«Πραγματοποιήθηκαν παραγωγικές συζητήσεις σχετικά με την κατάσταση, την πρόοδο που έχει σημειωθεί και τις κύριες προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, καθώς και με τις πολιτικές προτεραιότητες της νέας διοίκησης», όπως είναι τα επόμενα βήματα ώστε η Ελλάδα να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της.

Αυτός είναι ο απολογισμός της ολιγοήμερης επίσκεψης των θεσμών στο πλαίσιο της τέταρτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, κατά την διάρκεια της οποίας είχαν συναντήσεις με υπουργούς και φορείς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε ανακοίνωση που εξέδωσαν.

Με κρίσιμα θέματα να παραμένουν ανοιχτά -όχι απαραίτητα λόγω διαφωνιών αλλά γιατί χρειάζονται περισσότερα στοιχεία- οι θεσμοί τονίζουν ότι «ο στενός διάλογος για τις προτεραιότητες και τις προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής θα συνεχιστεί και μάλιστα σε τακτική βάση».

Η τέταρτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας θα εκδοθεί το φθινόπωρο, επιβεβαιώνουν.

Στο επίκεντρο ο προϋπολογισμός

Στην πρόοδο που έχει σημειωθεί, στις κύριες προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, αλλά και στην προετοιμασία του προϋπολογισμού για το 2020 επικεντρώθηκε η τέταρτη αξιολόγηση των θεσμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και ΔΝΤ στο πλαίσιο του άρθρου IV) στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας, σύμφωνα με την ανακοίνωση που εξέδωσαν μετά το πέρας της αποστολής στην Αθήνα.

Σύμφωνα με την εν λόγω ανακοίνωση, η αποστολή προετοιμάστηκε μέσω τεχνικών συζητήσεων κατά την προηγούμενη εβδομάδα και επίσης χρησίμευσε ως διερευνητική αποστολή όσον αφορά την έκθεση για τη χώρα το 2020, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών.

Παραγωγικές συζητήσεις, συνεχίζεται ο διάλογος

«Κατά την αποστολή πραγματοποιήθηκαν παραγωγικές συζητήσεις σχετικά με την κατάσταση, με την πρόοδο που έχει σημειωθεί και με τις κύριες προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, καθώς και με τις πολιτικές προτεραιότητες της νέας διοίκησης, όπως η πορεία των εργασιών και τα επόμενα βήματα κατά την υλοποίηση της δέσμευσης της Ελλάδας να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις βασικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας» αναφέρεται στην ανακοίνωση.

«Οι συζητήσεις» προστίθεται «περιελάμβαναν και τη δημοσιονομική κατάσταση και προοπτικές, και θα συμβάλουν στην προετοιμασία του σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος της Ελλάδας για το 2020, το οποίο πρόκειται να υποβληθεί στην Επιτροπή έως τις 15 Οκτωβρίου, μαζί με εκείνα όλων των υπόλοιπων κρατών-μελών».

Επιπροσθέτως, σημειώνεται πως «η αποστολή είχε επίσης την ευκαιρία να συναντήσει εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων και των τραπεζών -και να τους ενημερώσει σχετικά με τους τρόπους συμμετοχής τους στην περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος- αλλά και να ανταλλάξει απόψεις επί βασικών ζητημάτων πολιτικής».

«Ο στενός διάλογος» θα συνεχιστεί

Καταλήγοντας, οι θεσμοί επισημαίνουν πως «ο στενός διάλογος για τις προτεραιότητες και τις προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής θα συνεχιστεί και μάλιστα σε τακτική βάση», ενώ η τέταρτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας θα εκδοθεί το φθινόπωρο.

«Με βάση την ολοκλήρωση των συμφωνημένων δεσμεύσεων, η Ευρωομάδα θα μπορεί να στηριχτεί στην έκθεση αυτή προκειμένου να αποφασίσει τη μεταφορά ισοδύναμου εισοδήματος SMP-ANFA και την κατάργηση της προσαύξησης επιτοκίου για ορισμένα δάνεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας», τονίζεται.

Ποιοι μετέχουν στην αξιολόγηση

Στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνεργασία με στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επισκέφθηκαν την Αθήνα από τις 23 έως τις 26 Σεπτεμβρίου, για την τέταρτη μεταπρογραμματική αποστολή στην Ελλάδα.

Στελέχη του ΔΝΤ συμμετείχαν στο πλαίσιο του κύκλου εποπτείας του, δυνάμει του άρθρου IV.

Στελέχη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας συμμετείχαν στο πλαίσιο του σχετικού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης.

Όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση τα στελέχη της ΕΚΤ συμμετείχαν στην αποστολή σύμφωνα με τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ και, ως εκ τούτου, παρείχαν εμπειρογνωσία σχετικά με τις πολιτικές για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και μακροοικονομικώς κρίσιμα ζητήματα, όπως τους κύριους δημοσιονομικούς στόχους και τις ανάγκες βιωσιμότητας και χρηματοδότησης.