Ενας στρατιώτης εγκαταλείπεται αιμόφυρτος σε μια βομβαρδισμένη κοιλάδα. Ενα κοριτσάκι που βγήκε μόνο του από το σπίτι του σε ένα χιονισμένο τοπίο για λίγο νερό, χάνεται στο δάσος μια νύχτα με πυκνή ομίχλη. Κι ένα τυφλό αλογάκι αφήνεται μόνο του να περιπλανιέται μέσα στο χιόνι. Πολλά χρόνια αργότερα το κουβάρι θα ξετυλιχτεί σε ένα απομακρυσμένο και σβησμένο από το χάρτι ψαροχώρι – στα παλιά τα χρόνια ήταν λιμάνι των θρυλικών Βίκινγκς – με αφορμή τον πνιγμό μιας νεαρής γυναίκας της Σεσίλια στο πηγάδι, στην αυλή του σπιτιού της. Η Δόμνα Κατσαμάκη που πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1999 στο έκτο της μυθιστόρημα (τα πέντε προηγούμενα είναι: «Τα ανθρωπάκια του ιδρώτα», «Εκεί που πετούσαν οι αετοί», «Οι σιωπηλοί μάρτυρες της αλήθειας», «Το βάθος της καρδιάς», «Οι ένορκοι του Παρισιού») κατάφερε μέσα από τις σελίδες του να κρατά τον αναγνώστη σε αγωνία σε ένα κείμενο που ρέει σαν αγριεμένο ποτάμι. Εικόνες και λέξεις που δένουν αρμονικά και σε μεταφέρουν σε τόπους και ανθρώπους μιας άλλης εποχής, όπου δεν υπήρχε θέση για όνειρα και τα προβλήματα ήταν σκληρά, όπως και η καθημερινότητα.

Ανθρωποι που θαλασσοδέρνονται και πνίγουν τον πόνο τους στις βρώμικες παμπ, όπου ο καπνός, το ουίσκι και τα χνώτα τους μπλέκουν και γίνονται ένα. Ο Γέρος – το αφεντικό της παμπ – κοιμάται μακάρια μπροστά στη μουσειακή ταμειακή μηχανή του, με φόντο τις λάμπες θυέλλης που κρεμονται από την οροφή και τα κρύα μπουριά της μισόσβηστης ξύλινης ξυλόσομπας και τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ντύνουν σαν ταπετσαρία τους ψηλοτάβανους τοίχους του παλιού καρνάγιου των θρυλικών Βίκινγκς. Παράλληλες ιστορίες ανθρώπων που κάποια στιγμή «δένουν» σ’αυτόν τον ψυχρό και παγωμένο μακρινό τόπο, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει – με αφορμή ένα παγιδευμένο δελφίνι που θρηνούσε όλη μέρα σπαραχτικά βλέποντας το κοπάδι του να απομακρύνεται – το σκυλί που έφερε στη μνήμη του ο Γκασπάρ (ένας από τους ήρωες του βιβλίου) όταν ήταν παιδί. Ηταν δεμένο στην ξύλινη προβλήτα και φύλαγε τις βάρκες των ψαράδων. Μάλιστα σε μια μικρή ταμπέλα έγραφε: «Προσοχή ο σκύλος δαγκώνει» Χρόνια ολόκληρα τον έβλεπε ο Γκασπάρ καθώς περνούσε από την προβλήτα και ο σκύλος βρισκόταν πάντα εκεί, πιστός στο καθήκον του. Ωσπου μια μέρα ο σκύλος απουσίαζε. Ούτε η κουρελού του που πάνω της ξάπλωνε, ούτε η τέντα από καναβάτσο που τον προστάτευσε από τον ήλιο, ούτε η κούπα με το νερό του ήταν εκεί. Μόνο η μικρή ταμπελίτσα παρέμεινε στην θέση της για χρόνια «Προσοχή, ο σκύλος δαγκώνει».

Οπως ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη κι ένα απόσπασμα από το «Ενα καπέλο γεμάτο βροχή». Ενας πατέρας που γύρισε μια μέρα στο σπίτι του, βρήκε τον μικρό του γιό στην αυλή να σκάβει με ένα τσαπί πιο μεγάλο από τον ίδιο, γιατί του είχε πει ότι μόνον δουλεύοντας βγάζεις λεφτά. Εσκαψε λοιπόν έναν λάκκο, έσκαψε κι έναν δεύτερο, μα λεφτά δεν βρήκε. Κι όταν μια άλλη μέρα τον ξαναείδε να σκάβει μες την βροχή, του εξήγησε ότι τα λεφτά δεν τα βγάζεις έτσι ακριβώς. Και τότε πήρε το καπέλο που φορούσε και καθώς είχε γεμίσει νερό από τη βροχή, το άδειασε πάνω του. Κατάλαβε τότε ο μπόμπιρας πως όλο το κέρδος του από τους κόπους του ήταν αυτό. Ενα καπέλο γεμάτο βροχή. Οπως επίσης και η εξήγηση που έδωσε η καθαρίστρια στον καθηγητή για το τι σημαίνει άνω τελεία στην ποίηση και στο θέατρο: «Είναι σαν να σου ξέφυγε ένας λυγμός που κάποιος ήλπιζε να ακούσει. Ετσι είναι οι ζωές των μοναχικών ανθρώπων,μια άνω τελεία».

Μετά από αυτή την περίεργη σχέση, ο καθηγητής κατέβασε ένα μπουκάλι ουίσκι, βγήκε από την παμπ και τρεκλίζοντας έφτασε στον κοντινό τηλεφωνικό θάλαμο. Και σχημάτισε για τελευταία φορά τον αριθμό της πρώην γυναίκας του. Ούτε ήξερε τι ήθελε να της πει. Ούτε που ήθελαν να πουν κάτι οι δυό τους. Κοίταξε το ρολόι του. Ηταν περασμένα μεσάνυχτα. Ετοιμαζόταν να το κλείσει όταν εκείνη απάντησε μετά το τρίτο χτύπημα. Ακουσε την φωνή της και τότε ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε πάρει λάθος αριθμό. Ο,τι τόσα χρόνια έπαιρνε, απλά, λάθος αριθμό. Ωστε έτσι λοιπόν, όλα ήταν μια άνω τελεία. Η άνω τελεία είναι ο λυγμός που σου ξέφυγε από τα στήθη και που ήλπιζε κάποιος να τον ακούσει».

Η Δόμνα Κατσαμάκη έχει τοποθετήσει τις κατάλληλες λέξεις λες και είναι καρφωμένες η κάθε μία στην θέση της, δίνοντας νόημα και ουσία σε μια ιστορία όπου θαλασσόλυκοι, ψαράδες, μετανάστες, στρατηγοί, ηρωικοί στρατιώτες,λοχαγοί, μπαρμαν, σερβιτόρες, καθαρίστριες, καθηγητές, δελφίνια σκυλιά, άλογα, «δένουν» αρμονικά μεταξύ τους σ’ ένα χειμωνιάτικο, βροχερό και παγωμένο τοπίο.

INFO «Ψυχές από εκατό χειμώνες», της Δόμνας Κατσαμάκη, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 2018. Σελίδες 440