Εν μέσω αντιδράσεων, ακόμα και εσωκομματικών πυρών, εισάγεται για ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια με τις διατάξεις του οποίου επιχειρείται αλλαγή σελίδας στο οικογενειακό δίκαιο, έπειτα από τέσσερις δεκαετίες. Το σχέδιο νόμου, που επιγράφεται «Mεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου», αφορά το σύνθετο και ευαίσθητο θέμα της ρύθμισης των σχέσεων των γονέων με τα παιδιά τους μετά το τέλος της έγγαμης συμβίωσης. Ενα θέμα με ιδιαίτερα μεγάλο κοινωνικό αποτύπωμα, όπως φάνηκε από τα χιλιάδες σχόλια που διατυπώθηκαν, είτε από μεμονωμένα πρόσωπα, είτε από φορείς και επιστημονικά σωματεία, κατά τη διάρκεια της διαβούλευσής του.

Τι προβλέπει

Το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης εδράζεται στην αρχή της μη διάκρισης μεταξύ των γονέων, καθώς καθιερώνεται η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο. Για πρώτη φορά εισάγεται το μαχητό τεκμήριο του 1/3 για την επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, ενώ – επίσης για πρώτη φορά – εισάγονται εναλλακτικές μέθοδοι επίλυσης των οικογενειακών διαφορών, με τον θεσμό του οικογενειακού διαμεσολαβητή.

Καθιερώνεται, επίσης, η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, που λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο στη ρύθμιση των ζητημάτων γονικής μέριμνας και επιμέλειας των τέκνων. Ως τέτοια θεωρείται ότι είναι η μη καταβολή της διατροφής, ο μη σεβασμός στις δικαστικές αποφάσεις και στις συμφωνίες των διαζευγμένων γονέων και η διάρρηξη των σχέσεων του παιδιού με τον άλλον γονέα.

Στο πλέγμα των διατάξεων περιλαμβάνονται ακόμη οι αναγκαίες δικονομικές εγγυήσεις για την προστασία των γυναικών και των παιδιών από κακοποιητικές συμπεριφορές, σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις και ιδίως με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.

Τέλος, προβλέπεται η κατάρτιση ειδικών προγραμμάτων της Εθνικής Σχολής Δικαστών για την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών που θα δικάζουν τις οικογενειακές διαφορές, από ψυχολόγους, κοινωνιολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, καθηγητές ΑΕΙ και δικαστικούς λειτουργούς.

Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ημερών διατυπώθηκαν πολλές ενστάσεις και κατατέθηκαν τροπολογίες. Τρεις από αυτές συμπεριλαμβάνονται στη «δέσμη» των νομοτεχνικών βελτιώσεων, με στόχο πάντα, όπως από την πρώτη στιγμή της παρουσίασης του νομοσχεδίου έχει πει ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας, το συμφέρον των παιδιών.

«Το ζητούμενο είναι στο τέλος της ημέρας να δώσουμε το δικαίωμα στα παιδιά να μεγαλώνουν με τους δύο γονείς. Δεν είναι θέμα ούτε νικητών ούτε χαμένων και πρέπει να το καταλάβουμε αυτό. Είναι θέμα, το οποίο αναδεικνύεται από το πραγματικό δικαίωμα του παιδιού, αλλά και από την ίδια την ανάγκη της σημερινής πραγματικότητας, να αντιμετωπίσει ένα ζήτημα που κρυμμένο εδώ και αρκετά χρόνια στο χαλί, δεν τύγχανε ούτε ουσιαστικά της ανάδειξής του ούτε της αντιμετώπισής του» σημείωσε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Δικαιοσύνης.

Τρεις αλλαγές

  • Αρθρο 1: Ο σκοπός του νόμου: «Ο παρών νόμος αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου διά της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του και την εκπλήρωση της ευθύνης τους έναντι αυτού. Οι διατάξεις του ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, που δεσμεύουν τη Χώρα, ιδίως με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης) που κυρώθηκε με τον ν. 4531/2018 (Α’ 62), και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογούν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές».

Σε αυτό προστίθεται και η δέσμευση της χώρας με βάση τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

  • Αρθρο 3: Κατοικία Ανηλίκου: «Ο ανήλικος που τελεί υπό γονική μέριμνα έχει κατοικία την κατοικία των γονέων του ή του γονέα που ασκεί μόνος του τη γονική μέριμνα. Αν τη γονική μέριμνα ασκούν και οι δύο γονείς χωρίς να έχουν την ίδια κατοικία, ο ανήλικος έχει κατοικία την κατοικία του γονέα με τον οποίο συνήθως διαμένει».

Στο άρθρο αυτό απαλείφεται η λέξη «συνήθως».

  • Αρθρο 6: Διαμεσολάβηση σε περίπτωση διαφωνίας: «Κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας οι γονείς καταβάλλουν προσπάθεια για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων, προσφεύγοντας, εάν είναι απαραίτητο, σε διαμεσολάβηση. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο».

Απαλείφεται η φράση, «προσφεύγοντας, εάν είναι απαραίτητο, σε διαμεσολάβηση».