Οι ραγδαίες εξελίξεις στο χώρο του θεάτρου μετά τη σωρεία καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση, λεκτική και σωματική βία προκαλούν μεγάλη αναστάτωση σε όσους επέλεξαν την τέχνη αυτή, σε παιδιά που το δοκίμασαν, σε νέους που το αγαπούν και θέλουν να ασχοληθούν.

Ξυπνούν δε και μνήμες από βιώματα δύσκολα που ακριβώς για αυτό καταχωνιάστηκαν στο πίσω μέρος του μυαλού, αλλά τώρα δεν μπορούν να μείνουν άλλο κρυμμένες.

Ηχηρές παραιτήσεις, φήμες και καταγγελίες για ηθοποιούς και σκηνοθέτες, ωθούν πολλούς ανθρώπους που είχαν την ατυχία να γνωρίσουν την άσχημη χυδαία πλευρά τους να μιλήσουν για αυτούς και να καταθέσουν την εμπειρία τους. Ιδίως όταν οι ισχυροί αυτοί «θεατράνθρωποι» -όπως συνηθίζουν να αποκαλούν τον ευατό τους-  αρνούνται κατηγορηματικά τις κατηγορίες ή πολύ περισσότερο προσπαθούν να εμφανιστούν από θύτες θύματα των ανθρωποφάγων ΜΜΕ ή των social media ή φαντασιόπληκτων καλλιτεχνών ή ηθοποιών που «δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους» και βρήκαν τώρα την ευκαιρία να βγουν στο προσκήνιο.

Στο πλαίσιο αυτό μια νέα μαρτυρία βλέπει το φως της δημοσιότητας, η οποία μάλιστα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού όσα καταγγέλονται αφορούσαν ανήλικο παιδί.

Η μαρτυρία, που φιλοξενεί το 2020mag.gr, ανήκει σε απόφοιτη του Αρσακείου όπου γνωστός σκηνοθέτης που παραιτήθηκε πρόσφατα από υψηλόβαθμη θέση αναλάμβανε την επιμέλεια παραστάσεων.

Η μαρτυρία

«Τη σχολική χρονιά 1990-91 ήμουν μαθήτρια της Β’ Λυκείου στο Αρσάκειο Ψυχικού. Στο πλαίσιο του ανεβάσματος μιας σχολικής θεατρικής παράστασης («Η Τύχη της Μαρούλας» του Δημήτρη Κορομηλά), γνώρισα τον …, στον οποίο είχε ανατεθεί από τη Διεύθυνση του σχολείου μας να επιμεληθεί την παράσταση.

Συμμετείχα στην παράσταση και από τις πρόβες άρχισα να διαπιστώνω έναν πολύ έντονο εστιασμό του … σε μένα. Ήμουν 16 χρόνων, και σε αντίθεση με άλλα κορίτσια της ηλικίας μου και συμμαθήτριές μου, δεν ήμουν αυτό που λέμε «σχηματισμένη γυναίκα» σωματικά, αλλά παιδί.

Μια φορά, στο τέλος της σχολικής μέρας, μου ζήτησε να πάμε να μιλήσουμε σε ένα κοντινό πάρκο. Εκεί, κάτσαμε σε ένα παγκάκι, όπου άρχισε να μου λέει πράγματα που με μπέρδεψαν πάρα πολύ συναισθηματικά: μου απήγγειλε ποιήματα, μου μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια και τη σχέση του με την οικογένειά του, μου έλεγε ότι με βλέπει σαν τη Λάουρα στον «Γυάλινο Κόσμο» και τον εαυτό του σαν τον Τομ, μου έλεγε ότι είμαι ξεχωριστή, μου έλεγε ότι δεν ήμουν σαν τις άλλες (αυτό το έλεγε περιφρονητικά για τα άλλα κορίτσια).

Μου έλεγε ότι εγώ κι αυτός ήμασταν ίδιοι. Μου έλεγε ότι μ’ αγαπούσε. Στο τέλος μου έδωσε και τη διεύθυνση του σπιτιού του και μου είπε ότι θα ήθελε να πηγαίναμε κι εκείνη την ώρα σπίτι του, αλλά είχε παράσταση. Μετά με χαιρέτησε παίρνοντάς με αγκαλιά. Τους επόμενους λίγους μήνες επανέλαβε πολλές φορές την πρότασή του να πάω στο σπίτι του, γιατί «με αγαπούσε». Τον ενοχλούσε που αρνιόμουν να το κάνω, αλλά επέμενε φορτικά.

Ήμουν εξαιρετικά συνεσταλμένη, γεγονός που εκ των υστέρων θεωρώ ότι ήταν καθοριστικό στην επικέντρωση στο πρόσωπό μου, στον έλεγχο που προσπάθησε να μου ασκήσει, στην πίεσή του να πάω μόνη μου σπίτι του. Σε ένα σχολικό πάρτι, με πήρε στο πίσω μέρος της ταράτσας για να μη μας δουν οι άλλοι μαθητές, με αγκάλιασε πολύ σφιχτά, με φίλησε στο λαιμό, μου είπε ότι θα με αγαπάει για πάντα και να πάω να τον βρω.

Προσπαθούσε να μπει στο μυαλό μου, με είχε μπερδέψει πάρα πολύ. Με είχε ξεμοναχιάσει, προσπαθούσε να με κάνει να νιώσω μοναδική, μου έλεγε απίστευτα πράγματα για να με πείσει, με σκοπό να πάω σπιτι του. Νιώθω τυχερή που αρνήθηκα τελικά να πάω, αλλά ακόμα κι έτσι, όσα κατά καιρούς πληροφορούμουν υπό τη μορφή φημών και όσα τώρα έρχονται στο φως της δημοσιότητας, με κάνουν να αναρωτιέμαι για το πόσα άλλα παιδιά και νέοι άνθρωποι μπορεί να βρέθηκαν στη δική μου θέση και δυστυχώς και σε πάρα πολύ χειρότερη από τη δική μου θέση.

Η αρχική μου σκέψη ήταν να μιλήσω επώνυμα για όλα αυτά, αλλά τελικά νιώθω ότι δεν έχω καμία ψυχική δύναμη να έρθω αντιμέτωπή του. Φοβάμαι ότι ούτε σε αυτό είμαι η εξαίρεση».