Το πολυπόθητο «ναι» σε μια πρόταση γάμου αργεί να έρθει, ενώ αρκετές γυναίκες επιλέγουν τελικά να μην ανέβουν τα σκαλιά της εκκλησίας ή του δημαρχείου. Η ένταση και το… ημερολόγιο των γάμων έχουν μεταβληθεί τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας, με αποτέλεσμα την αλλαγή του οικογενειακού μοντέλου, επηρεάζοντας ταυτόχρονα τον ερχομό ή όχι του πρώτου παιδιού.

Δεκαετία-«ορόσημο» αυτή του 1980: από τότε και έπειτα καταγράφεται έντονη αλλαγή στις νοοτροπίες, τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές αναφορικά με τον γάμο. Τα επιστημονικά δεδομένα του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας είναι αποκαλυπτικά: Γυναίκες και άνδρες παντρεύονται λιγότερο – κάποιες, δε, γυναίκες και καθόλου -, ενώ αυξήθηκε και ο μέσος ηλικιακός όρος των γυναικών που επισημοποιούν τις σχέσεις τους (30,5 έτη). Μάλιστα, βάσει των στοιχείων, οι γυναίκες παντρεύονται άνδρες που είναι δύο-τρία χρόνια μεγαλύτεροι, όταν στο παρελθόν η διαφορά αυτή ήταν περίπου τα πέντε χρόνια.

Κατρακύλα μετά το 1980

Ο ετήσιος αριθμός τελούμενων γάμων λοιπόν μειώνεται σημαντικά από το 1980 και μετά  σε σχέση με τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι πρώτοι γάμοι σε κανένα έτος από το 1980 και έπειτα δεν ξεπερνούν τους 76.000, αριθμός που είχε καταγραφεί το 1979, για να φτάσουν τελικά το 2020 – την πρώτη χρονιά της πανδημίας COVID-19 – σε λιγότερους από 26.000.

Ταυτόχρονα με τη μείωση όμως παρατηρείται αλλαγή και στη μορφή του γάμου που πλέον επιλέγεται. Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και επιστημονικός υπεύθυνος του Ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Ερευνα και Πρακτική στην Ελλάδα», Βύρων Κοτζαμάνης, οι θρησκευτικοί γάμοι μειώθηκαν, αυξήθηκαν οι πολιτικοί. Μάλιστα, ενώ οι πολιτικοί γάμοι αποτελούσαν έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000 μόλις το 1/4 των ετησίως τελεσθέντων γάμων, την περίοδο 2011-2019 έφτασαν να αποτελούν το 45%-50% του συνόλου των γαμήλιων τελετών. Οικονομικοί λόγοι αλλά και η όλο και μικρότερη επίδραση της Εκκλησίας στις αποφάσεις θα μπορούσαν να είναι οι βασικοί λόγοι.

Ο ρόλος της πανδημίας

«Το 2020, δε, ο κορωνοϊός φαίνεται πως συνέβαλε δραματικά στην τάση αυτή, καθώς επηρέασε έντονα την επιλογή των ζευγαριών – περίπου το 60% των γάμων ήταν πολιτικοί. Αιτίες; Οι περιορισμοί που επέβαλε η πολιτεία και αφορούσαν τον αριθμό των καλεσμένων και τις αποστάσεις μεταξύ τους αλλά και ο φόβος μετάδοσης του ιού ώθησαν πολύ περισσότερα ζευγάρια από ό,τι συνήθως σε έναν τύπο γάμου που τελείται ενώπιον λιγότερων καλεσμένων».

Η πανδημία του κορωνοϊού πάντως ανέδειξε άλλη μία τάση στην επισημοποίηση των σχέσεων, που η δυναμική της είχε αρχίσει να φαίνεται την τελευταία πενταετία. Πιο συγκεκριμένα, ενώ τα πρώτα χρόνια θέσπισης του συμφώνου συμβίωσης περιορισμένος αριθμός ζευγαριών το είχε επιλέξει, από το 2014 και μετά ο αριθμός των συμφώνων αυξάνεται ταχύτατα: από τα 593 σύμφωνα το 2013 πήγαμε στα 4.909 το 2017 και στα 11.429 το 2021.

Περισσότερα τα διαζύγια

«Οι νέες γενιές τείνουν να διαφοροποιηθούν από τους γονείς τους. Παντρεύονται λιγότερο και σε μεγαλύτερη ηλικία, όσοι κάνουν το επόμενο βήμα στη σχέση τους επιλέγουν τον πολιτικό γάμο ή το σύμφωνο συμβίωσης. Σε αυτές τις αλλαγές, θα πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός ότι χωρίζουν πλέον περισσότερο συγκριτικά με τις προηγούμενες γενιές. Ενας στους τέσσερις γάμους καταλήγει σε διαζύγιο, όταν παλιά αυτή η αναλογία ήταν ένας στους 10 γάμους» προσθέτει ο κ. Κοτζαμάνης.

Παιδιά εκτός γάμου

Ο γάμος στην Ελλάδα, όπως εξηγεί ο καθηγητής Δημογραφίας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις γεννήσεις. Η μείωση στους γάμους έφερε αύξηση στον αριθμό των γεννήσεων εκτός γάμου.

«Οταν το 2020 είχαμε 7% γεννήσεις εκτός γάμου, το 2022 σχεδόν διπλασιάστηκαν. Το παράδοξο είναι πως ενώ έχουμε αύξηση των συμφώνων συμβίωσης, όσοι προχωρούν σε μια τέτοια επισημοποίηση της σχέσης τους κάνουν κατά μέσο όρο λιγότερα παιδιά. Και αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί καθώς το σύμφωνο συμβίωσης είναι για τα περισσότερα ζευγάρια ένα δοκιμαστικό στάδιο για τη σχέση τους. Αυτό τουλάχιστον δείχνει και η εμπειρία της Ευρώπης» καταλήγει ο κ. Κοτζαμάνης.

Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»