Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ ότι κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 το ΑΕΠ υποχώρησε κατά τα 15,2% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 ήταν λίγο πολύ αναμενόμενο. Άλλωστε, το διάστημα Απρίλιος – Ιούνιος 2020 συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία (που ουσιαστικά ξεκίνησαν στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου), το υποχρεωτικό κλείσιμο πλήθους δραστηριοτήτων και το «πάγωμα» της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

Μάλιστα, κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι η μείωση ήταν λιγότερο εντυπωσιακή από άλλες χώρες της Ευρωζώνης: ενδεικτικά αναφέρουμε την Ισπανία που είχε μια υποχώρηση -22,1%, τη Γαλλία που είδε την ύφεση να πηγαίνει στο -19%, την Ιταλία που πήγε στο -17,2%, ή την Πορτογαλία που υποχώρησε στο -16,3%. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα φαίνεται να κινείται στα όρια του μέσου όρους της Ευρωζώνης (-15%) και λίγο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (-14,1%).

Ωστόσο, μια προσεκτική ανάγνωση των στοιχείων που αφορούν την ύφεση αλλά και συνολικά την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα έπρεπε να μας κάνει πιο μετρημένους ως προς την εκτίμηση ότι «τα χειρότερα αποφεύχθηκαν».

Με βάση αυτά που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 10,1% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατά 10,3%, οι εξαγωγές κατά 32,1% και οι εισαγωγές κατά 17,2%. Ως προς τις εξαγωγές υπηρεσιών ιδιαίτερα κρίσιμο είναι το γεγονός ότι η μείωση έφτασε το 49,4% αποτυπώνοντας τη σημαντική κατάρρευση του τουρισμού.

Η αγωνία για το τρίτο τρίμηνο και η σημασία του τουρισμού

Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να δηλώσει ότι η εκτίμησή της για τη συνολική ύφεση σε ετήσια βάση θα κινηθεί με βάση το χειρότερο σενάριο στο 8%.

Η εικόνα αυτή αντανακλά και τις εκτιμήσεις που έχουν γίνει για το τρίτο τρίμηνο και ειδικά για την κατάσταση του τουρισμού.

Το 2019 τα έσοδα από τον εισερχόμενο τουρισμό ήταν 17,7 δισεκατομμύρια ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται τα έσοδα από την κρουαζιέρα. Το 56% των αφίξεων έγινε τους μήνες Ιούλιο – Αύγουστο – Σεπτέμβριο, δηλαδή στο τρίτο τρίμηνο του έτους.

Τον Αύγουστο οι εκπρόσωποι του κλάδου (ΣΕΤΕ) εκτιμούσαν ότι τα αντίστοιχα έσοδα για το 2020 θα κινηθούν περίπου στα 3-3,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στην περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2020 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνιση μείωση 4.736 εκατ. ευρώ (-87,5%). Μάλιστα, τον Ιούνιο του 2020 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά 97,5% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019, ενώ η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση ήταν μειωμένη κατά 93,8%. Ακόμη και τον Αύγουστο, πάνω στη μέγιστη σχετική χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, η κίνηση στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» κατέγραψε μια βουτιά 60,4% (-47% για τις πτήσεις εσωτερικού και -66,2% για τις πτήσεις εξωτερικού). Συνολικά, στην περίοδο Ιανουαρίου Αυγούστου η κίνηση αεροδρομίου της Αθήνας κατέγραψε πτώση 65,3%.

Για να δώσουμε και ένα άλλο δεδομένο Σύμφωνα με τα μηνιαία δελτία των Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών, Αττικής και Αργοσαρωνικού και GBR Consulting για τα στοιχεία κίνησης και απόδοσης ξενοδοχείων, η πληρότητα των ξενοδοχείων της Αθήνας κατέγραψε πτώση της τάξης του 49,2%, ενώ καθοδικά κατά 62,0% και κατά 25,2% κινήθηκαν το Έσοδο ανά Διαθέσιμο Δωμάτιο (RevPar) και η Μέση Τιμή Δωματίου στο 7μηνο Ιανουαρίου- Ιουλίου 2020.

Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και εάν υπάρξει μια βελτίωση ως προς την συνολική κατανάλωση και τη μερική επανέναρξη της οικονομίας, η κατάρρευση του τουρισμού θα διαμορφώσει ιδιαίτερα αρνητική δυναμική στο τρίτο τρίμηνο του 2020.

Μάλιστα, υπάρχει η επιπλέον ανησυχία ότι εξαιτίας της εποχικότητας του τουρισμού, που σημαίνει ότι ένα μέρος του τουριστικού εισοδήματος καταναλώνεται τον επόμενο χειμώνα, η υποχώρηση των εσόδων από τουρισμό θα έχει μια μεγαλύτερης διάρκειας επίπτωση στην ελληνική οικονομία.

Το ίδιο ισχύει και για την επίπτωση που θα υπάρξει στην απασχόληση, εάν σκεφτούμε ότι κλάδοι όπως ο τουρισμός και ο επισιτισμός απασχολούν σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού και αυτή την περίοδο πλήττονται και από την υποχώρηση των αφίξεων τουριστών αλλά και από τα περιοριστικά μέτρα που έχουν τεθεί σε ισχύ σε επιχειρήσεις εστίασης.

Επιπλέον, μέσα σε αυτή τη συνθήκη διάφορα επιχειρηματικά σχέδια για επενδύσεις αναπροσαρμόζονται. Ένας έμμεσος δείκτης είναι και η σημαντική καθυστέρηση στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων όπου αντί αναμένεται να μην υπάρξουν καθόλου έσοδα φέτος, έναντι πρόβλεψης για τουλάχιστον 2 δισεκατομμύρια ευρώ.

Η αγωνία για την απασχόληση και τα δημόσια έσοδα

Η μεγάλη αγωνία είναι ποια επίπτωση θα έχουν όλα αυτά για την απασχόληση, ιδίως όταν εξαντληθούν τα σημερινά μέτρα που πρακτικά αποτρέπουν τις μαζικές απασχολήσεις. Η ανεργία τον Μάιο (όταν μεγάλο μέρος των συμβάσεων ήταν σε αναστολή, αλλά γι’ αυτόν τον λόγο και σε απαγόρευση απολύσεων) άγγιξε το 17%, αντιστρέφοντας την πτωτική τάση του προηγούμενου διαστήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι μια μεγάλη αύξηση της ανεργίας δεν έχει μόνο άμεσες επιπτώσεις στους ίδιους του ανέργους, αλλά και ένα συνολικότερο αποτέλεσμα αποδιάρθρωσης της κοινωνικής συνοχής.

Την ίδια στιγμή όλα αυτά έχουν επίπτωση και στα δημόσια έσοδα. Παρότι αυτό δεν έχει άμεσες «τιμωρητικές» επιπτώσεις, εφόσον στην ΕΕ έχει αποφασιστεί ότι για φέτος θα γίνουν ανεκτοί οι «δημοσιονομικοί εκτροχιασμοί», εντούτοις είναι ενδεικτικό ότι ο προϋπολογισμός παρουσίασε στο επτάμηνο Ιανουάριος – Ιούλιος 2020 πρωτογενές έλλειμμα 7,463 δισεκατομμυρίων ευρώ έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 1,166 ευρώ και περσινού πλεονάσματος 1,763 ευρώ, κυρίως επειδή τα καθαρά έσοδα του προϋπολογισμού μειώθηκαν κατά 4,231 δισεκατομμύρια ευρώ ή 15.1%. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη υπάρχουν εκτιμήσεις για τελικό πρωτογενές έλλειμμα άνω του 5% του ΑΕΠ, ιδίως από τη στιγμή που την ίδια στιγμή αυξάνονται και οι δαπάνες του δημοσίου στην προσπάθεια να αντισταθμιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης.

Πάντως το υπουργείο Οικονομικών προς το παρόν δεν ανησυχεί, καθώς μετά και την άντληση 2,5 δισεκατομμυρίων ευρών, τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους διαμορφώνονται στα 37,5 δισεκατομμύρια ευρώ.

Το ευρωπαϊκό πακέτο και πότε θα αποδώσει

Όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν γιατί δίνεται τόσο μεγάλη έμφαση στο Ταμείο Ανάκαμψης και τα μεγάλα ποσά που αναμένονται να εισρεύσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, αυτά δεν θα έρθουν αμέσως, παρά τον αγώνα δρόμου ώστε τουλάχιστον μία προκαταβολή να έρθει στις αρχές του 2021. Στην πραγματικότητα, τα ποσά αυτά θα αποδώσουν στο βαθμό που έχει αποκατασταθεί μια αναπτυξιακή δυναμική στην ελληνική οικονομία και έχει δρομολογηθεί ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης. Διαφορετικά η αποτελεσματικότητά τους δεν είναι η ίδια.

Η αγωνία για το μέλλον

Και αυτή είναι η μεγαλύτερη αγωνία για το μέλλον. Η ελληνική οικονομία σε όλη τη διάρκεια του 2020 θα μείνει μέσα στο «υφεσιακό σοκ» που έφερε η πανδημία και η παγκόσμια κρίση. Το εάν, πότε και σε ποια κλίμακα θα εξέλθει αυτής της καθοδικής πορείας δεν θα εξαρτηθεί απλώς από την αναπόφευκτη ανάκαμψη που ακολουθεί μια τόσο μεγάλη πτώση.

Σε μεγάλο βαθμό, θα κριθεί από το εάν θα δρομολογηθούν ευρύτεροι μετασχηματισμοί σε όλα τα επίπεδα. Διαφορετικά, ο κίνδυνος ενός δεύτερου εγκλωβισμού της ελληνικής οικονομίας σε μια συνθήκη χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και χαμηλών προσδοκιών, σε συνέχεια της παρατεταμένης κρίσης της δεκαετίας του 2010, είναι υπαρκτός.

Αυτό εξηγεί και την ανάγκη όχι απλώς αναζήτησης πόρων για τη λήψη άμεσων μέτρων που να απαντούν στις άμεσες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας, αλλά – και κυρίως – της σοβαρής συζήτησης για το τι θα σήμαινε όντως αναπτυξιακή στρατηγική για την ελληνική οικονομία, με όρους που εκτός των άλλων να την καθιστούν και λιγότερο εξαρτημένη από τις εξελίξεις σε έναν περιορισμό αριθμό κλάδων-

ατμομηχανών»