε την 3η Συμφωνία αρχικά μεταξύ 1872-73, δηλαδή τοποθετείται χρονολογικά πολύ κοντά στον «Μολδάβα» του Σμέτανα. Η συμφωνία του Μπρούκνερ που θα ακούσετε είναι η αναθεωρημένη έκδοση του 1877 η οποία είναι αφιερωμένη στον Βάγκνερ. Είναι πολύ ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε και να συγκρίνουμε τη φιλοσοφία και τα συναισθήματα δύο διαφορετικών συνθετών, αυτά που τους οδήγησαν να δημιουργήσουν τέτοια μουσικά αριστουργήματα. Όσο για το κομμάτι του Μάριου Βάρβογλη, μου είναι ιδιαίτερα σημαντικό που θα ερμηνεύσω τη μουσική ενός Έλληνα συνθέτη στη συναυλία μου στην Αθήνα και μάλιστα στο Ωδείο που δίδαξε.

Ποιος είναι για εσάς ένας συνθέτης-πρόκληση;

Εξαιρώντας τους Ιταλούς και Γάλλους συνθέτες όπερας, θαυμάζω πάντα το έργο του Μπετόβεν, και ειδικά την 9η συμφωνία του, η οποία είναι η πρώτη χορωδιακή συμφωνία που γράφτηκε. Δεδομένου ότι μου αρέσει πολύ η φωνητική μουσική, όπως και η όπερα, οι χορωδιακές συμφωνίες είναι μια πρόκληση που θέλω να κατακτήσω. Ελπίζω να ερμηνεύσω την 9η συμφωνία του Μπετόβεν στην Αθήνα στο άμεσο μέλλον.

Ποια είναι τα επόμενά σας σχέδια;

Είμαι καλλιτεχνικός διευθυντής του Bell’Opera Festival στο Μιλάνο και προετοιμάζουμε παραγωγές όπερας κάθε χρόνο, ενώ στο μεταξύ θα πάω στη Γαλλία για να συμμετάσχω σε παραγωγές του Φάλσταφ. Στη συνέχεια, θα συμμετάσχω σε παραγωγές όπερας όπως Φάουστ, Ντον Τζοβάννι και Κάρμεν, και θα διευθύνω συναυλίες. Μόνιμος στόχος μου είναι να δημιουργώ μουσική με καλλιτέχνες και μουσικούς. Ελπίζω να επιστρέψω στην Αθήνα στο μέλλον για να απολαύσω πάλι τη μουσική της ατμόσφαιρα.