Από το μπαλκόνι μου στη Νεάπολη Εξαρχείων χαζεύω την αύξηση των διαμερισμάτων που διατίθενται μέσω Airbnb και άλλων ανάλογων πλατφορμών. Οσο ευχάριστη και εάν ήταν η ζωντάνια που έφεραν τον Αύγουστο, ακολούθησε η μελαγχολική διαπίστωση ότι όλα αυτά τα διαμερίσματα δεν θα προσφέρονται πλέον σε φοιτητές, μετανάστες, νεαρούς εργαζομένους και νέα ζευγάρια που ήταν ο τρόπος που τα τελευταία χρόνια ανανεωνόταν η γειτονιά μας. Η διαπίστωση γίνεται ακόμα πιο μελαγχολική όταν κανείς κοιτάζει τις τιμές των ενοικίων. Η γειτονιά μας σταδιακά παύει είναι προσιτή σε μια χώρα που θεωρεί τα 800 ευρώ μισθό για κάτοχο μεταπτυχιακού επίτευγμα.

Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις έχουν αφήσει πίσω τους τη ρομαντική εποχή του απλού διαμοιρασμού, τότε που απλώς νοίκιαζες το διαμέρισμά σου τις εβδομάδες που πήγαινες διακοπές. Είναι πλέον μια μεγάλη αγορά.

Μάλιστα, τα στοιχεία δείχνουν ότι ξεφεύγουμε από τα όρια του «λαϊκού καπιταλισμού» των απλών ιδιοκτητών και περνούμε στην εποχή των επενδυτών, ελλήνων και ξένων, που αγοράζουν μαζικά διαμερίσματα, για να τα διαθέσουν στην αγορά των βραχυχρόνιων τουριστικών μισθώσεων.

Ομως, αυτό που πυροδοτείται είναι μια διαδικασία ραγδαίου «εξευγενισμού» των γειτονιών, δηλαδή εκδίωξης των παραδοσιακών κατοίκων που δεν αντέχουν τα υψηλά ενοίκια, μετασχηματισμού τους σε ακριβές και απροσπέλαστες περιοχές για τους εργαζομένους χωρίς υψηλές αποδοχές, αντικατάστασης της μόνιμης κατοίκησης από την τουριστική επίσκεψη και διαμονή, με συνέπεια την αποδιάρθρωση του κοινωνικού και πολιτιστικού ιστού που δίνει ταυτότητα σε μια γειτονιά και δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την όποια αύξηση της κίνησης σε καταστήματα και εστιατόρια.

Η Αθήνα καλό είναι να μην προσθέσει στα προβλήματά της την οικιστική κρίση που μαστίζει άλλες πρωτεύουσες. Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όταν πρόκειται για ένα κοινωνικό αγαθό όπως η κατοικία, δεν μπορεί να είναι ασύδοτο. Η επιβολή περιορισμών στις βραχυχρόνιες τουριστικές μισθώσεις κατοικίας καθίσταται αναγκαία, εάν θέλουμε να σώσουμε τις γειτονιές μας.