Οι γενιές που ήταν φοιτητές τη δεκαετία του ’80 στην Πάτρα και εν γένει θα καταλάβουν περισσότερο τη σημερινή 4η Εντολή. Ο Χρήστος Παπαδόπουλος ήταν εξέχων μέλος της θρυλικής κομπανίας Τα Παιδιά από την Πάτρα, ένα σχήμα που στο ευρύτερο κάδρο των τότε κομπανιών έγραψε μια ξεχωριστή σελίδα, αφού σε βαθύ πολιτικό κλίμα απενοχοποίησε τα πιο εξωστρεφή λαϊκά του ’60 – με αποκορύφωμα το «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός» του Ακη Πάνου που είχε πρωτοπεί ο Χατζηαντωνίου. Ο Χρήστος Παπαδόπουλος όμως δεν έμεινε εκεί. Δούλεψε πολύ μέσα στα επόμενα χρόνια, έγραψε εκατοντάδες τραγούδια και μεγάλες επιτυχίες (πιο πρόσφατο το «Φίλα με» σε στίχο του Κώστα Μπαλαχούτη και ερμηνεία του Σταμάτη Κραουνάκη), ενώ ντύνει με τις μουσικές του σίριαλ και ταινίες. Ανήσυχο πνεύμα, χωρίς δογματισμούς, έχει συμπράξει με μουσικούς των άλλων περιοχών, ενώ οι πιο φανατικοί ανατρέχουν συχνά σε εκπομπές του παλιότερες και νεότερες όπου και συνομιλούσε από τηλεοράσεως με δημιουργούς παίζοντας και μαζί τους. Τώρα ο Χρήστος Παπαδόπουλος έγραψε νέο δίσκο (πάντα για δίσκο μιλάμε, παρά την ψηφιακή επέλαση).

Λέγεται «Είναι κάτι στιγμές» με δεκατρία τραγούδια, στην οποία συμμετέχουν σπουδαίοι έλληνες ερμηνευτές (Πέγκυ Ζήνα, Θέμης Αδαμαντίδης, Ματθαίος και Κων/νος Τσαχουρίδης, Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης κ.ά.) και κυκλοφορεί από την FM Records. Ανεξίθρησκος και εδώ ο Παπαδόπουλος, συνομιλεί με παραδοσιακά όργανα ανά την Ελλάδα (Πόντο, Κρήτη) και η νέα εργασία του μας δίνει την αφορμή να μιλήσουμε μαζί του για το λαϊκό σήμερα, τη μακρινή μα τόσο όμορφη εποχή που άφησε το Πολυτεχνείο για να συνδιαμορφώσει τα Παιδιά από την Πάτρα, τις μουσικές του, τις εμφανίσεις του αλλά και το μπουζούκι και το παρόν ή το μέλλον του εν καιρώ πανδημίας και σαρωτικών αλλαγών στη μουσική και τη ζωή μας. Ο Χρήστος Παπαδόπουλος δεν είναι απλά ένας μπουζουξής, ή ένας συνθέτης σουξέ. Είναι, θα τολμούσα να πω, ένας έθνικ πολυμουσικός που βρίσκει δρόμους να περάσει ο ήχος του και που ταυτόχρονα έχει την έγνοια του μαζικού, και όχι μιας κλειστής απεύθυνσης για λίγους.

Επιμένετε με νέο δίσκο. Και με νέα τραγούδια. Με προκαλείτε να σας ρωτήσω από πού αντλείτε την αισιοδοξία σας σε μια εποχή όπου όλα περνούν από το  Internet και έχουν αρχίσει να μην υπάρχουν καν σημεία διανομής;

Μα η μουσική για μένα ποτέ δεν αποτελούσε κριτήριο χρηματικό. Πρώτα με ενδιαφέρει να γράψω κάτι καλό και να συνεργαστώ με χαρισματικούς ανθρώπους και σε δεύτερη μοίρα πάνε τα χρήματα. Οταν την τέχνη τη δεις από αυτό το πρίσμα, σίγουρα κάποια στιγμή θα έρθουν κι αυτά.

Γιατί έχει σημασία να κατευθυνθούμε σε δουλειές δημιουργοκεντρικές και όχι απλά τραγουδοκεντρικές; Είδα, το σημειώνετε στη νέα δουλειά σας, ως δουλειά δημιουργού…

Γιατί από τότε που οι τραγουδιστές κάνουν κουμάντο στη δισκογραφία, έχει γίνει πιο φτηνό το τραγούδι. Μην ξεχνάμε ότι το κλασικό ελληνικό τραγούδι της δεκαετίας του ’60 είναι κορυφαία στιγμή του τραγουδιού, αφού όλα τα κανόνιζαν οι δημιουργοί. Το παρήγορο στις μέρες μας είναι οι καριέρες που χτίζουν οι δημιουργοί που γράφουν στίχο και μουσική και ερμηνεύουν και τα τραγούδια. Νομίζω ότι η μουσική στην Ελλάδα έχει να περιμένει πολλά από αυτούς τους λεγόμενους τραγουδοποιούς.

Εχετε προλάβει και τις δύο εποχές. Αυτές που το κοινό έτρεχε στο δισκάδικο για τον νέο δίσκο, αλλά και σήμερα, την εποχή του ψηφιακού χτυπήματος. Πώς, αλήθεια, θα διασωθεί το τραγούδι χωρίς δισκογραφικές, ή παραγωγούς τύπου Αλέκου Πατσιφά, Μακράκη, Τάσου Φαληρέα κ.τ.λ.;

Το τραγούδι είναι ανάγκη του Ελληνα, γιατί είναι στο DNA του από την εποχή του 1821. Με αυτό γιόρταζε, γλεντούσε, ερωτευόταν. Βέβαια στις μέρες μας έχει χαθεί η ιεροτελεστία (ψάχνω τον δίσκο μέσα από τη συλλογή που έχω αγοράσει, τον βγάζω από τη συσκευασία και τον βάζω στο πικάπ). Με τα μέσα που έχουμε πια στη διάθεσή μας ο καθένας έχει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να βρει ό,τι θέλει να ακούσει, χωρίς κόστος, προσφωνώντας απλά τον τίτλο. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς στο σπίτι με την οικογένεια, μπαίνουμε στο spotify και ακούμε τη μουσική που επιθυμούμε. Οσο για τους σπουδαίους αυτούς παραγωγούς που δεν υπάρχουν σήμερα, είναι ο λόγος που εμείς οι τραγουδοποιοί έχουμε γίνει παραγωγοί του εαυτού μας.

Ενώ σήμερα μοιάζει εύκολη η εγγραφή νέου τραγουδιού, πολλά της νέας παραγωγής δεν μοιάζουν ανθεκτικά στον χρόνο. Γιατί λέτε;

Ποτέ το φτηνό δεν αντέχει στον χρόνο, αλλά νομίζω ότι στις μέρες μας υπάρχουν τραγούδια που θα ακουστούν και σε άλλες εποχές. Απλά το πρόβλημα της εποχής είναι ότι οι άνθρωποι δεν έχουν ελεύθερο χρόνο ούτε για ακρόαση, ούτε καν για να ερωτευτούν. Βλέπω την πίεση χρόνου που υφίστανται τα παιδιά μου, να σπουδάσουν, να βρουν δουλειά, που όταν θέλουν κάτι να ακούσουν, στο τηλέφωνο έστω, ποτέ δεν προλαβαίνουν να το ακούσουν ολόκληρο. Ολα γίνονται πολύ γρήγορα πια. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που έζησε ανέμελα φοιτητικά χρόνια στην Πάτρα τη δεκαετία του ’80, όταν τα στέκια τα φοιτητικά, εκτός από ποτά, πουλούσαν ιδέες και τραγούδι.

Εσείς δίνετε – όπως ο Ακης Πάνου – περισσότερη σημασία στον στίχο ή στη μελωδία, ή δεν υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός;

Επειδή με τον Ακη Πάνου βρέθηκα κάποιες φορές και τα είπαμε, όντως μου είχε πει: «Τι είναι το τραγούδι; Ενα καλό ρεφρέν. Αμα έγραψες τον στίχο τελείωσες». Ο ίδιος όμως αναιρούσε τα λόγια του όταν άκουγε τις ανατριχιαστικές μελωδίες του Ζαμπέτα. Για μένα το τραγούδι μετράει όταν έρχεται η ευλογημένη στιγμή που ένας ωραίος στίχος βρει μια δυνατή μουσική και την απογειώσει ένας καλός ερμηνευτής. Παρ’ όλα αυτά, θα δώσω 40% στον συνθέτη, και από 30% σε στιχουργό και ερμηνευτή.

Παρακολουθώντας σας σε τηλεοπτικές σας εκπομπές, από παλιά στο Seven Χ, εκτός από το ότι διασώσατε μια σειρά καταπληκτικών ντοκουμέντων με δημιουργούς ή καλλιτέχνες που πια είναι τεθνεώτες (Μάνος Παπαδάκης, Μπάμπης Τσετίνης, Γιάννης Καραμπεσίνης, Στέλιος Ζαφειρίου κ.ά.), παρατηρώ πως επιμένετε και στη διαδρομή του καθενός και στον τρόπο παιξίματος. Τι έκανε τη δεκαετία του ’60 κυρίως τόσο μεγαλειώδη για το λαϊκό τραγούδι;

Νομίζω ότι η δεκαετία του ’60 μεγαλούργησε σε όλες τις μορφές της τέχνης. Θεωρώ ότι οι κοσμοϊστορικές αλλαγές μετά τον πόλεμο οδήγησαν το τραγούδι στο μεγαλείο του και από μουσική άποψη και στιχουργική, αλλά και σε επίπεδο αξεπέραστων ερμηνειών. Οταν έκανα την εκπομπή «Χάριν Ευφωνίας», με τον καθέναν από τους ξεχωριστούς καλεσμένους, πήγαινα σπίτι τους, είχαμε φιλικές σχέσεις και κατά κάποιον τρόπο γίνονταν δάσκαλοί μου. Ετσι νομίζω ότι κατόρθωσα να αποτυπώσω το παίξιμο του Σταματίου, του Καραμπεσίνη, του Ζαφειρίου, του Κόρου, του Μόσχου κ.ά.

Εχετε και μια έγνοια να συμπράττετε με άλλους μουσικούς, δεν κρατάτε δηλαδή μια δογματική άποψη για το μπουζούκι. Γιατί;

Πάντα μου άρεσαν οι πειραματισμοί στη μουσική, πόσω μάλλον μέσα από την εκπομπή «Χάριν Ευφωνίας» που αυτοσχεδίασα με όλους τους μεγάλους, απ’ όπου κι αν προέρχονταν (παραδοσιακό, λαϊκό, jazz, rock).

Ποιο ή ποια παίξιμο – παιξίματα με μουσικό άλλης όχθης σάς έχει μείνει;

Θέλω να πω ότι είμαι αυτοδίδακτος μουσικός πάνω στο μπουζούκι, αλλά για να διευρύνω τον αυτοσχεδιασμό μου έκανα δύο χρόνια σπουδές Jazz. Οσο μου άρεσε που αυτοσχεδίασα σε εκπομπές με τον Πετρολούκα Χαλκιά, αλλά τόσο ενδιαφέρον βρήκα τον αυτοσχεδιασμό με τον Βασίλη Ρακόπουλο ή τον Μάκη Αμπλιανίτη που προέρχονταν από την Jazz.

Αφήσατε εποχή με τα Παιδιά από την Πάτρα που απενοχοποιήσατε και ένα είδος λαϊκού εξωστρεφούς τραγουδιού. Θέλετε να μας θυμίσετε πώς ξεκίνησε όλο αυτό;

Τα Παιδιά από την Πάτρα ήταν τα φοιτητικά μου χρόνια, η τρέλα της νιότης και τα ανέμελα χρόνια μου. Θα ήθελα να πω αυτό που είπε ο Ακης Πάνου. Ο Βαγγέλης Δεληκούρας είναι το μυαλό, ο Λάμπρος Καρελάς η φωνή κι εγώ η ψυχή. Ομως μετά από αυτά τα χρόνια της εύκολης επιτυχίας νομίζω και θέλω να ελπίζω ότι έτσι είναι, πως περνάω στα χρόνια της ωριμότητας, που κι αυτά έχουν τη γοητεία τους.

Θέλαμε πιο ειδικά να περιγράψετε το κλίμα με τα Παιδιά από την Πάτρα τη δεκαετία του ’80. Τι σας ώθησε στο σχήμα (π.χ. η αγάπη για το λαϊκό ή η ευρύτερη απενοχοποίησή του) και πώς φτάσατε να συνεργάζεστε με μεγάλα ονόματα παλιών;

Το ’80 η μπουάτ Ιζαμπέλα στην Πάτρα, έψαχνε μπουζούκι και αμέσως πήρα τη δουλειά χωρίς να ξέρω το ρεπερτόριο, το οποίο έμαθα μέσα σε μια εβδομάδα. Εννοείται ότι σε όλους άρεσε το καλό λαϊκό τραγούδι και σιγά-σιγά στο Χάραμα της Πάτρας κάναμε και το φοιτητικό κοινό να το αγαπήσει. Μετά από μια πενταετία στην Αθήνα, συνεργαστήκαμε με τον Σταμάτη Κόκοτα μια σεζόν και κάναμε περιοδεία στην Αμερική. Μετά δουλέψαμε με τη Ρίτα Σακελλαρίου το 1986, στο κέντρο Πανόραμα. Από τότε προσπαθούσα να δώσω τραγούδια μου σε μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, αλλά τα πράγματα δεν ήταν εύκολα με τις εταιρείες. Βέβαια τώρα που κάνω απολογισμό, μην τα ρίχνουμε και όλα στις εταιρείες. Προφανώς στα 20 μου δεν ήμουν ώριμος συνθετικά όπως τώρα.

Εχει μέλλον το λαϊκό ή επειδή το βασικό του περιβάλλον, τα μεσαία λαϊκά κέντρα, είναι σήμερα υπό εξαφάνιση, πρέπει να βρει άλλους τρόπους;

Το λαϊκό πιστεύω ότι έχει μέλλον. Αντίθετα, δεν βλέπω να επιβιώνουν οι μεγάλες πίστες. Ειδικά μετά την πανδημία, πιστεύω θα συρρικνωθούν σε λιγότερα από 10 μεγάλα μαγαζιά. Αυτά που θα επιβιώσουν σίγουρα είναι οι μουσικές σκηνές. Και πάλι όμως δεν είμαι σίγουρος πώς θα αντιδράσει ο κόσμος μετά από αυτό που βιώνει. Εχει ξεμάθει τόσο πολύ να βγαίνει, φοβάται… και πιστεύω πως μετά από 2-3 χρόνια θα πηγαίνει άφοβα σε κλειστούς χώρους.

Είδα πως ασχολείται με το όργανο και ο γιος σας. Εχουμε παραδείγματα πατέρα – γιου, όπως Καραντίνης, Κορακάκης, Λιόλιος, και πιο παλιά, όπως Πολυκανδριώτης, Διαμαντής Χιώτης κ.τ.λ. Πώς πρόκυψε αυτό και τι όνειρα έχετε για κείνον;

Είναι ωραίο να συνεργάζεσαι μουσικά με το παιδί σου. Ο Περικλής είναι πολύ καλός στην κιθάρα και στο μπουζούκι. Δουλεύουμε πολύ στο στούντιο και τα καταφέρνει και στην ηχοληψία. Αυτή η γενιά έχει πολλές ικανότητες στην ψηφιακή τεχνολογία. Ετσι δίπλα του μαθαίνω κι εγώ πράγματα. Φοβάμαι όμως ότι μελλοντικά το επάγγελμα του μουσικού δεν έχει προοπτικές, γι’ αυτό σπουδάζει και Οικονομικά. Αλλωστε οποιαδήποτε μορφή σπουδών κάνει καλό, όπως σε μένα που αν και δεν άσκησα το πτυχίο του Πολυτεχνείου, με ωφέλησε στη ζωή και στη μουσική.

Υπάρχει μια συζήτηση για το μπουζούκι. Είδα προσφάτως και μια πρωτοβουλία του Γιώργου Μαζωνάκη για αυτό. Είναι σε διωγμό το όργανο, σε αλλαγή, γενικά σε τι φάση θα το περιγράφατε;

Καλό είναι να προωθούν το όργανο αυτό οι άνθρωποι του εμπορικού τραγουδιού, αν και πιστεύω ότι όλη αυτή η δουλειά που γίνεται στα μουσικά σχολεία βοηθάει πολύ το μπουζούκι. Επίσης βλέπω μια καινούργια γενιά που ασχολείται πολύ σοβαρά με το όργανο και το ρεπερτόριό του. Για να σου δώσω να καταλάβεις, αν το 1980 το σόλο στο «Περασμένες μου αγάπες» το παίζαμε 20 παιδιά εικοσάχρονα σε όλη την Ελλάδα, σήμερα το παίζουν 2.000…