Οι πρόσφατες επιχειρήσεις της αστυνομίας στα Εξάρχεια παρουσιάστηκαν ως μια προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος της «ανομίας», όμως στην πράξη αποδείχτηκε ότι επικέντρωσαν περισσότερο σε καταλήψεις που είχαν να κάνουν με την προσφορά στέγασης σε πρόσφυγες.

Το περιστατικό αυτό, όπως και το πλήθος διαμαρτυριών που υπήρξαν, έφερε στο προσκήνιο μια συχνά παραμελημένη πλευρά του προσφυγικού ζητήματος, αυτή που αφορά το ζήτημα της στέγασης των προσφύγων και όσων ζητούν άσυλο στη χώρα μας στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, τα γνωστά και ως «hot spots», τις Ανοιχτές Δομές Προσωρινής Φιλοξενίας και τα διάφορα άλλα προγράμματα παροχής στέγασης για πρόσφυγές και αιτούντες άσυλο.

Πλήθος ήταν εξαρχής οι καταγγελίες ότι οι υπάρχουσες επίσημες δομές δεν ήταν επαρκείς και αυτό έδωσε και το έναυσμα για τη λειτουργία των καταλήψεων στέγασης για πρόσφυγες, που αποτέλεσαν στην πραγματικότητα τμήμα ενός ευρύτερου κινήματος αλληλεγγύης στους πρόσφυγες που λειτούργησε αυτόνομα ως προς τις επίσημες κρατικές δομές.

Πάνω στο συνολικό ζήτημα της παροχής στέγης για τους πρόσφυγες υπάρχει πια και η πρώτη εμπεριστατωμένη και ολοκληρωμένη μελέτη. Συγγραφέας της ο Νίκος Κουραχάνης, που διδάσκει κοινωνική πολιτική στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου και έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με τα ζητήματα του κοινωνικού αποκλεισμού.

Η συγκεκριμένη μελέτη, με τίτλο «Πολιτικές στέγασης των προσφύγων. Προς την κοινωνική ενσωμάτωση ή την προνοιακή εξάρτηση;», που κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Τόπος, με πρόλογο του Δ. Χριστόπουλου, είναι η πρώτη που προσφέρει μια συνολική προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος και στηρίζεται τόσο σε επίσημες έρευνες και εκθέσεις όσο και σε εκτεταμένη έρευνα πεδίου που έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας.

Απολογισμός των πολιτικών στέγασης των προσφύγων

Στη μελέτη αυτή, ο Κουραχάνης παρουσιάζει αναλυτικά τις διάφορες δράσεις που ανέλαβε τόσο η Πολιτεία όσο και οι ευρωπαϊκοί φορείς και αποτιμά την αποτελεσματικότητά τους. Εντοπίζει τα όρια και τα προβλήματα που είχαν, αναδεικνύοντας το πρόβλημα του υπερπληθυσμού όταν π.χ. το Σεπτέμβριο του 2018, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο, τη Λέρο και την Κω οι θέσεις φιλοξενίας ήταν 6.438 και ο πραγματικός πληθυσμός 14.560.

Επισημαίνει την ελλιπή αξιοποίηση και υποστήριξη από τους λοιπούς κρατικούς φορείς προγραμμάτων όπως το ESTIA, χωρίς να παραλείπει παράλληλα να υπογραμμίζει την εξαρχής ιδιαίτερα προβληματική αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν παραλείπει να υπογραμμίσει τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες που εργασίας που είχαν να αντιμετωπίσουν οι χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως νέοι επιστήμονες, που εργάστηκαν ή εργάζονται σε δομές και φορείς που σχετίζονται με τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος.

Παράλληλα, αναδεικνύει τη σημασία που είχε η δράση των ίδιων των πολιτών, επισημαίνοντας ότι «η αυθόρμητη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, από χιλιάδες ανθρώπους που ζουν στην Ελλάδα, αποτελεί μια λαμπρή σελίδα στην σκληρά δοκιμαζόμενη ιστορία της». Σε αυτό το πλαίσιο, αφιερώνει και ένα κεφάλαιο της μελέτης του στις καταλήψεις στέγασης επισημαίνοντας την καθοριστική συμβολή που είχαν στην αντιμετώπιση ενός σημαντικού προβλήματος.

«Οι δομές φιλοξενίας ανταποκρίνονται ελάχιστα στην κάλυψη των αναγκών»

Μιλήσαμε με τον Νίκο Κουραχάνη με αφορμή και το βιβλίο και τα πρόσφατα περιστατικά. Η γνώμη του για το βαθμό στον οποίο κατάφεραν να ανταποκριθούν οι επίσημες δομές στις ανάγκες στέγασης και φιλοξενίας των προσφύγων ήταν αρκετά αρνητική και το απέδωσε στο ότι εξαρχής αυτές δεν αποσκοπούσαν μόνο στη στέγαση αλλά και στην καταστολή.

Όπως μας είπε χαρακτηριστικά, «ένας μεγάλος ακαδημαϊκός, ο φαβιανός Richard Titmuss, συνήθιζε να λέει ότι η Κοινωνική Πολιτική δεν φοράει το φωτοστέφανο του αλτρουισμού. Σαφώς, υπονοούσε ότι, σε αντίθεση με τις ακαδημαϊκές της αξίες, η κοινωνική πολιτική στον πραγματικό κόσμο επισυνάπτεται με πολιτικά συμφέροντα και επιδιώξεις».

Σε αυτή τη βάση, ο Κουραχάνης επέμεινε ότι «οι δομές φιλοξενίας ανταποκρίνονται ελάχιστα στην κάλυψη των αναγκών, γιατί δεν είναι αυτός ο πρωταρχικός σκοπός τους. Βασική επιδίωξη είναι η καταστολή και η αποτροπή των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Σε ένα τέτοιο κυρίαρχο πνεύμα  θα ήταν παράλογο οι δομές φιλοξενίας να ανταποκρίνονται στις ανάγκες. Γιατί στη λογική τους, αν καλύπτουν τις ανάγκες, θα γίνουν πόλος έλξης και για επόμενες ροές. Εθελοτυφλούν όμως στο γεγονός ότι όταν κάποιος διώκεται και απειλείται ευθέως η ζωή του δεν θα λογαριάσει το αν θα κοιμάται χειμώνα με χιόνια σε μια σκηνή ή αν θα περιμένει τρεις ώρες για να πάει στην υπαίθρια τουαλέτα του hotspot».

Αυτό για τον ερευνητή γεννά ευρύτερα ερωτήματα συνολικά για την ευρωπαϊκή πολιτική: «αυτό όμως γεννά πολλούς προβληματισμούς για τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό των ημερών μας. Τελικά, μάλλον, δεν είμαστε τόσο πολιτισμένη Ήπειρος όσο αυτάρεσκα πιστεύουμε».

Η πολιτική της ΕΕ είναι πολιτική καταστολής

Για τον Κουραχάνη το πρόβλημα βρίσκεται στον ίδιο τον πυρήνα της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό. «Η διαχρονική εξέλιξη της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ έχει διαποτιστεί από τη λογική των κλειστών εξωτερικών συνόρων με πρακτικές στρατιωτικού τύπου. Αυτή η λογική δεν στοχεύει μόνο στα προφανή, δηλαδή να μην έρθουν αυτοί οι άνθρωποι στην Ευρώπη. Διαθέτει και απώτερες επιδιώξεις, όπως το να λειτουργήσει ως ένα προπαρασκευαστικό στάδιο για την επακόλουθη τοποθέτηση τους στον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας. Όταν κάποιοι αισθάνονται ανεπιθύμητοι, ταυτόχρονα, εξασθενεί η διαπραγματευτική ισχύς τους. Είναι πιο πρόθυμοι να αναλάβουν επισφαλείς και κακοπληρωμένες δουλειές».

Για τον Κουραχάνη αυτό δεν έχει επίπτωση μόνο στους πρόσφυγες αλλά και στους ημεδαπού: «σε χώρες με όχι ιδιαίτερα αναπτυγμένη κοινωνική πολιτική, όπως οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, αυτές οι ενέργειες δεν έχουν επιπτώσεις μόνο στους πρόσφυγες. Έχουν και στους ημεδαπούς εργαζόμενους, καθώς η μη προστασία των μεταναστών εργατών λειτουργεί απορρυθμιστικά για τα εργασιακά δικαιώματα του συνόλου του εργαζόμενου πληθυσμού. Μια διαρκής επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των εργατικών στρωμάτων βρίσκεται σε εξέλιξη τις τελευταίες τρεις δεκαετίες εξαιτίας των ακολουθούμενων, επιτηδευμένα, ανεπαρκών πολιτικών», ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Βασικός σκοπός των πολιτικά ισχυρών χωρών της ΕΕ είναι να μη φτάσουν σε αυτές μαζικές ροές προσφύγων»

Ο Κουραχάνης είναι ιδιαίτερα επικριτικός για την πολιτική της ΕΕ: «Οι πολιτικές της ΕΕ στο προσφυγικό ενσωματώνουν έντονα χαρακτηριστικά θανατοπολιτικής και βιοπολιτικής. Η ΕΕ έχει εδώ και χρόνια επιλέξει να μετατρέπει τον θάνατο ανθρώπων σε μέσο εξυπηρέτησης των πολιτικών της επιδιώξεων. Οι ίδιοι οι πνιγμοί στο Αιγαίο, ως είδηση και ως εικόνα, αναμένεται να λειτουργήσουν αποθαρρυντικά για τους επόμενους τολμηρούς. Για όσους καταφέρουν να μην πνιγούν τη σκυτάλη διαδέχονται βιοπολιτικές πρακτικές, όπως οι κρατήσεις στα hotspots, οι γεωγραφικοί περιορισμοί, η ανεπάρκεια κάλυψης θεμελιωδών ανθρωπίνων αναγκών, η απογύμνωση από κάθε τι συνιστά μια ζωή αξιοβίωτη εν γένει. Αυτή η λογική της απώθησης παρουσιάζει, φυσικά, διαβαθμίσεις. Διάφοροι μελετητές έχουν μιλήσει για τα εσωτερικά και εξωτερικά φίλτρα της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ. Υπάρχουν εξωτερικοί χώροι αποθήκευσης των ροών (όπως για παράδειγμα στην Τουρκιά), αλλά και για όσους καταφέρουν να τις περάσουν έχουν διαμορφωθεί εσωτερικές αποθήκες (όπως οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου). Βασικός σκοπός των πολιτικά ισχυρών χωρών της ΕΕ είναι να μη φτάσουν σε αυτές μαζικές ροές προσφύγων. Έτσι μπορούν να συγκρατούν ανθρώπινες ψυχές σε εσωτερικές και εξωτερικές αποθήκες και να επιλέγουν ποιους θα δεχθούν με βάση τις ανάγκες των οικονομιών τους. Αν δούμε τα αριθμητικά μεγέθη, μια ισότιμη και δίκαιη ποσόστωση των προσφύγων, με βάση τα πληθυσμιακά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά κάθε χώρας, θα σήμαινε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Πρόβλημα γεννάται από τον συγκεκριμένο τρόπο διαχείρισης του με προφανείς τις σκοπιμότητες που το περιστοιχίζουν».

«Οι συνθήκες διαβίωσης στις επίσημες δομές δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα»

Ως προς την κατάσταση στις επίσημες δομές φιλοξενίας ο Κουραχάνης επισημαίνει ότι «οι συνθήκες διαβίωσης, εν γένει, στους καταυλισμούς δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τόσο με στεγαστικούς, όσο και με ευρύτερα κοινωνικούς όρους υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που θέτουν σε απειλή ανθρώπινες ζωές. Από την έρευνα μου τα πιο σημαντικά ευρήματα που προκύπτουν είναι οι συνθήκες στεγαστικής υπερπληρότητας (αξίζει να αναφέρουμε ότι σε πολλές δομές οι πληθυσμοί είναι διπλάσιοι ή τριπλάσιοι από την χωρητικότητα τους), κακών στεγαστικών και υγειονομικών συνθηκών. Πρόκειται για συνθήκες με χαρακτηριστικά υπολειμματικής κοινωνικής πολιτικής που εξαντλείται στην οριακή διαχείριση της ακραίας εξαθλίωσης».

Προβληματική είναι η συνθήκη και για όσους εργάζονται σε αυτές τις δομές, κάτι που συχνά αποσιωπάται στη σχετική συζήτηση. Όπως επισημαίνει ο Κουραχάνης, «χιλιάδες νέοι επιστήμονες δουλεύουν σε πολύ άσχημες εργασιακές συνθήκες, ακριβώς γιατί οι κυρίαρχες πολιτικές επιδιώκουν το προσφυγικό να είναι προϊόν μιας διαχείρισης με αυτά τα χαρακτηριστικά. Τα φαινόμενα εργασιακής εξουθένωσης όσων επιστημόνων εργάζονται στο πεδίο είναι καθημερινότητα. Μια ολόκληρη γενιά νέων επιστημόνων εργάζεται εξαντλητικά και θυσιάζει ένα μεγάλο μέρος του πιο ωραίου κομματιού της ζωής της ενώ η κατάσταση θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική προς το καλύτερο».

Αλληλεγγύη

Ο Κουραχάνης επιμένει ότι «με τα ίδια δεδομένα και χωρίς καμία πρόσθετη δημοσιονομική επιβάρυνση οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων – και όσων εργάζονται για τους πρόσφυγες – θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερες».

Όπως μας είπε χαρακτηριστικά για τις καταλήψεις στέγης, «άνθρωποι με μοναδικό όπλο την αλληλεγγύη καταφέρνουν αυτό το οποίο το ελληνικό κράτος τόσα χρόνια “δεν μπορεί”. Χωρίς καμία χρηματοδότηση εγκαθίστανται σε παλιά και εγκαταλειμμένα κτίρια που δεν κατοικούνται για πάρα πολλά χρόνια, τα ανακαινίζουν, προσφέρουν στέγη και κοινωνική υποστήριξη σε ανθρώπους – μεγάλο μέρος των οποίων είναι μικρά παιδιά – οργανώνουν δωρεάν εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις, τους ενημερώνουν για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους στη χώρα μας. Αυτά που καταφέρνουν να κάνουν ειρηνικά και αλληλέγγυα μια χούφτα ακτιβιστών, τα ακριβοπληρωμένα προγράμματα της ΕΕ και του ελληνικού κράτους δεν μπορούν να τα κάνουν».

Ο Κουραχάνης θεωρεί ότι το φαινόμενο των καταλήψεων στέγης «αναδεικνύει τα αδιέξοδα της προσφυγικής πολιτικής της ΕΕ και του ελληνικού κράτους και, βραχυπρόθεσμα, προσφέρει ορισμένες σαφώς καλύτερες στεγαστικές και κοινωνικές συνθήκες, συγκριτικά με τους καταυλισμούς».

Από την άλλη, υπογραμμίζει ότι «δεν μπορούν να λύσουν το στεγαστικό πρόβλημα οι καταλήψεις, λόγω του άτυπου χαρακτήρα τους, αλλά, και λόγω της επίγνωσης του αισθήματος προσωρινότητας που βιώνουν οι φιλοξενούμενοι.

Εύλογα, μια οικογένεια προσφύγων είναι δύσκολο να μπορεί να πραγματοποιήσει ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της ζωής της μένοντας σε κατάληψη. Κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από την κοινωνική ενδυνάμωση της, την ικανότητα αυτόνομης διαμονής της σ’ ένα αξιοπρεπές διαμέρισμα, τη δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης της στις κοινωνικές και τις δημόσιες, εν γένει, υπηρεσίες, την εργασιακή προοπτική των ενήλικων μελών της και τη φοίτηση στο εκπαιδευτικό σύστημα των ανήλικων».

Για τον Κουραχάνη η λύση βρίσκεται στην «πρόσβαση των προσφύγων στα κοινωνικά δικαιώματα. Η ρατσιστική ανάκληση της εγκυκλίου απόκτησης ΑΜΚΑ σε ξένους υπηκόους από τον νυν Υπουργό Εργασίας αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι αυτή η κυβέρνηση δεν θέλει να δώσει κοινωνικά δικαιώματα σε μια κατεξοχήν ευάλωτη ομάδα. Οι καταλήψεις στέγης ξεμπροστιάζουν αυτές τις πρακτικές και συσπειρώνουν πολίτες στη μάχη υπεράσπισης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Πέρα από τα υλικά οφέλη, αυτή η παράμετρος δεν πρέπει καθόλου να υποτιμάται».