Η Ελλάδα θρηνεί τους δύο πιλότους του μοιραίου F-4 Φάντομ του σμηναγού, Ευστάθιου Τσιτλακίδη και του συγκυβερνήτη του, Μάριου – Μιχαήλ Τουρούτσικα που έχασαν τη ζωή τους όταν το αεροσκάφος στο οποίο επέβαιναν κατέπεσε σε θαλάσσια περιοχή κοντά στην Ανδραβίδα.

Σαν ένα deja vu της ζωής ο αντιπτέραρχος ε.α Κωνσταντίνος Ιατρίδης, περιέγραψε πως γλίτωσε ο ίδιος στις 19 Ιουνίου 1984, όταν το Φάντομ στο οποίο επέβαινε παρουσίασε μηχανική βλάβη και οι δύο κινητήρες πήραν φωτιά.

«Ενώ ήμουν μέσα στο κόκπιτ, ξαφνικά βλέπω το φωτάκι του δεξιού κινητήρα το κόκκινο που σημαίνει «φωτιά» να ανάβει. Μετά άναψε και το αριστερό λαμπάκι που σημαίνει «φωτιά» στον άλλο κινητήρα και στη συνέχεια άναψε και το «overheat» που σημαίνει υπερθέρμανση», είπε αρχικά μιλώντας στον Alpha και γυρνώντας πίσω στον χρόνο 40 χρόνια.

«Δεν υπήρχε άλλη λύση και είπα στον συγκυβερνήτη μου «τελικά είμαστε πολύ γκαντέμηδες». Πιάνω τη χειρολαβή αφήνοντας το χειριστήριο για να εγκαταλείψω», συμπλήρωσε.

Στη συνέχεια ο αντιπτέραρχος αναφέρθηκε στις σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό του και τις ώρες αγωνίας ενώ εγκατέλειπε το φλεγόμενο Φάντομ.

«Πολλές σκέψεις δημιουργήθηκαν στο μυαλό μου, γιατί να τύχει αυτό σε εμένα, γιατί Θεέ μου να πεθάνω τόσο νωρίς, έχω γυναίκα, έχω οικογένεια, έχω γονείς, έχω συναδέλφους που με περιμένουν δεν μπορώ να πεθάνω, είναι άδικο», είπε ακόμα ο κ. Ιατρίδης.

«Όταν εκτιναχθήκαμε και άνοιξε το αλεξίπτωτο και συνήλθα, από τη μεγάλη φασαρία που επικρατούσε στο αεροσκάφος, ξαφνικά επικράτησε η απόλυτη ησυχία. Αμέσως χάρηκα, ξαναγεννήθηκα γατί αντιλήφθηκα ότι είμαι ζωντανός. Η χαρά μου μετατράπηκε σε αγωνία γιατί βλέποντας τη θάλασσα να ασπρίζει και τα μποφόρ να είναι μεγάλα, έπρεπε να αφιερωθώ και να αφοσιωθώ στη διάσωσή μου», είπε ακόμα.

Πάλευε έξι ώρες με τη μανιασμένη θάλασσα

Για έξι ώρες ο κ. Ιατρίδης πάλευε με τα μανιασμένα κύματα στο απόλυτο σκοτάδι.

«Η προσπάθειά μου από εκεί και πέρα ήταν να πάρω το κυτίο διασώσεως, το οποίο το άνοιξα και βρήκα το πρώτο βοήθημα που ήταν ο ασύρματος. Κατάφερα και βρήκα τον τρόπο να λειτουργήσω τον ασύρματο και έδωσα αναφορά», είπε ακόμα.

«Την ώρα που μίλαγα βλέπω το άλλο αεροσκάφος να είναι από πάνω μου χαμηλά και λέω από μέσα μου ευτυχώς με εντόπισαν. Μου λένε «μην ανησυχείς θα έρθουν να σε σώσουν». Χαμογέλασα βέβαια γιατί ήξερα ότι δεν υπήρχαν όμως τότε ελικόπτερα νυχτερινής διάσωσης, τύπου Super Puma», προσέθεσε και περιέγραψε τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισε.

«Έπρεπε να περιμένω να έρθει το καραβάκι από το Κατάκολο για να με μαζέψει. Κρύωνα μέσα στα παγωμένα νερά. Ο αέρας όταν ανέβαινε στην κορυφή του κύματος ήταν τόσο παγωμένος που πιρούνιαζε τα κόκαλά μου κι όταν έπεφτε μεταξύ των δύο κυμάτων οι σταγόνες από τα κύματα, έρχονταν σαν βροχή και τουρτούριζα».

«Όμως σκεφτόμουν ότι ήθελα να ζήσω. Ποθούσα, λαχταρούσα να ζήσω γιατί με περίμενε μια οικογένεια, ένα παιδί, η γυναίκα μου οι γονείς μου, οι συνάδελφοί μου. Ευτυχώς ο προφήτης Ηλίας μας έσωσε και είναι ο τρίτος προστάτης μετά τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και την Παναγία», κατέληξε ο αντιπτέραρχος ε.α.