Σαν σήμερα, στις 27 Ιανουαρίου 1756, γεννήθηκε ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.

Ξεκίνησε ως παιδί θαύμα, με όλες τις δυσκολίες που φέρνει σε ένα παιδί αυτή η ζηλευτή σε πολλούς ιδιότητα. Ο αυταρχικός πατέρας του υπήρξε ο πρώτος του δάσκαλος και καθοδηγητής του, σε μια καριέρα που ξεκίνησε από πολύ νωρίς, στην ηλικία των 5 ετών.

Το «ΒΗΜΑ», της 15ης Ιανουαρίου του 1956, δημοσιεύει σειρά κειμένων του γάλλου μουσικολόγου Αντόλφ Μποσό (Adolphe Boschot)

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 15.1.1956, Ιστορικό Αρχείο, «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πώς μεγάλωσε

«Επί δέκα χρόνια αυτό το παιδί που μεγαλώνει υποσιτιζόμενο, που δεν προφταίνει να χορτάση ύπνο, που δεν έχει το δικαίωμα να παίξη με τ’ άλλα παιδιά, σέρνεται από πόλι σε πόλι στη Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ολλανδία, Ελβετία, Ιταλία και Αυστρία και επιδεικνύεται σαν γυμνασμένη αρκούδα. Και οι περιοδείες αυτές σε πολλά μέρη ανανεώνονται και τραβούν τους μάκρους και καταντούν αφόρητες.

»Και πόσες φορές το ταλαιπωρημένο μικρό δεν κάθεται με πυρετό μπροστά στα άσπρα και μαύρα πλήκτρα και με τα χέρια του παγωμένα από το κρύο»

Ο Μποσό περιγράφει, με όχι ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια,  τους άνθρωπους που υποχρεώθηκε να συναναστραφεί και το περιβάλλον μέσα στο οποίο υποχρεώθηκε να ζήσει, ο μικρός Μότσαρτ.

«Δίπλα σ’ έναν υπολογιστή και συμφεροντολόγο πατέρα και μια μεγαλύτερη αδελφή, δίπλα σε ανθρώπους που τον υποδέχονται άλλοτε με δουλοπρέπεια και άλλοτε με μασκαρεμένη μοχθηρία, δίπλα σε μουσικούς και καλλιτέχνες με αλλόκοτη νοοτροπία και εκκεντρικά φερσίματα, ποιες συζητήσεις και τι επαφές είχε αρχικά το παιδί και αργότερα ο έφηβος και τι αντίληψι μπόρεσε να σχηματίση για τις υποχρεώσεις του στη ζωή;

»Κι όμως έμεινε καλός. Σ’ όλες αυτές τις δοκιμασίες αντέταξε όχι τόσο δύναμι χαρακτήρος ή καρτερία, αλλά αδιαφορία, ένα είδος αφροντισιάς στερημένης από κάθε μνησικακία. Σ’ όλη του τη ζωή ο Μότσαρτ παρέμεινε ένα χαριτωμένο και καλό παιδί, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι του θεάτρου άλλοτε».

Ο Μότσαρτ για τον Μότσαρτ

Το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», στο τεύχος της 15ης Δεκεμβρίου 1956, δημοσιεύει, ένα σπάνιο απόσπασμα επιστολής του ίδιου του συνθέτη, που αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο δημιούργησε τα εμβληματικά του έργα.

Όταν είμαι ο πραγματικός εαυτός μου, εντελώς μόνος μου και σε κατάσταση ευφορίας – όταν ας πούμε, ταξιδεύω μέσα σε μια καρότσα ή κάνω έναν περίπατο ύστερα από καλό φαγοπότι ή την νύχτα, όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ – τότε είναι που μου έρχονται πιο καλά  και πιο άφθονες οι μουσικές μου ιδέες. Από πού όμως και πώς μου έρχονται, δεν ξέρω, ούτε και μπορώ να τις βιάσω.

Όσες από τις ιδέες αυτές μου αρέσουν, τις κρατώ στην μνήμη μου και έχω το συνήθειο, καθώς μου έχουν πει, να τις σιγοτραγουδώ στον εαυτό μου.

Αν το πράγμα πάη έτσι, αρχίζω σε λίγο να σκέφτωμαι με ποιον τρόπο θα μπορέσω να αξιοποιήσω μουσικά τούτην ή εκείνη την ιδέα, έτσι που να γίνη κάτι νόστιμο, δηλαδή σύμφωνο προς τους νόμους του κοντραπούντου και προς τις ιδιοτροπίες των διαφόρων οργάνων.

Όλα αυτά βάζουν φωτιά στην ψυχή μου και – υπό τον όρο να μην με ταράξη κανείς- το θέμα μου μεγαλώνει από μόνο του, συστηματοποιείται και ξεκαθαρίζει, και ολόκληρη η σύνθεση, έστω και αν είναι μεγάλη σε έκταση προβάλλει σχεδόν τελειωμένη στο νου μου, έτσι που να μπορώ να την περιεργαστώ με μια ματιά, σαν να ήταν κανένας ωραίος πίνακας ή κανένα όμορφο άγαλμα.

Όχι πως ακούω στην φαντασία μου, το ένα μετά το άλλο τα διάφορα μέρη της συνθέσεως, παρά τα ακούω, κατά κάποιο τρόπο, όλα μαζί συγχρόνως.

Τι απόλαυση μου δίνει αυτό δεν μπορώ να σας πω! Όλη αυτή η δημιουργία γίνεται μέσα σ’ ένα ευχάριστο και ζωηρό όνειρο. Αλλά το άκουσμα του συνόλου είναι το πιο ευχάριστο από όλα. Ό,τι γεννήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορώ να το ξεχάσω εύκολα και αυτό είναι ίσως το καλύτερο δώρο που μου έχει χαρίσει ο Πλάστης μου.

Στο πεντάγραμμο

Όταν κατόπιν κάθομαι να γράψω τις μουσικές μου ιδέες, βγάζω από το σακκούλι της μνήμης μου (αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τούτη την έκφραση) τα όσα έχουν μαζευτή εκεί μέσα με τον τρόπο που ανέφερα πριν.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το γράψιμο της μουσικής γίνεται αρκετά γρήγορα, γιατί το κάθε τι, καθώς είπα και πριν, είναι ήδη τελειωμένο και σπάνια διαφέρει στο χαρτί από εκείνο που ήταν στο μυαλό μου.

Γι’ αυτό και όταν κάθωμαι να γράψω, δεν με ενοχλεί τίποτε, γιατί ό,τι και να γίνεται γύρω μου, εγώ γράφω – μπορώ μάλιστα και να μιλάω την ώρα που γράφω, αλλά βέβαια μόνο για ασήμαντα πράγματα…

Η μύτη

Όμως, η αιτία για την οποία τα έργα μου παίρνουν την ιδιαίτερην εκείνη μορφή και το ύφος που τα κάνουν «μοτσαρτιανά» και διαφορετικά από τα έργα άλλων συνθετών, είναι ίσως η ίδια αιτία που κάνει την μύτη μου να είναι τόσο μεγάλη ή τόσο γαμψή ή, κοντολογίς, που την κάνει να είναι η μύτη του Μότσαρτ, αλλοιώτικη από τις μύτες των αλλωνών. Γιατί μα την αλήθεια, δεν φροντίζω ούτε επιδιώκω να είμαι πρωτότυπος.

Λησμονημένος

Μέσα από έναν ταραχώδη βίο, ο Μότσαρτ έφτασε στον πρόωρο θάνατο, ξεχασμένος, στα 35 του μόλις χρόνια, στις 5 Δεκεμβρίου 1791.

Γράφει ο Μιχαήλ Κυριακίδης στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 7ης Σεπτεμβρίου 1936.

«Ο Μότσαρτ πέθανε σχεδόν λησμονημένος. Άσημος. Οι τελευταίες του στιγμές υπήρξαν τρομερές. Ο θάνατός του πέρασε σχεδόν απαρατήρητος. Οι Βιεννέζοι πολύ λίγο ενδιεφέρθησαν  και συνεκινήθησαν γι’ αυτόν.

»Οι φίλοι τον εγκατέλειψαν. Ο πλούσιος φον Σβιέτεν, που θα μπορούσε να αναλάβη τα έξοδα της κηδείας, μιας ευπρεπούς κηδείας, ήλθε και βρήκε την Κωνσταντία (σ.σ. χήρα του Μότσαρτ) και την συνεβούλευσε να τον κηδέψη με την νεκροφόρο των απόρων. Η κηδεία υπήρξε  μια σπαραχτική ιστορία.

»Η χήρα άρρωστη, έπρεπε να μείνη στο κρεββάτι. Μερικοί φίλοι μαζεύθηκαν για να ακολουθήσουν τον νεκρό. Ο καιρός ήταν τρομερός. Η θύελλα λυσσούσε. Παγερός αέρας και χιόνι έδερνε αλύπητα την τραγική συνοδεία. Έτσι σιγά-σιγά διελύθησαν και ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ έφθασε μονάχος στο κοιμητήριο.

»Το πτώμα του ρίχτηκε στον κοινό λάκκο. Ούτε άνθη, ούτε μια αναμνηστική πλάκα, ούτε καν ένας ξύλινος σταυρός. Τα λέιψανά του, όταν αποσυντεθήκανε, σκορπίστηκαν στους τέσσαρας ανέμους. Ο Μότσαρτ δεν είχε τάφο!».

Οι Αυστριακοί επανόρθωσαν αυτήν την απρέπεια, με την κατασκευή ενός αντάξιου  μνήματος, πολλές δεκαετίες αργότερα