Δεκέμβριος του 1980. Την απόφασή του την έχει πάρει από καιρό. Το ζητούμενο ήταν να βρει το κουράγιο να την κάνει πράξη. Α, και κάτι ακόμα. Να έχει μαζί του, τα κατάλληλα «εργαλεία». Δεν μπορούσε να αφήσει τίποτα στην τύχη.

Εγκατέλειψε τη δουλειά του και πήγε σε οπλοπωλείο στην πόλη όπου κατοικούσε. Μπήκε στο μαγαζί ζητώντας 22άρι περίστροφο. Τελικά ο υπάλληλος τον έπεισε να αγοράσει 38άρι. «Με το πρώτο ο διαρρήκτης θα βάλει τα γέλια. Με το 38άρι κανείς δεν θα γελάσει μαζί σου. Μία μόνο σφαίρα να ρίξεις τον καθάρισες», του είπε. Και τον έπεισε. Αγόρασε και σφαίρες. Τηλεφώνησε και στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αεροπορίας για να μάθει πώς θα τα μεταφέρει. Τον συμβούλευσαν να πακετάρει το όπλο με τις σφαίρες («να μην ξεχάσω τις σφαίρες» έλεγε συνεχώς στον εαυτό του) σε βαλίτσα. Αυτό έπραξε. «Πρέπει να είμαι μεθοδικός και ψύχραιμος», σκέφτηκε. Αν και οι σφαίρες κοίλης αιχμής είναι παράνομες στη Νέα Υόρκη. Αλλά το ρίσκαρε…

Το αεροπλάνο από τη Χαβάη προσγειώθηκε στο Λα Γκουάρντια. Στο αεροδρόμιο έμοιαζε αόρατος. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Κατά κάποιον τρόπο όλη του τη ζωή είναι αόρατος. Αυτό όμως του δίνει ένα ξεχωριστό τακτικό πλεονέκτημα. Μπορεί να αναμειχθεί οπουδήποτε με το πλήθος χωρίς να δείχνει απειλητικός. «Πρέπει να φαίνομαι φυσιολογικός κάθε στιγμή», σκέφτεται.

Ο Χόλντεν Κόλφιλντ

Βγαίνει έξω στον έντονο ήλιο. Σταματάει ένα ταξί, με τις σκέψεις του να γυρνάνε στις πέντε σφαίρες που είναι πακεταρισμένες δίπλα στο όπλο του. Από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αεροδρομίου τού είπαν ότι οι μεταβολές της ατμοσφαιρικής πίεσης θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιά στις σφαίρες. «Μήπως δεν τα καταφέρω;». Κουβαλούσε κι ένα βάρος. Δεν έπρεπε να προδώσει τον ήρωά του. Τον Χόλντεν Κόλφιλντ.

Ηταν στιγμές που αναρωτιόταν αν ήταν αληθινό ή φανταστικό πρόσωπο. Ή μήπως ήταν ο ίδιος; Κάποτε ήθελε να αλλάξει το όνομά του σε Χόλντεν Κόλφιλντ. Ούτε που θυμάται αν το έκανε. Γνωρίστηκαν όταν πρωτοδιάβασε το μυθιστόρημα «Ο Φύλακας στη σίκαλη» του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Ο Κόλφιλντ ήταν το σύμβολο και της δικής του εξέγερσης. Αλλά τώρα δεν είχε χρόνο για τέτοιες σκέψεις. Πήρε ταξί από το Λα Γκουάρντια για το Μανχάταν. Συγκεκριμένα στο κτίριο διαμερισμάτων Ντακότα που βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία της 72ης Οδού και της Central Park West. Τον ενόχλησε η αδιαφορία του ταξιτζή όταν του είπε ότι δουλεύει ηχολήπτης στους Τζον Λένον και τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ. «Αν ήξερες όμως τι πρόκειται να κάνω, δεν θα με αντιμετώπιζες σαν άνθρωπο του πουθενά» σκέφτηκε κοιτάζοντας αγριεμένος τον οδηγό. Το «Nowhere Man» είναι ένα τραγούδι από το αγαπημένο του συγκρότημα, τους Beatles. Ηταν το αγαπημένο του συγκρότημα, τουλάχιστον μέχρι που διαλύθηκαν. Και επίσης δεν έχει συγχωρήσει ακόμη τον Τζον Λένον που είπε ότι οι Beatles ήταν πιο δημοφιλείς από τον Ιησού. Αυτό ήταν βλασφημία.

Τον Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν είχαν ενοχλήσει και άλλα πράγματα. Τον Οκτώβριο του 1980, το περιοδικό «Esquire» δημοσίευσε ένα προφίλ για τον Λένον, το οποίο απεικόνιζε τον πρώην Beatle ως έναν εκατομμυριούχο που είχε χάσει την επαφή με τους θαυμαστές του και τη μουσική του. Ο Τσάπμαν είδε τον πρώην Beatle ως τον απόλυτο υποκριτή που περιγράφεται στο μυθιστόρημα του Σάλιντζερ. Αρχισε να διαβάζει ό,τι μπορούσε για τον σταρ. Ακουγε κασέτες του καθισμένος γυμνός στο σκοτάδι, φωνάζοντας «Τζον Λένον, θα σε σκοτώσω, ψεύτικε μπάσταρδε!».

Η μέρα του φόνου

8 Δεκεμβρίου 1980. Τα είχε προετοιμάσει όλα. Είχε γίνει «φίλος» εδώ και ημέρες με τον φύλακα του Ντακότα. Ο τελευταίος μάλιστα τον σύστησε με χαρά στη βοηθό του πρώην Σκαθαριού Ελεν Σίμαν όταν έφτασε στο κτίριο μαζί με τον πεντάχρονο γιο του Λένον, Σον. Ο Τσάπμαν ενθουσιάστηκε με το πόσο χαριτωμένο ήταν το αγόρι.

Εν τω μεταξύ ο Τζον Λένον είχε κουραστική μέρα. Αφού ποζάρισε με τη Γιόκο Ονο για τη διάσημη φωτογράφο Ανι Λίμποβιτς, στη συνέχεια κουρεύτηκε και έδωσε την τελευταία του συνέντευξη, η οποία ήταν στον Ντέιβ Σόλιν, DJ από το Σαν Φρανσίσκο. Επρεπε να πάει και στο στούντιο. Κατά την έξοδο από το Ντακότα, ο φύλακας του σύστησε τον Τσάπμαν. Ο τελευταίος έδωσε στον Τζον να υπογράψει το άλμπουμ «Double Fantasy». Ο Λένον έβαλε την υπογραφή του και το έδωσε πίσω.

Νωρίς το απόγευμα, όταν τον πρωτοείδε, δεν ένιωσε έτοιμος να δράσει. Αλλά δεν έφυγε. Περίμενε. Ηταν πια 22:50. Ο,τι ήταν να γίνει έπρεπε να γίνει. Είχε προετοιμαστεί άλλωστε από το πρωί. Είχε αγοράσει ένα νέο βιβλίο του «Φύλακα στη σίκαλη» και έγραψε στο εσώφυλλο: «Για τον Χόλντεν Κόλφιλντ από τον Χόλντεν Κόλφιλντ. Αυτή είναι η δήλωσή μου – Ο φύλακας στη σίκαλη». Διαβάζει ξανά αυτό που έγραψε. Χαμογελάει. «Θα γραφτεί ιστορία», θυμίζει στον εαυτό του. «Το πλήρωμα του χρόνου έφτασε». Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τα άφησε όλα τακτοποιημένα. Δεν θα ξαναγύριζε εκεί. Οποια κι αν ήταν η κατάληξη.

Επιτέλους. Μια μαύρη λιμουζίνα σταματάει στο φανάρι στη γωνία. Ο Μαρκ βάζει το χέρι στην τσέπη. «Λες να ήρθε η μεγάλη στιγμή;» αναρωτιέται τη στιγμή ακριβώς που η αδρεναλίνη τον πλημμυρίζει. Νιώθει το πρόσωπό του να καίει. Κρατάει τόσο σφιχτά το 38άρι που το χέρι του έχει μουδιάσει. Η λιμουζίνα σταματάει μπροστά στο πεζοδρόμιο. «Μήπως δεν είναι Αυτός;» αναρωτιέται για μια ακόμη φορά. Αλλωστε μένουν και άλλοι διάσημοι στο Ντακότα. «Καταραμένες αμφιβολίες θα με διαλύσετε». Η Γιόκο βγαίνει πρώτη απ’ το αυτοκίνητο. Την ακολουθεί ο Τζον. Τον κοιτάζει αδιάφορα. «Τώρα» ουρλιάζει μια φωνή. «Μα ποιος είναι;». Δεν περιμένει απάντηση.

Ο Λένον τού έχει γυρισμένη την πλάτη. Δεν βλέπει ούτε την κίνηση, ούτε το όπλο. Ο Μαρκ πυροβολεί, από κοντινή απόσταση. Ο ήχος είναι δυνατός και τον εξιτάρει. Δεν ήξερε αν οι σφαίρες θα έκαναν τη δουλειά τους. Φοβόταν ότι μπορεί να είχαν υποστεί ζημιά κατά τη διάρκεια της πτήσης κι ότι δεν θα λειτουργούσαν σωστά.

«Βοήθεια, βοήθεια», φωνάζει η Γιόκο. «Τον πυροβόλησαν», ουρλιάζει. «Ελάτε κάποιος, γρήγορα». Τραβάει τη σκανδάλη ξανά. Δουλεύουν, σκέφτεται καθώς πυροβολεί ξανά και ξανά τον Λένον στην πλάτη και τον ώμο. Παραδόξως, εξακολουθεί να είναι όρθιος. Παραπατάει προς τα σκαλιά του Ντακότα. Του πέφτουν μερικές κασέτες που κρατούσε στα χέρια και σωριάζεται μέσα στο φυλάκιο.

«Δεν θα επιβιώσεις απ’ αυτό. Είσαι νεκρός. Επιτέλους, είμαι διάσημος. Εγραψα ιστορία».

  • Στοιχεία, αποσπάσματα και κυρίως έμπνευση – όπου η μυθοπλασία συναντά την πραγματικότητα ή και το αντίστροφο – από το βιβλίο του James Patterson «Οι τελευταίες μέρες του Τζον Λένον» (εκδόσεις Δίχτυ).