Την τελευταία πενταετία συντελέστηκε μια μεγάλη αλλαγή στην αμερικανική στρατηγική αντίληψη για την Ελλάδα. Με την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, το 1952, οι δύο χώρες θεωρούνταν ως μια στρατηγική ενότητα που απέτρεπε στην κάθοδο της Σοβιετικής Ρωσίας προς τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.

Η ιδέα αυτή παρέμεινε ισχυρή μεταξύ των Αμερικανών και των άλλων συμμάχων του ΝΑΤΟ παρά τις διαδοχικές κρίσεις στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όμως, από το 2017 και εξής, λόγω και της απρόβλεπτης πολιτικής του προέδρου Erdogan έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης, η Ελλάδα διαχωρίζεται σε σημαντικό βαθμό από την Τουρκία και παίζει ρόλο υποστήριξης των προωθημένων συμμαχικών δυνάμεων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία υπογραμμίζει αυτή τη στρατηγική χρησιμότητα της Ελλάδας.

Η νέα αμερικανική αντίληψη για το στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας αντικατοπτρίζεται στη μεταβαλλόμενη γεωγραφία των αμερικανικών διευκολύνσεων στην ελληνική επικράτεια. Με εξαίρεση τη βάση της Σούδας, οι εγκαταστάσεις της εποχής του Ψυχρού Πολέμου έχουν εγκαταλειφθεί και αναπτύχθηκαν άλλες, στην Κεντρική και Βορειο-ανατολική Ελλάδα.

Σημαντικότερη είναι αυτή της Αλεξανδρούπολης, η οποία εξελίσσεται σε κόμβο των συμμαχικών δυνάμεων και αποθήκευσης LNG.

Το ΝΑΤΟ παραμένει χρήσιμο πλαίσιο για την απορρόφηση των κραδασμών στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις αν και μόνο σε μια κρίση, το 1987, ο τότε γενικός γραμματέας λόρδος Carrington έπαιξε ρόλο στην αποτροπή μιας σύγκρουσης. Σημαντική επιρροή όμως σε μια κρίση μπορούν να παίξουν μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες επηρεάζουν καθοριστικά την Συμμαχία. Αυτό συνέβη το 1996.

*Διευθυντής ερευνών, Κέντρο Έρευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών