«Όλα τα αδέσποτα γατιά του ονείρου μου» είναι ο τίτλος της νέας συλλογής ποιημάτων του Νίκου Φιλντίση που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος. Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερεις διακριτές ενότητες: του ιδιωτικού οράματος (καθ’ εαυτόν), των εγκόσμιων δρώμενων (κατά κόσμον), της ερωτικής μετάληψης (κατά πόθον) και της ποιητικής απο-σύνθεσης (κατά τους ποιητές).

Η σειρά με την οποία παρατίθεται οι ενότητες αυτές δομούν την δραματική πλοκή της συλλογής, μια επαγωγική διαδρομή από το μέρος στο όλον.

Καθ’ όλη την εξιστόρηση, στην ποίηση του Νίκου Φιλντίση, υποφώσκει το αίσθημα της αναζήτησης καταφυγίου, ένας ατέρμονος κύκλος ζωής, φθοράς και αναγέννησης, που ο ποιητής το αναζητά στα σύνορα του ρεαλισμού με τον μαγικό ρεαλισμό. Κάποια κείμενα συνδιαλέγονται με στίχους άλλων ποιημάτων -είτε πρωτότυπων είτε άλλων συγγραφέων- που στέκουν ως προμετωπίδες στην αρχή του ποιήματος. Αναπτύσσεται με τον τρόπο αυτό, ένα είδος συζήτησης, μια προσπάθεια επικοινωνίας με την ίδια την τέχνη της ποίησης, που κορυφώνεται και γίνεται ακόμα πιο εμφανής στην τελευταία ενότητα με την οποία κλείνει το βιβλίο.

Στον εσωτερικό αυτό διάλογο, υπάρχει και μια παράλληλη, δεύτερη αφηγηματική φωνή που συντίθεται μέσω ποιημάτων χαϊκού. Τα χαϊκού, τρίστιχα ποιήματα της ιαπωνικής παράδοσης, με έμφαση στα στοιχεία της φύσης και με μια μάλλον παιγνιώδη διάθεση, προσδίδουν δραματικότητα στην αφήγηση. Η ιδιαιτερότητα της συλλογής είναι πως τα χαϊκού βρίσκονται με τέτοιον τρόπο ποντισμένα ανάμεσα σε κάθε «κυρίως ποίημα», ώστε να μπορούν μεν να διαβαστούν αυτόνομα αλλά και υπό το πρίσμα του συγκείμενου.

Ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο της συλλογής είναι τα παιχνιδίσματα με το μέτρο, με τον ίαμβο, με σχήματα τροχαϊκά και ανάπαιστους που προσδίδουν μια «παραδοσιακή» νότα γραφής υποδηλώνοντας έτσι έναν φόρο τιμής στην ίδια την ποιητική τέχνη, δηλαδή στην κατάθεση του λόγου που απαιτεί τεχνική.

Την επιμέλεια της συλλογής υπογράφει ο ποιητής Αλέξιος Μάινας.

Τα ποιήματα της συλλογής του νέου ποιητή Νίκου Φιλντίση, Όλα τα αδέσποτα γατιά του ονείρου μου, διάβασε ο συνθέτης Μιχάλης Καλογεράκης πριν εκδοθούν.

Σταμάτησε πάνω τους, τα αγάπησε –άλλωστε είχε έναν επιπλέον λόγο να δεθεί μαζί τους, αφού ανήκουν και οι δύο δημιουργοί στην ίδια γενιά. Η συνάντησή τους πάτησε πάνω στον δυνατό ποιητικό λόγο του Νίκου Φιλντίση (σύγχρονο και ζωντανό, πολύτροπο και στοχαστικό) και στην αγάπη του Μιχάλη Καλογεράκη να διαβάζει μουσικά τους ποιητές.

Ο Καλογεράκης μελοποίησε και ερμηνεύει τρία από τα ποιήματα της συλλογής (η λύπη είναι, σχήμα αδυνάτου, Σ’ ένα βότσαλο) τα οποία και συνοδεύουν την έκδοση σε cd.

Την ενορχήστρωση των τραγουδιών υπογράφει ο Θάνος Καλέας ενώ την διεύθυνση παραγωγής ο Παρασκευάς Καρασούλος.

Ο Νίκος Φιλντίσης μίλησε στα «Νέα» για το βιβλίο, την ποίηση και την λύπη.

Πώς προέκυψε η ιδέα για τη νέα σας ποιητική συλλογή;

Αρχικά να σας πω, τα ποιήματα αυτού του βιβλίου είναι μια συγγραφική σοδειά περίπου πέντε ετών. Κατά τη διάρκεια λοιπόν αυτής της περιόδου, η ιδέα πίσω από κάθε ποίημα, πέρα από το να αποτυπώσω μια σκέψη, ήταν πρωτίστως να σμιλευθεί τεχνικά η ρυθμική αρμονία. Να επιδείξω μια παραπάνω φροντίδα στο μέτρο του στίχου. Αυτή η νοοτροπία λοιπόν που καλλιεργούσα μέσα μου, όχι μόνον ως συγγραφέας αλλά κυρίως ως αναγνώστης, οδήγησε στη συλλογή ποιημάτων, τα οποία αν και γράφτηκαν εντός ενός σχετικά εκτεταμένου χρονικού διαστήματος, διακρίνονταν από το κοινό γνώρισμα μιας μουσικότητας θα τολμούσα να πω. Έδεναν τα κείμενα μεταξύ τους κι αυτό έκανε τη δουλειά ίσως λίγο πιο εύκολη. Κι ύστερα, παρέα πια με τον επιμελητή μου, ποιητή Αλέξιο Μάινα, τα συγκεντρώσαμε όλα σε ένα ενιαίο βιβλίο με αρχή, μέση και αφηγηματικό τέλος. Ήταν μια εξαίρετη συνεργασία, έχω να το λέω. Και φυσικά, περιττό να πούμε, η ιδέα πήρε σάρκα και οστά όταν έφτασε τελικά στα χέρια του εκδότη μου Παρασκευά Καρασούλου, ο οποίος μαζί με όλη την «οικογένεια» της Μικρής Άρκτου, συνέβαλαν τα μέγιστα σε τούτο το εγχείρημα, το αγκάλιασαν. Είμαι ευγνώμων και ευχαριστώ όλους όσοι συμμετείχαν σε αυτήν την προσπάθειά μου γιατί δίχως αυτούς τους ανθρώπους θα ήταν μάλλον ακατόρθωτο.

Ποια στοιχεία σας ενέπνευσαν στην απόδοση των ποιημάτων;

Νομίζω, η πενταετία που προανέφερα, είχε πολλές αλλαγές σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, δεν ήταν ρόδινη. Μα τελικώς ήταν κερδοφόρα, έτσι πιστεύω. Όλες λοιπόν αυτές οι βιωματικές αναδιατάξεις, σε συνδυασμό με την αγάπη μου για τις λέξεις, έφτιαξαν ένα ποιητικό αμάλγαμα, δεν βαλτώσαν. Ξέρετε όμως, για να μην παρεξηγηθώ, δεν λέω πως επιχείρησα να κάνω ψυχανάλυση του εαυτού μου μέσω της ποίησης, αυτό δεν θα είχε, δεν έχει δηλαδή, κανένα λογοτεχνικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον. Και να σημειώσω εδώ πως τούτη είναι μια συνήθης στρεβλή άποψη που πλανάται στον αέρα για την ποίηση. Πως γράφουμε ποίηση δηλαδή για να νιώσουμε καλύτερα, πως η ποίηση γιατρεύει τους γράφοντες. Και πως ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να δείξει και ενδιαφέρον για τα πρακτικά της ψυχοθεραπείας του καθενός. Ανοησίες. Η ποίηση είναι η άμμος στα δόντια του γραναζιού και κάνει την τροχοκίνηση πάντοτε λίγο πιο δύσκολη, για όλους μας. Γι’ αυτό λοιπόν, δεν έβγαλα τα σώψυχά μου στη φόρα βάζοντας ωραίες λέξεις στη σειρά. Κείνο που με ενδιέφερε ήταν να ψηλαφίσω χειρουργικά ένα ζήτημα, να φιλτράρω το βιωμένο. Να μην το προσφέρω μασημένο στο πιάτο μα να το θέσω σε ένα ποιητικό πλαίσιο αυθεντικής μεν κατάθεσης αλλά που να ακολουθεί ταυτοχρόνως κάποιους κανόνες ρυθμού και μέτρου. Τούτα ήταν και τα θεμελιώδη στοιχεία που με ενέπνευσαν, οι λέξεις, ο ρυθμός και το μέτρο.

» Όλα τα αδέσποτα γατιά του ονείρου σας «, τι σας λένε; Πώς συνδιαλέγεστε μαζί τους;

Τι να πουν κι αυτά τα καημένα; Καταφύγιο ζητούν όπως όλοι μας εξάλλου. Ένα χέρι, ένα χάδι, μια σωσίβια αγκαλιά. Απλά πράγματα, δυσεύρετα. Η αλήθεια είναι πως με απασχολεί ιδιαιτέρως το ζήτημα της μοναξιάς και οι διαφορετικές οδοί που ακολουθούν οι άνθρωποι προς το ξεδίψασμά της. Νομίζω είναι και ένα θέμα ταυτοτικό, γιατί η διαχείριση της σύμφυτης βιολογικής μας μοναξιάς είναι συνυφασμένη με την παιδικότητά μας -η μόνη μας πατρίδα-  την κοινωνική συμπεριφορά, τη σεξουαλικότητα, τη θρησκευτικότητα και τα ιερά τοτέμ που έχουμε στήσει στα βάθρα της ζωής μας, τους επίκτητους φόβους, τον θάνατο. Υπάρχουν ως πυλώνες μέσα στη συλλογή και κάνουν σκιά στα αδέσποτα γατιά που τους γυροφέρνουν, τα αδέσποτα ποιήματα που ψάχνουν μια γωνια να φωλιάσουν. Νομίζω όμως πάντοτε προσπαθούμε να συνδιαλεχθούμε και ίσως να επαναπροδιορίσουμε τους θεματικούς ετούτους άξονες γιατί είναι εκ φύσεως ζητήματα επίκαιρα και φλέγοντα, εις το διηνεκές. Έστω και ξυστά αν κατάφερα εγώ να τα αγγίζω όλα τούτα, είμαι ευτυχής. Ελπίζω, να τα ψάξει κι ο αναγνώστης σε κάποια αναδίφησή του, να βρει στοιχεία με τα οποία θα συμφωνήσει, θα ταυτιστεί.

Ο Μιχάλης Καλογεράκης πώς συναντήθηκε μουσικά με την ποίησή σας;

Ο Μιχάλης Καλογεράκης, να πούμε πρώτα απ΄όλα ότι είναι ένας μουσικός, ένα νέο ταλαντούχο παιδί που ασχολείται με την ποίηση και την μελοποίηση πριν από τη δική μας συνεργασία. Ήταν επιλογή κι αγάπη του η ενασχόληση με τα ποιητικά γραπτά. Κι είναι πράγματι σπάνια περίπτωση, αξίζει τουλάχιστον μιαν αναφορά σε ολόκληρη τη δουλειά του, έχει άποψη η ματιά του. Κι ας μην ξεχνάμε πως στη χώρα μας το ευρύ κοινό, ο καθημερινός ανθρώπος, γνώρισε κι αγάπησε την ποίηση κυρίως μέσα από τη μουσική και τα τραγούδια. Η ισχύς εν τη ενώσει, λοιπόν! Τώρα, σχετικά με το ερώτημά σας: όταν ο Παρασκευάς Καρασούλος διάβασε τη δουλειά μου, ως στιχουργός κι ο ίδιος, διέκρινε αμέσως τη ρυθμικότητα του λόγου που κι εγώ ήθελα να μεταδώσω. Είδε όμως και μια δυνατότητα μελοποίησης, δική του ήταν η ιδέα. Από τον δικό μου τον νου κάτι τέτοιο δεν περνούσε τότε, ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας! Προώθησε λοιπόν τη δουλειά μου στον Μιχάλη, ο Μιχάλης με τη σειρά του τα διάβασε, ενδιαφέρθηκε πραγματικά και βρήκε τα σημεία εκείνα πάνω στα οποία θα μπορούσαν να πατήσουν σταθερά οι νότες κι η φωνή του.

Θεωρείτε πως ένα ποίημα που έγινε τραγούδι, πριν καν εκδοθεί, αποκτάει μια διαφορετική αίσθηση;

Σαφώς! Πρώτα απ’ όλα αποκτά μια ευρύτερη πλατφόρμα προβολής, πλατύτερο κοινό, νομίζω. Η μουσική, ως γνωστόν, απευθύνεται σε περισσότερο κόσμο και αυτό εκ των πραγμάτων, από μόνο του αποπνέει έναν άλλο αέρα. Δηλαδή, ο δέκτης  αντιμετωπίζει και κρίνει το ποίημα ως τραγούδι πια.  Και συνεπώς, οι προσλαμβάνουσες είναι διαφορετικές γιατί πλέον δεν μιλάμε μόνον για μουσικότητα λέξεων μέσα σε ένα κείμενο αλλά και για μια επιπλέον μελωδία, μια φωνή, ενορχήστρωση. Αλλάζει επίσης και το κύριο όργανο πρόσληψης, από το μάτι γλιστράμε στο αφτί. Όλα ετούτα και τόσα ακόμα υποθέτω, είναι παράμετροι που διαμορφώνουν τη συνολική εμπειρία και κατά συνέπεια την άποψη του κοινού. Νομίζω, τελικώς, η καλή μουσική μπορεί να δώσει ώθηση στα γραπτά και τους χαρίσει μια επιπλέον υπόσταση, έναν ακόμα τρόπο να τα «γευτεί» και να τα απολαύσει κανείς. Στο σταυροδρόμι των τεχνών υπάρχει πάντα ενδιαφέρον, εκεί αποκτάμε μια πλαστικότητα στην αντίληψη ενός έργου. Βέβαια, να επισημάνω, μιλώντας αμιγώς από την σκοπιά των λέξεων, νομίζω το ποίημα δεν θα πρέπει να επαναπαύεται στη θέση του συνοδηγού, χρειάζεται να έχει μια δυναμική, μια ποιοτική ανεξαρτησία ώστε οι στίχοι να στέκονται και αυθύπαρκτα μέσα σε ένα ποιητικό βιβλίο.

Πώς αισθανθήκατε όταν ακούσατε για πρώτη φορά τα ποιήματά σας μελοποιημένα;

Έκπληξη και συγκίνηση βέβαια. Και μετά έναν στρόβιλο από τις συγγενείς αποχρώσεις τους. Ξάφνιασμα, περιέργεια, μια συστολή κι αμηχανία, είχα μείνει «παγωτό». Και ειλικρινά, δεν θέλω να ακουστώ γραφικός ή στερεοτυπικός μα είναι πραγματικά μοναδική η αίσθηση. Είμαι σίγουρος πως όσοι είναι ήδη στον χώρο της στιχουργικής και της μουσικής αντιλαμβάνονται ακριβώς το συναίσθημα που περιγράφω και που κανείς νιώθει την πρώτη φορά. Άλλο πράγμα να σας το λέω κι άλλο να το ζεις, να το δεις συμβαίνει. Πρωτόγνωρα για εμένα, ξέρετε δεν έχουμε και κάθε μέρα την ευκαιρία εμείς που λέμε πως γράφουμε κάτι ποιήματα να απολαμβάνουμε τέτοια δώρα, τέτοια χαρά και τιμές! Είναι και μια δικαίωση, ίσως, τι να πω; Θυμάμαι εκείνο το πρωινό, είχαμε μια συνάντηση με τον κύριο Καρασούλο και μου λέει «έλα, σου έχουμε μια έκπληξη με τον Μιχάλη!». Μπαίνει μέσα στο γραφείο λοιπόν ο Μιχάλης Καλογεράκης -δυο εγκάρδιες μα τυπικές κουβέντες είχα ανταλλάξει όλες κι όλες με το παλικάρι, δεν γνωριζόμασταν!- κάθεται στο πιάνο κι ήταν η αρχή των πάντων. Το αστείο της υπόθεσης, όπως καταλαβαίνετε, είναι πως ήμουν μάλλον ο τελευταίος που έμαθε τα νέα για την μελοποίηση!

Τι είναι για εσάς λύπη τελικά; 

Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μια μαγική ιδιότητα να γεννιούνται θλιμμένοι. Ευχή, κατάρα, δεν ξέρω κι ούτε και πώς συμβαίνει. Δεν αναφέρομαι στους μεμψίμοιρους, στη γκρίνια, στην παθητική στάση ζωής. Λέω γι΄αυτούς που ξύνουν με τα νύχια τον σοβά από τον τοίχο και αντιλαμβάνονται, διαχειρίζονται ύστερα τη σωθική σκληρότητα της ύπαρξης. Που όταν χαμογελούν, στις κυρτώσεις των χειλιών τους, βλέπει κανείς μιαν ανεπαίσθητη υπόνοια πένθους. Για τον έρωτα, για το φθαρτό, για τη θνητότητα. Ναι, η λύπη είναι το παπούτσι σε ένα κορδόνι που δεν λύνεται, αλλά κι εμείς τραβάμε τον δρόμο μας, τι άλλο να γίνει; Έστω και κουτσαίνοντας, με πόδια πονεμένα, θα προχωράμε.