Σε μια πανδημία από λοιμώδες παθογόνο που πλήττει το αναπνευστικό σύστημα και έχει υψηλή μεταδοτικότητα σε συνθήκες μαζικού συγχρωτισμού, μια από τις βασικές προτεραιότητες είναι οι «κλειστοί πληθυσμοί», δηλαδή οι χώροι όπου πολλοί άνθρωποι μένουν μαζί και ο συγχρωτισμός είναι διαρκής.

Το πόσο μεταδοτικός είναι ο ιός σε μια τέτοια συνθήκη το είδαμε στο κρουαζιερόπλοιο Diamond Princess, στο αμερικανικό αεροπλανοφόρο Theodore Roosevelt, στο γαλλικό αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle.

Αυτό εξηγεί γιατί υπήρξε ιδιαίτερη ανησυχία εξαρχής για χώρους όπως οι φυλακές ή οι χώροι φιλοξενίας προσφύγων και αιτούντων άσυλο, χώροι δηλαδή όπου είναι δύσκολο να εφαρμοστούν πρακτικές φυσικής αποστασιοποίησης και τακτικής «μένουμε σπίτι».

Ανησυχία υπήρξε εξαρχής και για μια άλλη κατηγορία χώρων: τα γηροκομεία και γενικά τις δομές παραμονής και φροντίδας ηλικιωμένων. Εκεί ο κίνδυνος ήταν διπλός: από τη μια ο μαζικός συγχρωτισμός, από την άλλη το γεγονός ότι οι πληθυσμοί σε αυτές τις δομές είναι κατεξοχήν ευπαθείς ομάδες και ευάλωτοι στον νέο ιό.

Μάλιστα, οι πληθυσμοί αυτοί των ηλικιωμένων είναι αρκετά μεγάλοι. Ας μην ξεχνάμε ότι μπορεί στον Ευρωπαϊκό Νότο να είναι συγκριτικά μικρότερο το ποσοστό των ηλικιωμένων που ζουν σε τέτοιες δομές, καθώς είναι πιο συχνό το φαινόμενο να συγκατοικούν περισσότερες γενιές κάτω από την ίδια στέγη, αλλά στη Βόρεια Ευρώπη ή τις ΗΠΑ το ποσοστό των ηλικιωμένων σε τέτοιες δομές είναι πολύ υψηλότερο.

Αυτό επιτείνεται και από το γεγονός ότι συχνά μόνο τέτοιες δομές μπορούν να προσφέρουν και την αναγκαία φροντίδα για ανθρώπους που έχουν και χρόνια και σοβαρά προβλήματα υγείας, φροντίδα που δεν θα μπορούσαν να την έχουν κατ’ οίκον παρά μόνο με πολύ μεγάλη οικονομική επιβάρυνση.

Ο τραγικός απολογισμός

Παρότι αρκετές χώρες δεν δημοσιοποιούν ξεχωριστώ στατιστικά στοιχεία για τους θανάτους ανθρώπων σε προνοιακές δομές φιλοξενίας, εντούτοις τα στοιχεία από όσες το κάνουν είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά, όπως φαίνεται από πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στην ειδική ιστοσελίδα για τον COVID-19 του International Long-term Care Policy Network.

Στο Βέλγιο, με βάση τα στοιχεία της 16ης Απριλίου το από τους 4857 θανάτους από τον νέο κοροναϊό, οι 2387 (49,1%) έλαβαν χώρα σε χώρους φροντίδας ηλικιωμένων.

Στη Γαλλία, τα συγκεντρωτικά στοιχεία που δημοσιεύτηκαν από το υπουργείο Υγείας στις 15 Απριλίου ανέφεραν ότι από τους 17167 θανάτους από τον κοροναϊό οι 8479 (49,4%) αφορούσαν ανθρώπους που έμεναν σε χώρους φροντίδας ηλικιωμένων.

Στην Ισπανία στοιχεία που ανακοινώθηκαν στις 16 Απριλίου ανέφεραν ότι από τουw 19516 θανάτους που αποδίδονται στον COVID-19 οι 10924 αφορούσαν ανθρώπους που έμεναν σε γηροκομεία και άλλες δομές φροντίδας.

Στην Ιρλανδία στις 13 Απριλίου από τους 444 θανάτους οι 245 (55,2%) αφορούσαν ανθρώπους που έμεναν σε γηροκομεία.

Στη Νορβηγία στις 15 Απριλίου 44 θάνατοι (32,3%) ήταν σε νοσοκομεία, 87 (63,9%) σε χώρους φροντίδας ηλικιωμένων και άλλους αντίστοιχους χώρους και 5 (3,7%) σε σπίτια.

Στην Πορτογαλία το υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε ότι περίπου το ένα τρίτο των θανάτων αφορά γηροκομεία.

Στον Καναδά στις 14 Απριλίου από τους 903 θανάτους που αποδίδονταν στον COVID-19 οι 245 (55%) έγιναν σε οίκους ευγηρίας και άλλους χώρους φροντίδας.

Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν και το πλήθος δημοσιευμάτων που υπήρξαν για σημαντικό αριθμό θανάτων σε τέτοιες δομές, ιδίως σε περιπτώσεις όπου αποδιαρθρώθηκε και η λειτουργία τέτοιων δομών.

Το αμερικανικό παράδειγμα

Στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπάρχουν σχετικά στατιστικά σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ωστόσο, ένα δημοσίευμα των New York Times στις 17 Απριλίου ανέφερε ότι έως και 7000 νεκροί προέρχονταν από γηροκομεία και χώρους φροντίδας ηλικιωμένων, περίπου το ένα πέμπτο του συνολικού αριθμού. Άλλωστε, το πρώτο μαζικό ξέσπασμα του κοροναϊού έγινε σε έναν οίκο ευγηρίας στα προάστια του Σηάτλ.

Τα στοιχεία που έχει συλλέξει η Πολιτεία της Νέας Υόρκης αναφέρει ότι οι άνθρωποι που έμεναν σε οίκους ευγηρίας και χώρους φροντίδας ενηλίκων και πέθαναν από COVID-19 (είτε σε νοσοκομεία, είτε στους χώρους φροντίδας) ήταν στις 18 Απριλίου 3425, αποτελώντας ένα σημαντικό ποσοστό του συνολικού αριθμού των θυμάτων.

Η Πολιτεία του Νιου Τζέρσεϊ στα δικά της στοιχεία αναφέρει ότι από τους 4202 θανάτους που έχει καταγράψει, οι 1730 αφορούν ανθρώπους που έμεναν σε χώρους φροντίδας, δηλαδή ποσοστό 41,1%.

Ήταν άλλωστε στο Αντόβερ του Νιου Τζέρσεϊ όπου διαπιστώθηκε ότι σε ένα κέντρο φροντίδας και αποκατάστασης με 543 κλίνες είχαν υπάρξει 70 θύματα και μάλιστα 17 σοροί θυμάτων του κοροναϊού ήταν στοιβαγμένες στο μικρό νεκροτομείο του κέντρου.

Η έλλειψη μέτρων και οι κακές συνθήκες

Σε όλες τις χώρες οι μαρτυρίες για το πώς ήταν τόσο μεγάλο το τίμημα για αυτή την κατεξοχήν ευπαθή και ευάλωτη ομάδα, συγκλίνουν. Δεν ελήφθησαν έγκαιρα μέτρα αραίωσης των πληθυσμών, διαμόρφωσης συνθηκών μικρότερου συγχρωτισμού. Μάλιστα, όπως επισημαίνεται ενώ θέματα όπως η ανάγκη για ΜΕΘ ή για μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης ή για μέτρα αποσυμφόρησης χώρων όπως οι φυλακές αναδείχτηκαν έγκαιρα, δεν υπήρξε ανάλογη ανάδειξη του θέματος των προνοιακών δομών φιλοξενίας, ούτε μέτρα επείγουσας αναδοχής των ανθρώπων αυτών.

Επιπλέον, για αρκετούς από αυτούς τους χώρους αναφέρονται και προβλήματα υποστελέχωσης και μεγάλες ελλείψεις στον αναγκαίο προστατευτικό εξοπλισμό, όπως είναι οι μάσκες. Επιπλέον, το προσωπικό αυτών των χώρων, που εργαζόταν ούτως ή άλλως κάτω από δύσκολες συνθήκες, συχνά νοσούσε το ίδιο κάνοντας τα πράγματα ακόμη χειρότερα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις μέσα στον πανικό από την κορύφωση των πανδημίας υπήρξαν περιπτώσεις όπου ηλικιωμένοι αφέθηκαν ουσιαστικά αβοήθητοι, χωρίς φροντίδα και χωρίς την αναγκαία για αυτούς φαρμακευτική αγωγή, κάτι που επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την υγεία τους και τους κατέστησε ακόμη πιο ευάλωτους, οδηγώντας στην εικόνα «γηροκομείων θανάτου».

Η ελληνική περίπτωση

Στην Ελλάδα το ποσοστό των ηλικιωμένων που μένουν σε γηροκομεία είναι μικρότερο άλλων χωρών και αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε ούτως ή άλλως μεγάλη έξαρση, χάρη και στην έγκαιρη λήψη μέτρων, έχει οδηγήσει σε πολύ μικρό αριθμό κρουσμάτων σε τέτοιες προνοιακές δομές φιλοξενίας. Επιπλέον, ο ΕΟΔΥ έχει πάρει αρκετά μέτρα έγκαιρα και κλιμάκιά του έχουν κάνει πολλούς ελέγχους σε κλειστές προνοιακές δομές που υπάγονται στην αρμοδιότητά του.

Ωστόσο, υπάρχει το χρόνιο πρόβλημα στην Ελλάδα με την ύπαρξη ενός σημαντικού αριθμού χώρων και ιδρυμάτων που ενώ στην πράξη λειτουργούν ως γηροκομεία ή προνοιακοί χώροι φιλοξενίας δεν δηλώνονται ως τέτοιοι και δεν εποπτεύονται ούτε από το υπουργείο Υγείας ούτε από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.