Κάποτε ο Τζον Στάινμπεκ αναρωτήθηκε γιατί η πρόοδος μοιάζει τόσο πολύ με καταστροφή. Αν η απορία είχε διατυπωθεί σήμερα, ο ελληνικός πολιτικός χώρος από το Κέντρο και προς τα αριστερά θα μπορούσε να προσφέρει κάποιες εξηγήσεις – αφού η συζήτηση για το ενδεχόμενο μιας «προοδευτικής διακυβέρνησης», την οποία άνοιξε πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ ενόψει του αποτελέσματος της κιναλίτικης κάλπης, δίνει μια ιδέα του πώς η επιθυμία ενός κόμματος για κατάκτηση μιας σημαντικής μερίδας ψηφοφόρων μεταφράζεται στην άλωση ενός άλλου. Αλλά και του πώς η επανάκτηση της χαμένης εκλογικής δύναμης του άλλου ισοδυναμεί με απειλή για την επιβίωση του πρώτου. Για να το θέσουμε λιγότερο περίπλοκα: έχει πιθανότητες σχηματισμού μια προοδευτική κυβέρνηση σαν αυτή που ευαγγελίζεται ο Αλέξης Τσίπρας; Ή μήπως η πρόοδος του ΚΙΝΑΛ εξαρτάται από την καταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, κι η τόνωση των συριζαϊκών ποσοστών από την πλήρη διάλυση του Κινήματος;

Οι απαντήσεις δίνονται ήδη, έμμεσα ή άμεσα, από τους εμπλεκομένους. Επισήμως η Κουμουνδούρου δεν αναμειγνύεται στα εσωκομματικά της Χαριλάου Τρικούπη. Ημιεπίσημα προσδοκά, όπως άλλωστε λένε συριζαίοι και ον δε ρέκορντ, «μια νέα πορεία αυτού του χώρου, πιο κοντά στις ιστορικές του παραδόσεις» – τη συμμετοχή του, δηλαδή, σε ένα αντιδεξιό μέτωπο. Κι ανεπίσημα, στελέχη της μείζονος αντιπολίτευσης παραδέχονται σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες πως μια δυναμική επανεμφάνιση του ΚΙΝΑΛ αποτελεί κίνδυνο για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Στην αντίπερα όχθη, κανείς από τους υποψήφιους αρχηγούς του ΚΙΝΑΛ δεν επιθυμεί να πάρει μέρος σε μια κουβέντα περί συνεργασιών με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ολοι ομνύουν στο «μεγάλωμα» της παράταξης με μόνιμη επωδό τη φράση «δεν θα γίνουμε δεκανίκι κανενός». Ο Γιώργος Παπανδρέου θέλησε να βάλει τέλος στα σενάρια λέγοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «ήταν και παραμένει συντηρητικό κόμμα». Ο Νίκος Ανδρουλάκης δηλώνει «η ατζέντα μου δεν είναι το αντί-, είναι ο αυτοπροσδιορισμός της παράταξης. Οχι ο ετεροκαθορισμός της από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ». Ο Ανδρέας Λοβέρδος έχει από την αρχή ξεκαθαρίσει το αντιΣΥΡΙΖΑ πρόσημο της υποψηφιότητάς του.

Ο Παύλος Γερουλάνος αμφιβάλλει για την αριστερή και για τη γαλάζια διάθεση συνεργασίας – διακρίνοντας πίσω από τη μεν μια απόπειρα ενδυνάμωσης του ΣΥΡΙΖΑ κι από τη δε μια της ΝΔ. Ο Παύλος Χρηστίδης επιμένει ότι «εμάς δεν μας αφορά να γίνουμε πατερίτσα κανενός», υπενθυμίζοντας πως στο συνέδριο του 2019 «ψηφίστηκε η αυτόνομη πορεία της παράταξης». Μέχρι κι ο Χάρης Καστανίδης, που έχει κατά καιρούς κατηγορηθεί για φιλοσυριζαϊκά αισθήματα, φρόντισε να αποκλείσει τη συμπόρευση με τους αριστερούς λόγω «έλλειψης στοιχειώδους εμπιστοσύνης μεταξύ των συνομιλητών».

Αποστάσεις ασφαλείας

 Η στρατηγική κάθε κεντροαριστερού στρατοπέδου, λοιπόν, βασίζεται στις αποστάσεις ασφαλείας από τους δύο μεγάλους παίκτες του πολιτικού συστήματος. Και ειδικά από τον δεύτερο, μια και στη δική του εκλογική δεξαμενή ευελπιστούν οι περισσότεροι να βουτήξουν προκειμένου να πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους για επανακατάληψη της θέσης που κατείχε κάποτε το ΠΑΣΟΚ στον δικομματισμό. Κατά τα λεγόμενα στενών συνεργατών του Παπανδρέου, φέρ’ ειπείν, σκοπός του πρώην πρωθυπουργού είναι – εφόσον κερδίσει τις εσωκομματικές – στις δεύτερες εθνικές κάλπες το ΚΙΝΑΛ να διεκδικεί με αξιώσεις τα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Στα επιτελεία των κιναλιτών υποψηφίων, εξάλλου, ξέρουν πια πως τα σχετικά καλέσματα του Τσίπρα έχουν πάντα απώτερο στόχο το ρετουσάρισμα της δικής του εικόνας ως «αρχηγού σύσσωμου του προοδευτικού χώρου» – έτσι ερμηνεύουν και την επιμονή του να τα απευθύνει παρά τις αλλεπάλληλες αρνήσεις που έχει εισπράξει.

Πέρα όμως από τον κιναλίτικο αρνητισμό ή την καχυποψία, υπάρχουν κι άλλα εμπόδια στην ευόδωση των συριζαϊκών σχεδίων για «προοδευτική διακυβέρνηση»: οι πολιτικοί συσχετισμοί που αποτυπώνουν τώρα τα νούμερα των γκάλοπ. Σύμφωνα με έμπειρο δημοσκόπο απαραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια κυβέρνηση συνεργασίας είναι «να βγει πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές» – εξέλιξη που δεν μοιάζει δυνατή από τα υπάρχοντα προς το παρόν στοιχεία.

Κι όχι μόνο. Με την απλή αναλογική, σημειώνουν επαγγελματίες και χομπίστες εκλογολόγοι, τρία κόμματα της αντιπολίτευσης πρέπει να συγκεντρώνουν μαζί σχεδόν 47%. Ή έστω «ο ΣΥΡΙΖΑ να κρατήσει ένα 30%, το ΚΙΝΑΛ να πάει στο 15%, ο Βαρουφάκης στο 4% – 5%, κι η ΝΔ να πέσει στο 29%», όπως επισημαίνει γνωστός αναλυτής. Στην ανάγνωσή του για να γίνουν όλα τα παραπάνω «θα έπρεπε να υπάρχουν ευρύτερες μετακινήσεις ψηφοφόρων προς μία μόνο κατεύθυνση». Θα έπρεπε, άρα, «να πάψουν να είναι συγκοινωνούντα δοχεία το ΚΙΝΑΛ κι ο ΣΥΡΙΖΑ, και να παίρνουν όλοι – ειδικά το ΚΙΝΑΛ – από τη ΝΔ». Παρότι στην πολιτική καλό είναι να μη λέει ποτέ κανείς ποτέ, «με τα σημερινά δεδομένα μια τέτοια πλήρης ανατροπή δεν διαφαίνεται», συμπληρώνει.

Παρεμπιπτόντως, όσοι παρακολουθούν προσεκτικά την επιχειρηματολογία και τα τσιτάτα που κατά καιρούς χρησιμοποιούν τόσο οι κεντροαριστεροί όλων των φύλων όσο και οι αριστεροί πασών των συνιστωσών στην πολιτική αντιπαράθεση, παρατηρούν ότι οι δύο πλευρές δεν συμφωνούν ούτε καν στον ορισμό του προοδευτικού. Οπότε πόσο πιθανό είναι να συμπράξουν; Η ερώτηση είναι ρητορική.