Η μεταδικτατορική πολιτική οριοθέτηση στην Ελλάδα σφραγίστηκε έντονα από την αξιακά φορτισμένη έννοια του ηθικού πλεονεκτήματος.

Με αφετηρία τους ηττημένους του Εμφυλίου και ιστορική συνέχεια τους μάρτυρες της εφτάχρονης δικτατορίας, η Αριστερά εγγράφεται στη συλλογική μας συνείδηση σε μεγάλο βαθμό ως παράταξη αγώνων και ανιδιοτελούς προσφοράς. Οι σκληρές συνέπειες και ο πολύμορφος αποκλεισμός που συνόδευαν την αριστερή στράτευση μέχρι τη Μεταπολίτευση, είχαν ως αποτέλεσμα ακόμη και οι πολιτικοί αντίπαλοι των αριστερών να τους αναγνωρίζουν ανιδιοτέλεια και αγνότητα.

Αυτή η ανιδιοτέλεια του κόσμου της Αριστεράς έγινε σημαία για τις ηγεσίες των αριστερών κομμάτων. Μια σημαία με πανίσχυρη επιρροή, η οποία δεν μεταφραζόταν σε ψήφους, αλλά σε κοινωνική αποδοχή και απήχηση. Η αίσθηση της ηθικής υπεροχής ήταν ακλόνητη, καθώς τα μειοψηφικά εκλογικά ποσοστά της Αριστεράς, αναντίστοιχα πάντα με την ευρύτερη κοινωνική επιρροή της, έθεταν στο απυρόβλητο το ηθικό πλεονέκτημα. Από τη θέση της αντιπολίτευσης κανείς δεν κρίνεται και δεν δοκιμάζεται όπως στο πεδίο της διακυβέρνησης. Στο πεδίο αυτό, εκεί που κυβερνητικές αποφάσεις και χειρισμοί ακυρώνουν τα συνθήματα και τα τσιτάτα και το αποτύπωμα των επιλογών αποτελεί διαρκή στόχο αντιπαράθεσης και αυστηρής κριτικής, η Αριστερά δεν μετείχε, προφυλαγμένη στην ανέξοδη ασφάλεια της ελάσσονος μάλιστα αντιπολίτευσης, δεν κινδύνευε να «λερώσει τα χέρια της» με τα «λύματα» που περιβάλλουν την εκάστοτε διακυβέρνηση.

Ενα ηθικό πλεονέκτημα λοιπόν, βασισμένο κυρίως στο παρελθόν, στους αγώνες και στις ήττες. Ενα ηθικό πλεονέκτημα που ήταν αδιαμφισβήτητο και αμάχητο, καθώς απέναντι στα υπαρκτά και ανύπαρκτα σκάνδαλα των κομμάτων εξουσίας η Αριστερά είχε να επιδείξει μόνο εξορίες και φυλακές στο παρελθόν, διαδηλώσεις και κοινωνικούς αγώνες στο σήμερα.

Με αυτό το πολιτικό και αξιακό απόθεμα, ένα ριζοσπαστικό αριστερό λαϊκιστικό κόμμα που επέλεξε να συγκυβερνήσει με ένα ακροδεξιό εξίσου λαϊκιστικό κόμμα αναλαμβάνει για πρώτη φορά –όπως του αρέσει να υπογραμμίζει –την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας το 2015 και παραμένει τρία χρόνια μετά κι ενώ έχει μεσολαβήσει δεύτερη εκλογική αναμέτρηση στην εξουσία. Τώρα το ηθικό πλεονέκτημα δεν μπορεί να εξαντληθεί στο αγνό αριστερό παρελθόν της διαμαρτυρίας και των αγώνων. Τώρα Πρωθυπουργός και υπουργοί της Αριστεράς έχουν πεπραγμένα που τους ακολουθούν και τους προσδιορίζουν. Αριστεροί υπουργοί απέσυραν τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες γνωρίζοντας ότι επίκεινται κεφαλαιακοί έλεγχοι και κλείσιμο των τραπεζών. Αριστεροί υπουργοί διατηρούν καταθέσεις εκατομμυρίων ευρώ σε τράπεζες του εξωτερικού. Αριστερή κυβέρνηση ψηφίζει φωτογραφικές διατάξεις που αφορούν την επαγγελματική εξέλιξη της συντρόφου του Πρωθυπουργού. Αριστερή κυβέρνηση ψηφίζει φωτογραφικές διατάξεις για την πλήρωση ανώτατων κυβερνητικών θέσεων. Αριστερή κυβέρνηση επιχείρησε να ελέγξει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο νομοθετώντας προδήλως αντισυνταγματικά και προωθώντας εξόφθαλμα φίλια επιχειρηματικά συμφέροντα. Αριστερή κυβέρνηση κάλυψε τη σκανδαλώδη ευνοϊκή ρύθμιση δανείου σε εταιρεία συμφερόντων της οικογένειας του Πρωθυπουργού.

Ο κατάλογος είναι μακρύς και οι πρωταγωνιστές πολυάριθμοι. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ο κυνισμός των κυβερνώντων και οι ανύπαρκτες απαντήσεις για όσα πλέον εγκαλούνται. Πρόκειται για συνδυασμό καθεστωτικής αντίληψης από τη μια και από την άλλη βεβαιότητας περί αντοχής του περιβόητου ηθικού πλεονεκτήματος. Από τη μια η τύφλωση που η σημερινή εξουσία προκαλεί και από την άλλη η αίσθηση ότι οι επικριτές είναι πολύ πιο ευάλωτοι στο συγκεκριμένο πεδίο, άρα η Αριστερά και πάλι ηθικά υπερέχει. Η αντίληψη αυτή που αντιμετωπίζει τους πολίτες ως ιθαγενείς δεν έχει καμιά τύχη. Η «ολίγον» διεφθαρμένη αριστερή διακυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να κουνά το δάχτυλο. Είναι πολιτικά εκτεθειμένη και υπόλογη για πολλαπλά ζητήματα. Τρία χρόνια στάθηκαν αρκετά για να αποκαθηλώσουν τη συλλογική παραδοχή περί ηθικού πλεονεκτήματος πάνω στην οποία βασίστηκε το μεταπολιτευτικό πολιτικό μας οικοδόμημα.

Το ηθικό πλεονέκτημα στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα δεν έχει πια αποκλειστικό ιδιοκτήτη. Και αυτό είναι ένα μεγάλο δώρο για τη χώρα μας, έστω και αν το πληρώνουμε πολύ ακριβά.