Σαράντα οκτώ ώρες περίπου από την επιστροφή μου στο σπίτι και προσπαθώ σιγά σιγά και βήμα βήμα να ανακτήσω την αναπνοή μου και να τη φέρω στα επίπεδα που ήταν πριν από το χτύπημα του COVID-19.

Ο συγκεκριμένος ιός είναι όπλο. Μπαίνει στο σώμα σου για να σε σκοτώσει και προσπαθεί να το κάνει με όποιον τρόπο μπορεί. Εγώ δεν έχω πάθει ούτε την κοινή γρίπη για δεκαετίες. Δεν είμαι ζαχαροδιαβητικός, δεν είχα θέματα με την καρδιά μου και γενικώς η υγεία μου είναι σε καλή κατάσταση. Το μόνο που είχα είναι κάποια παραπανίσια κιλά.

Στις 16 του Μάρτη κι ενώ πήγαινα στη βάρδια μου στο ξενοδοχείο, ένιωσα ότι είχα πυρετό. Δεν μπορούσα να τον μετρήσω διότι δεν υπήρχε θερμόμετρο, αλλά πήρα παρακεταμόλη και, φτάνοντας το πρωί στο σπίτι, διαπίστωσα ότι είχα 38,4. Αμέσως απομονώθηκα για να μην επηρεάσω και τα υπόλοιπα μέλη του σπιτιού, πήρα τηλέφωνο το 111 (ύστερα από δύο ώρες αναμονή απάντησαν) και μου είπαν να παίρνω παρακεταμόλη και αν σε επτά μέρες δεν είμαι καλύτερα να τους ξανακαλέσω. Μην έχοντας άλλη λύση, ακολούθησα τις οδηγίες τους, αλλά παράλληλα συνομιλούσα με μια καλή μου φίλη γιατρό στην Ελλάδα.

Ο πυρετός σταθερά πάνω από 38 και το πρώτο χτύπημα ήταν η μείωση της όρεξης. Από την τρίτη μέρα ήμουν μόνο με νερό, δεν μπορούσα να φάω ούτε ένα κομμάτι ψωμί. Εκεί ειλικρινά άρχισα να φοβάμαι, διότι άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι μέσα μου προσπαθεί να με αποδυναμώσει και να με εξοντώσει. Για πέντε ολόκληρες μέρες έπινα μόνο νερό. Παράλληλα, στις 19 του μήνα το βράδυ είδα αίμα στα ούρα, πράγμα που και εγώ και η γιατρός στην Ελλάδα αλλά και η GP (σ.σ. γενική ιατρός) μου την επόμενη μέρα θεωρήσαμε αιτία του κακού και ουρολοίμωξη. Ξεκινήσαμε αντιβίωση αλλά μάταια. Δύο μέρες μετά ήρθε και η αιμόπτυση. Ο ιός έκανε ολομέτωπη επίθεση και εγώ έπρεπε να είμαι σπίτι διότι δεν έκριναν ότι είμαι περίπτωση για διακομιδή σε νοσοκομείο.

Ανήμερα της εθνικής εορτής στις 25 του Μάρτη το οξυγόνο μου είχε πέσει στο 90, η αιμόπτυση συνεχιζόταν, και η αιματουρία παράλληλα, όπως επίσης και ο πυρετός. Κάλεσα το 999 και ύστερα από 45 λεπτά αναμονή, και ενώ άκουσαν την κατάστασή μου, με έβαλαν σε προτεραιότητα για μεταφορά σε νοσοκομείο. Τους κάλεσα στις 16.15, το θυμάμαι σαν να είναι τώρα, γιατί τα λεπτά ήταν κρίσιμα, ήρθαν μετά από τρεις ακόμα κλήσεις στις 19.30. Τουλάχιστον ήρθαν. Με πήραν και με μετέφεραν στο North Middlesex University Hospital, το οποίο βρίσκεται κοντά στο σπίτι μου.

Εκεί ξεκίνησε ένας νέος γολγοθάς: τους είπα ότι ήρθα με χαμηλό οξυγόνο και με έβαλαν σε μια πολυθρόνα από αυτές με το τηλεκοντρόλ που ρυθμίζεις το ύψος των ποδιών και την ανάκληση με παροχή οξυγόνου. Για πολλές ώρες παρκαρισμένος εκεί, και ενώ περνούσαν και έπαιρναν αίμα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, έδωσα ούρα και με πήγαν και για ακτινογραφία θώρακος. Γύρω στις 2 μετά τα μεσάνυχτα ήρθε ένας γιατρός και μου ανακοίνωσε ότι έχω τον COVID-19 και ότι αναμένουν κρεβάτι για να νοσηλευτώ. Δέκα ώρες αργότερα με μετέφεραν σε κρεβάτι, σε έναν θάλαμο που από ό,τι τώρα αντιλαμβάνομαι γίνεται η αξιολόγηση των περιστατικών για να τα προωθήσουν στην κλινική ή να τα στείλουν σπίτια τους.

Σε αυτόν τον θάλαμο κοιμάσαι με τον Χάρο, το νιώθεις ότι είναι παρών στο δωμάτιο. Δύο άνθρωποι πέθαναν μπροστά μου: ένας 87χρονος και ένας 49 χρόνων, υπέρβαρος. Ενα μικρό λάθος κι έφυγες.

Επειτα από 48 ώρες παραμονή εκεί, και ενώ δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, δεν μπορούσα ούτε να κοιμηθώ τα βράδια διότι πνιγόμουν, έμενα καθιστός σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι και περίμενα να ξημερώσει και να πάω στην επόμενη μέρα. Κάθε λεπτό μετρούσε.

Στις 27 του μήνα με πήγαν στον θάλαμο Τ5, στο κρεβάτι 19. Το πρώτο πράγμα που η νοσηλεύτρια μου είπε ήταν ότι δυστυχώς δεν μπορούν να αλλάζουν τα σεντόνια διότι έχουν έλλειψη. Μου έδιναν αντιβιοτικά σε κάψουλες, αλλά και ενδοφλέβια κάθε βράδυ και παράλληλα μου έκαναν το ενεσάκι για την αποφυγή της θρόμβωσης λόγω ακινησίας. Με ξεκίνησαν με 10 λίτρα οξυγόνο, τα οποία σε 48 ώρες κατέβασαν στα 4 λίτρα, μετά στα 2 και τελικά στις 2 του Απρίλη το αφαίρεσαν εντελώς.

Πολλές ελλείψεις

Το νοσοκομείο είχε σοβαρότατες ελλείψεις, κάθε μέρα κάτι δεν υπήρχε: αρχικά οι χυμοί, μετά οι μπανάνες (μην το θεωρείτε μικρό για έναν ασθενή που παίρνει τόσα φάρμακα. Το να μπορέσει να βάλει στο στόμα του μια μπανάνα είναι τεράστια υπόθεση) και στο τέλος δεν υπήρχαν ούτε τα εμφιαλωμένα νερά που μας παρείχαν για να μπορούμε να παίρνουμε και τα χάπια μας. Ξέρω ότι πολλοί Ελληνες εργάζονται στο NHS, το έργο τους είναι αξιέπαινο, αλλά με αυτά που εγώ βίωσα η μόνη ευχή που μπορώ να δώσω είναι να μην το χρειαστεί κανείς και ποτέ. Η γιατρός τη μέρα που έφευγα, μια κυρία από την Ινδία από όσο μπόρεσα να αναγνωρίσω από την προφορά της και την εικόνα της, μου είπε: «From all these people in this room you gave the most difficult fight, but you have been very brave».

Δεν ξέρω αν υπήρξα γενναίος. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν πίστεψα ποτέ ότι θα πεθάνω, ακόμα και όταν μια ανάσα ήταν το πιο δύσκολο πράγμα για μένα… Κάντε ό,τι χρειάζεται για να αποφύγετε να χτυπηθείτε από αυτό το φονικό όπλο. Μείνετε σπίτι για όσο χρειαστεί.