Πολιτική συζήτηση ή ριάλιτι σόου; Η δύσκολη συνεννόηση των υποψηφίων για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ όσον αφορά το ντιμπέιτ, έφερε στην επιφάνεια μια άλλη κουβέντα για το ύφος και την αξία του δημόσιου προεκλογικού διαλόγου. Πόση αξία έχει ένα ντιμπέιτ; Κι αν έχει, γιατί υπάρχουν ακόμα υποψήφιοι που, ζυγίζοντας τα δεδομένα, θεωρούν πως η απουσία τους μετράει περισσότερο από την παρουσία τους;

Στην πραγματικότητα, η συζήτηση αυτή δεν είναι τωρινή. Γίνεται ήδη από το 1960, όταν η προεκλογική συζήτηση ανάμεσα στον Ρίτσαρντ Νίξον και στον Τζον Κένεντι έγινε για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση. Οι μετρήσεις που έγιναν μετά το πρώτο ντιμπέιτ έδειξαν και την αξία του: όσοι το είχαν ακούσει στο ραδιόφωνο, θεώρησαν πως ο Νίξον είχε κερδίσει, όμως όσοι προτίμησαν την τηλεόραση δεν κατάφεραν να αντισταθούν στον Κένεντι. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία: ο υποψήφιος των Δημοκρατικών «γύρισε» το αποτέλεσμα, που μέχρι τότε ήταν εναντίον του, και έγινε ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. Το λάθος των Ρεπουμπλικανών ήταν ότι είχαν υποτιμήσει τη δύναμη της εικόνας, είχαν υποτιμήσει τα φώτα, τα ρούχα, το χαμόγελο – ακόμα και την αυξημένη εφίδρωση του υποψηφίου τους τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Στη Γαλλία, που επέλεξαν προφανώς πιο ήσυχους τόνους από τους Αμερικανούς, μόνο μία εκλογική αναμέτρηση θεωρείται από τους ειδικούς αναλυτές πως επηρεάστηκε πραγματικά από τα όσα έγιναν στο ντιμπέιτ: αυτή του 1974 ανάμεσα στον Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν και τον Φρανσουά Μιτεράν, όταν ο πρώτος είπε στον δεύτερο την ατάκα που του χάρισε την προεδρία: «Δεν έχετε, κύριε Μιτεράν, το μονοπώλιο της καρδιάς, δεν το έχετε». Αλλη και η κουλτούρα της Γερμανίας, όπου δεν γίνεται μόνο ντιμπέιτ πριν από τις εκλογές, αλλά και την ημέρα του αποτελέσματος, μπροστά στη διαδικασία για την ανάδειξη κυβέρνησης και της προγραμματικής συμφωνίας, που μπορεί να πάρει πολλούς μήνες.

Η πολιτική συναντάει την ψυχαγωγία

Ακόμα και σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όμως, η τηλεοπτική δημόσια συζήτηση είναι η στιγμή που η πολιτική συναντάει την ψυχαγωγία: δεν έχει σημασία μόνο τι λες, αλλά πώς και γιατί το λες. Στην Ελλάδα τα ντιμπέιτ έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στις εκλογικές αναμετρήσεις. Η πρώτη τηλεμαχία όπως την ξέρουμε σήμερα έγινε ανάμεσα στον Κώστα Σημίτη και τον Μιλτιάδη Εβερτ το 1996 – είχε προηγηθεί μια προσπάθεια θεματικής συζήτησης το 1990 ανάμεσα στους προέδρους των κομμάτων της κυβέρνησης Ζολώτα, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με αντικείμενο την εξωτερική πολιτική. Ηταν μάλλον μια μονότονη συζήτηση, με πολλούς περιορισμούς στις απαντήσεις και στη δυνατότητα ερωτήσεων – ήταν, όμως, ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ο Σημίτης ώστε ο αντίπαλός του να μην καταφέρει να μονοπωλήσει με την κριτική του στο θέμα των Ιμίων, που χτυπούσε στο συναίσθημα της εποχής. Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Το φορμάτ άλλαξε ξανά το 2004, για να χωρέσει και τους αρχηγούς των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών κομμάτων, ενώ ήταν η πρώτη φορά που οι δημοσιογράφοι μπορούσαν να επανέλθουν σε μια ερώτηση, αν το αποτέλεσμα δεν τους ικανοποιούσε. Το 2007, σε μια έντονη συζήτηση που αφορούσε και τις πρόσφατες πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, ο Αλέκος Αλαβάνος, ως εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, «έσπασε» για πρώτη φορά τους κανόνες: χρησιμοποίησε τον χρόνο του και αντί να απαντήσει στην ερώτηση που του απευθύνθηκε για θέματα παιδείας, άσκησε κριτική στον Καραμανλή, που είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «ταραξίες» για τους διαδηλωτές εναντίον των αλλαγών στο άρθρο 16. «Πάρτε το πίσω», είπε επανειλημμένα, αναγκάζοντας τον Καραμανλή να διευκρινίσει πως αναφερόταν στους κουκουλοφόρους. Και μπορεί η ΝΔ να κέρδισε και αυτές τις εκλογές, όμως ο κερδισμένος του ντιμπέιτ, λόγω της αμεσότητάς του, κατάφερε να αυξήσει σημαντικά την εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ (για τα τότε δεδομένα του), φτάνοντας στο 5%. Το ντιμπέιτ του 2009 θα μείνει στην ιστορία γιατί είναι η οπτικοποιημένη απόδειξη της παντελούς έλλειψης προετοιμασίας του πολιτικού συστήματος για τα όσα θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια. Μέσα στην κρίση, έγιναν μόνο δύο ντιμπέιτ, και τα δύο το 2015. Αυτό ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη άλλαξε και πάλι την καθιερωμένη συνταγή: οι δυο τους μπορούσαν να απευθύνουν τον λόγο ο ένας στον άλλο, ενισχύοντας το ενδιαφέρον του κοινού και προσφέροντας κάποιες (έστω προβαρισμένες) ατάκες.

Η κουλτούρα των προκριματικών εκλογών

Σε εσωκομματικό πλαίσιο, η κουλτούρα των primaries, των προκριματικών εκλογών που αναδεικνύουν τον επόμενο επικεφαλής του κόμματος, συνοδεύεται πάντα από τηλεοπτικές αναμετρήσεις μεταξύ των υποψήφιων αρχηγών. Οχι πάντα με καλά αποτελέσματα: στο τελευταίο ντιμπέιτ του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, οι υποψήφιοι τσακώθηκαν άγρια μεταξύ τους, όμως ούτε καν αυτό έκανε το κόμμα πιο ελκυστικό. Με τον ίδιο τρόπο, η έντονη διαμάχη Χίλαρι Κλίντον – Μπέρνι Σάντερς το 2016 θεωρείται πως συνέβαλε στην ήττα της πρώτης από τον Ντόναλντ Τραμπ – και είχε ως αποτέλεσμα ο Σάντερς να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο τις τελευταίες ημέρες των εσωκομματικών εκλογών του 2020, τασσόμενος υπέρ του Μπάιντεν χωρίς να περιμένει τα τελευταία αποτελέσματα. Από την άλλη, τα εσωκομματικά ντιμπέιτ λειτουργούν και δεσμευτικά για τους μελλοντικούς αρχηγούς, καθώς, ειδικά στη σημερινή εποχή, ό,τι γραφτεί ψηφιακά δεν ξεγράφεται ποτέ – έτσι οι υποσχέσεις για ενότητα και ανακατατάξεις εντός κόμματος, αλλά και η προεκλογική στρατηγική που θέλει κάποιος να χαράξει μένει «γραμμένη» όχι μόνο για τους ιστορικούς του μέλλοντος, αλλά και για τους ψηφοφόρους, όταν κληθούν και εκείνοι να κάνουν τον απολογισμό τους. Στην Ελλάδα, προφανώς, τέτοια κουλτούρα δεν υπάρχει. Το πρώτο εσωκομματικό ντιμπέιτ έγινε στο υπό διαμόρφωση ακόμα ΚΙΝΑΛ, με πρωτοβουλία της Επιτροπής υπό τον Νίκο Αλιβιζάτο – και ενδεχομένως το γεγονός ότι έγινε χωρίς απρόοπτα να έχει σχέση με το ότι ο κομματικός μηχανισμός δρούσε κάτω από έναν εξωκομματικό παράγοντα, που δεν μπορούσε να κατηγορηθεί για μεροληψία. Δύο ακόμα τέτοιες απόπειρες εκσυγχρονισμού έχουν γίνει. Μία το 2015, για την ηγεσία της ΝΔ – ντιμπέιτ εκεί, βέβαια, δεν έγινε ποτέ, γιατί οι υποψήφιοι δεν κατάφεραν ποτέ να συνεννοηθούν για τους όρους της συζήτησης. Η άλλη αφορά και πάλι την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, που μένει εκ των πραγμάτων κουτσουρεμένη, καθώς δεν υπήρξε ομόφωνη συμφωνία για το φορμάτ.

Επί της ουσίας, αξίζει μια συζήτηση υπέρ ή εναντίον των ντιμπέιτ; Η εποχή την έχει ξεπεράσει: δεν νοείται εκλογική αναμέτρηση χωρίς δημόσιο διάλογο μεταξύ των υποψηφίων. Αυτό όμως που ακόμα μπορεί να συζητιέται είναι οι όροι της κουβέντας. Γιατί, ως γνωστόν, οι καλύτεροι είναι αυτοί που βολεύουν τον «δικό μας» υποψήφιο.