Από την έναρξη της πανδημίας, αμέτρητες θεωρίες έχουν διατυπωθεί για τις ενδεχόμενες δυστοπίες που θα μπορούσε να συνθέσει ο κοροναϊός. Ανάμεσά τους, μία φαινόταν ανέκαθεν πιο ρεαλιστική –και για αυτό πολύ πιο ανατριχιαστική: Η έλευση του τέλους της ιδιωτικότητας, που έμοιαζε προδιαγεγραμμένη ήδη από την εισβολή των κοινωνικών δικτύων και των smartphones στις ζωές μας, αλλά επιταχύνθηκε ραγδαία μέσα από τις νέες εφαρμογές ιχνηλάτησης που χρησιμοποιήθηκαν από πολλές χώρες σε όλο τον πλανήτη, σε συνδυασμό με δεδομένα γεωεντοπισμού των συσκευών. Τώρα, η Σιγκαπούρη μοιάζει να επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους για το μέλλον των προσωπικών δεδομένων.

Όπως ανακοινώθηκε, η αστυνομία της χώρας πλέον θα έχει πρόσβαση στα δεδομένα που συλλέχθηκαν από τις τεχνολογίες ιχνηλάτησης του κοροναϊού, και τα οποία θα μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο αστυνομικών ερευνών.

Οι τεχνολογίες αυτές, που στη χώρα πήραν τη μορφή μιας εφαρμογής για smartphones αλλά και μιας ειδικής συσκευής, χρησιμοποιούνται σχεδόν από το 80% του πληθυσμού 5,7 εκατ. της χώρας, σύμφωνα με τις αρχές, οι οποίες έχουν καταστήσει υποχρεωτική τη χρήση τους σε διάφορες τοποθεσίες, μεταξύ των οποίων και τα εμπορικά κέντρα.

Το πρόγραμμα «Ιχνηλατούμε Μαζί», είναι ένα από τα πλέον χρησιμοποιούμενα σε οποιαδήποτε χώρα και είχε εγείρει ανησυχίες για την ασφάλεια της ιδιωτικότητας των πολιτών από την αρχή. Τότε, οι αρχές της χώρας είχαν ανακοινώσει ότι τα δεδομένα είναι κρυπτογραφημένα, αποθηκεύονται τοπικά και γίνονται προσπελάσιμα στις αρχές μόνο στις περιπτώσεις διάγνωσης των πολιτών με κοροναϊό.

«Η αστυνομία της Σιγκαπούρης έχει τη δυνατότητα να ανακτήσει οποιοδήποτε δεδομένο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συλλέγονται μέσω της εφαρμογής «Ιχνηλατούμε Μαζί», για τη διενέργεια ποινικών ερευνών», δήλωσε ο υπουργός εσωτερικών Ντέσμοντ Ταν τη Δευτέρα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση στο κοινοβούλιο.

Η ιστοσελίδα του «Ιχνηλατούμε Μαζί» αναφέρει σε σχέση με την ιδιωτικότητα: «Τα δεδομένα θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την ιχνηλάτηση επαφών κρουσμάτων κοροναϊού».

Αντίστοιχες ανησυχίες για την ιδιωτικότητα των πολιτών έχουν εκφραστεί για πολλές χώρες που χρησιμοποιούν αντίστοιχες εφαρμογές, ανάμεσά τους και η Νότια Κορέα.

«Οι ανησυχίες έχουν εστιαστεί σε ζητήματα ασφάλειας των δεδομένων που σχετίζονται με τον τρόπο συλλογής, χρήσης και αποθήκευσής τους», ανέφερε τον περασμένο μήνα η δικηγορική εταιρεία Norton Rose Fullbright για το πρόγραμμα της Σιγκαπούρης, σε μια επισκόπηση των τεχνολογιών ιχνηλάτησης επαφών σε όλο τον κόσμο.

Όταν ερωτήθηκε για την ανακοίνωση ιδιωτικότητας του Ιχνηλατούμε Μαζί από έναν βουλευτή της αντιπολίτευσης, ο Ταν σημείωσε: «Δεν αποκλείουμε τη χρήση των δεδομένων του «Ιχνηλατούμε Μαζί» σε περιπτώσεις στις οποίες διακυβεύεται η ασφάλεια των πολιτών, και το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλο δεδομένο».

Η Σιγκαπούρη έχει ελάχιστους αντιφρονούντες και διοικείται από το ίδιο κόμμα από όταν έγινε ανεξάρτητη το 1965, έχοντας αυστηρούς νόμους, εκτεταμένη επιτήρηση των πολιτών και περιορισμούς αναφορικά με τις δημόσιες συναθροίσεις. Σπάνια είναι και τα σοβαρά εγκλήματα.

Ο πρωθυπουργός, Λι Χσιέν Λουνγκ, έχει υποστηρίξει στο παρελθόν ότι οι ανησυχίες για την τεχνολογία και την ιδιωτικότητα θα πρέπει να ζυγιστούν σε σχέση με την ανάγκη περιορισμού του ιού και ανοίγματος της οικονομίας.

Η Σιγκαπούρη έχει ανακοινώσει ελάχιστα κρούσματα κοροναϊού από μετάδοση στην κοινότητα στη διάρκεια των τελευταίων μηνών και η εκταταμένη επιτήρηση της ασθένειας σε συνδυασμό με τις προσπάθειες ιχνηλάτησης επαφών της έχουν χαρίσει διεθνείς επαίνους, μεταξύ άλλων και από τον ΠΟΥ.

Η Αυστραλία χρησιμοποιεί τη δική της εφαρμογή ιχνηλάτησης, που αξιοποιεί τον ίδιο πηγαίο κώδικα με το «Ιχνηλατούμε Μαζί».

Το υπουργείο υγείας της Νέας Νότιας Ουαλίας ανακοίνωσε πέρσι ότι ένα σημαντικό πρόβλημα της εφαρμογής, το οποίο θα μπορούσε να επιφέρει και προβλήματα ιδιωτικότητας αν αξιοποιηθεί από την αστυνομία, είναι το ότι κάνει λάθη στον εντοπισμό των στενών επαφών.

«Υπάρχουν γείτονες από το ίδιο συγκρότημα κατοικιών ή από κοντινές κατοικίες, υπάρχουν εργαζόμενοι σε γραφεία που εργάζονταν σε διαφορετικούς ορόφους από ό,τι το κρούσμα ή που έφαγαν σε διαφορετικό εστιατόριο από ό,τι το κρούσμα ή που απλώς βρέθηκαν στον ίδιο δρόμο ή ακόμη και σε έναν δρόμο πιο κάτω σε σχέση με το κρούσμα», ανέφερε η ερευνήτρια Τζάνα Σισνόφσκι.