Η κρίση του κράτους δικαίου στην Ευρώπη λαμβάνει διάφορες εκφάνσεις. Κοινό χαρακτηριστικό τους αποτελεί η προσπάθεια περαιτέρω ενίσχυσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας, εις βάρος των οργάνων εκείνων που λειτουργούν ως θεσμικά αντίβαρα.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται οι προσπάθειες ελέγχου της δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών μέσω της αυξομείωσης των ορίων ηλικίας, όπως επίσης και η αναθεώρηση του Συντάγματος προκειμένου να παρακαμφθούν δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν νόμους ως αντισυνταγματικούς. Η προβληματική αυτή έχει αναπτυχθεί λ.χ. στην Ουγγαρία και την Πολωνία.

Στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να μην εντοπίζονται παρόμοια προβλήματα κάμψης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης (όχι τουλάχιστον στην ίδια έκταση), υφίσταται όμως ένα σημαντικό ζήτημα όσον αφορά τον ρόλο του Κοινοβουλίου.

Η Βουλή αντιμετωπίζεται συχνά ως ένας «άνευρος» μηχανισμός τυπικής επικύρωσης των προειλημμένων αποφάσεων της εκάστοτε κυβέρνησης και του εκάστοτε παντοδύναμου πρωθυπουργού, η δε ουσιαστική συνεισφορά του Κοινοβουλίου στη λειτουργία του πολιτεύματος φαίνεται να περιορίζεται στη δημόσια αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάμεων. Αλλά ακόμη και αυτή η λειτουργία της Βουλής δεν έχει την ίδια αξία στη σημερινή εποχή της ραδιοτηλεόρασης και του διαδικτύου.

Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη. Η τήρηση των συνταγματικών διατάξεων που αφορούν τη λειτουργία του Κοινοβουλίου δεν ελέγχεται από κανέναν (ελλείψει συνταγματικού δικαστηρίου), ενώ τα δικαστήρια αρνούνται πεισματικά να ελέγξουν ακόμη και τη ψήφιση άσχετων διατάξεων με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου (άρθρο 74 παρ. 5 Συντ).

Βέβαια, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 δόθηκε η δυνατότητα και στην αντιπολίτευση να συγκροτεί εξεταστικές επιτροπές. Ωστόσο, για να είναι πραγματική η αναβάθμιση αυτή του Κοινοβουλίου θα πρέπει να συνοδεύεται και από τη θωράκιση του ελεγκτικού του ρόλου χωρίς δικαιοκρατικά κενά.

Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ