Ρητές κλειστές προθεσμίες στις διαδικασίες αδειοδότησης, ενιαίες αδειοδοτικές δομές, απόλυτη ψηφιοποίηση όλων των διαδικασιών, ηλεκτρονικές υπογραφές και ειδικά τμήματα δικαστηρίων τα οποία θα διεκπεραιώνουν αποκλειστικά και κατά προτεραιότητα όλες τις υποθέσεις επενδύσεων στην Ελλάδα προβλέπει το αναπτυξιακό νομοσχέδιο το οποίο έχει ήδη καταρτίσει το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη και αναμένεται να ψηφιστεί έως τον Οκτώβριο, εφόσον η Νέα Δημοκρατία συγκροτήσει την επόμενη κυβέρνηση.

Το νομοσχέδιο είναι σύμφωνα με πληροφορίες έτοιμο σε ένα ποσοστό της τάξης του 80%, ενώ εξίσου υψηλό βαθμό ετοιμότητας έχει και το σχέδιο απόλυτης ψηφιοποίησης όλων των διαδικασιών.

Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Γεραπετρίτης, στενός συνεργάτης του αρχηγού της ΝΔ και υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, συντονίζει τα σχέδια και όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές «σύντομα θα υπάρχει ένας ενιαίος ψηφιακός χάρτης με όλα τα δεδομένα, αρχαιολογικά, δασικά, χωροταξικά και με ένα κλικ ο κάθε επενδυτής θα μπορεί να εξακριβώσει πού μπορεί να χτίσει και πόσο».

Είναι μία από τις τομές του νομοσχεδίου, η οποία έρχεται να απαντήσει σε προβλήματα όπως το «δάσος» στο Ελληνικό και τα «αρχαία» στο λιμάνι του Πειραιά.

Το «δάσος» ανακαλύφθηκε πρόσφατα στον χώρο όπου λειτουργούσε για δεκαετίες το αεροδρόμιο της Αθήνας και έβαλε ένα ακόμα εμπόδιο στην έναρξη υλοποίησης μιας επένδυσης συνολικού ύψους 8 δισ. ευρώ, από την οποία αναμένεται να δημιουργηθούν 85.000 νέες θέσεις εργασίας. Η επένδυση εκτιμάται πως θα μπορούσε να προσθέσει αθροιστικά κατά την περίοδο υλοποίησης 2,4 μονάδες στο ΑΕΠ.

Τα αρχαία στο λιμάνι του Πειραιά τα οποία ανέδειξε τον περασμένο Απρίλιο το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έβγαλαν κίτρινη κάρτα σε επενδύσεις συνολικού ύψους 612 εκατ. ευρώ από την Cosco, οι μισές από τις οποίες είναι υποχρεωτικές με βάση τη σύμβαση παραχώρησης η οποία έχει ψηφιστεί από τη Βουλή.

Στήριξη επενδυτών

Τα δύο παραπάνω παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά και εξηγούν όπως επισημαίνεται σε πληθώρα αναλύσεων για την ελληνική οικονομία την αδυναμία προσέλκυσης ξένων επενδύσεων σε συνδυασμό με το ευμετάβλητο και εχθρικό προς την επιχειρηματικότητα φορολογικό τοπίο, τη γραφειοκρατία και τις στρεβλώσεις του δικαστικού συστήματος.

Στο μέτωπο των δικαστικών διενέξεων, ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μόνο στον τομέα του τουρισμού παραμένουν «κολλημένες» στις δικαστικές αίθουσες επενδύσεις συνολικού ύψους 9 δισ. ευρώ. Τα στοιχεία του Doing Business δείχνουν παράλληλα ότι σε παγκόσμιο επίπεδο η Ελλάδα βρίσκεται σε σταθερά χαμηλή θέση με οριακή μάλιστα επιδείνωση από την 131η θέση του 2017 στην 132η το περασμένο έτος. Ενδεικτικό είναι ότι όταν στη Λιθουανία, ο μέσος χρόνος επίλυσης δικαστικών διαφορών είναι οι 370 ημέρες, στην Ελλάδα ο αντίστοιχος χρόνος φτάνει τις 1.580 ημέρες. Πρακτικά ένας επενδυτής που θα μπλέξει στα γρανάζια του δικαστικού συστήματος θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος με τα σημερινά δεδομένα ότι μπορεί να χρειαστούν ακόμα και περισσότερα από 4 χρόνια προκειμένου να βγει απόφαση.

Την κατάσταση αυτή θα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει το νομοσχέδιο μέσα στις υφιστάμενες δικαιοδοσίες των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων με τη δημιουργία ειδικών τμημάτων τα οποία θα εξετάζουν αποκλειστικά και κατά προτεραιότητα θέματα επενδύσεων.

Σφιχτές προθεσμίες

Παράλληλα το νομοσχέδιο θα προβλέπει κλειστές αποκλειστικές προθεσμίες για τη διεκπεραίωση όλων των σταδίων αδειοδότησης κατά το πορτογαλικό μοντέλο όπου έχει δημιουργηθεί μια κεντρική επισπεύδουσα αρχή με δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα για όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Από την Ολλανδία, άλλωστε, φαίνεται εμπνευσμένη η επόμενη παρέμβαση η οποία αφορά στην καθιέρωση ενιαίων αδειοδοτικών δομών με τις έως και 25 απαιτούμενες άδειες να συμπτύσσονται σε μία (all in one permit). Στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας μας δείχνουν ότι το 2018 η έκδοση μιας οικοδομικής άδειας στην Ελλάδα απαιτούσε 17 διαφορετικές διαδικασίες με μόνη χειρότερη ευρωπαϊκή επίδοση αυτή της Βουλγαρίας με 18 διαδικασίες. Το μέσο χρονικό διάστημα έκδοσης μιας οικοδομικής άδειας στην Ελλάδα ήταν πέρυσι τέσσερις μήνες ή για την ακρίβεια 123 ημέρες.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΣΕΒ, προκειμένου να κλείσει το επενδυτικό κενό που άφησε στην ελληνική οικονομία η πολυετής κρίση χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ ύψους 100 δισ. ευρώ. Αν σε ετήσια βάση οι ακαθάριστες επενδύσεις αυξάνονταν με ρυθμό 1%, το επενδυτικό κενό απλά δεν θα έκλεινε ποτέ. Με ετήσιο ρυθμό αύξησης 5%, το 2033 θα είχαμε γυρίσει εκεί που βρισκόμασταν επενδυτικά δέκα χρόνια πριν, με ακαθάριστες επενδύσεις στο 20% του ΑΕΠ. Με μια ετήσια αύξηση της τάξης του 15% το επενδυτικό κενό θα μπορούσε να κλείσει το 2022.

Ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων, εκτός από τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και την οικονομική μεγέθυνση θα μπορούσε να αποδειχθεί καθοριστικός και για την αναμενόμενη επαναδιαπραγμάτευση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα.

Οπως έχει εκτιμήσει ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 180%, τότε 1% υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης (ο οποίος μπορεί να προκύψει εάν η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα επιτευχθεί με μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις) ή και 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος δανεισμού (που έχει ήδη προκύψει σε σχέση με το σενάριο βάσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ό,τι μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα.