Πολύ πριν γίνει γνωστός ως ΑΜΛΟ –από τα αρχικά του ονόματός του –ή χαϊδευτικά ως peje (ένα ζόρικο κοκκινόψαρο), ο Αντρες Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ, ο νεοεκλεγείς αριστερός πρόεδρος του Μεξικού, είχε ένα άλλο παρατσούκλι: ο Αμερικανός.

Ως παιδί, στην επαρχία Ταμπάσκο, έπαιζε μέσος στην τοπική ομάδα μπέιζμπολ και πουλούσε εισαγόμενα αμερικανικά ρούχα στο κατάστημα του πατέρα του. Ηταν η δεκαετία του 1960 και αρκετοί από τους φίλους του νόμιζαν ότι ο Αντρες θα γίνει επιχειρηματίας. Αντίθετα, έγινε η ηγετική φυσιογνωμία της μεξικανικής Αριστεράς και πλέον, μετά τις εκλογές της περασμένης Κυριακής, ο νέος πρόεδρος της χώρας. Ο άνθρωπος που εξελέγη με το μεγαλύτερο ποσοστό των τελευταίων δεκαετιών (52,6%) και με 28 ποσοστιαίες μονάδες μπροστά από τον αντίπαλό του, είναι για κάποιους σωτήρας και για κάποιους απειλή για τη σταθερότητα –ανάλογα με το ποιον θα ρωτήσεις. Ενώ η εκστρατεία του εναντίον της διαφθοράς και η υπεράσπιση των φτωχών μαζών βρήκαν απήχηση στους εξοργισμένους από τη διαφθορά της προηγούμενης κυβέρνησης ψηφοφόρους, κάποιες από τις οικονομικές του προτάσεις κάνουν τον ιδιωτικό τομέα να φοβάται.

Πώς έφθασε λοιπόν ο 64χρονος Ομπραδόρ, πρώην δήμαρχος της Πόλης του Μεξικού, που είχε άλλες δύο φορές διεκδικήσει την προεδρία, στο ύπατο αξίωμα της χώρας των 128 εκατομμυρίων που πλήττεται όλο και περισσότερο από την αυξανόμενη εγκληματικότητα, την ανισότητα και τη μεγάλη διαφθορά στην πολιτική; Πώς θριάμβευσε σε μια προεκλογική εκστρατεία, στη διάρκεια της οποίας δολοφονήθηκαν 133 υποψήφιοι για έδρες στο Κογκρέσο;

Μεγάλωσε σε μεσοαστική οικογένεια, γιος ενός εργαζομένου στα πετρέλαια που αργότερα, στη διάρκεια του πετρελαϊκού boom, έγινε έμπορος. Ο μισθός τού πατέρα του τού επέτρεψε να αγοράσει τα απαραίτητα για το μπέιζμπολ. Ομως η σκοτεινή πλευρά της κρατικής πετρελαιοβιομηχανίας Pemex δεν ήταν μακριά. Λίγο μετά τα 20 του χρόνια, ο Ομπραδόρ άρχισε να δουλεύει με την ομάδα ιθαγενών Τσόνταλ Μάγια, από τους πλέον φτωχούς πολίτες του Μεξικού, που όμως κατείχαν γη στην οποία είχαν βρεθεί τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου. Η αδικία τον εξαγρίωσε. Εμενε σε ένα ταπεινό διαμέρισμα και κοιμόταν σε μια αιώρα με τη σύζυγό του. Εφτιαξε μια ομάδα ακτιβιστών, ποιητών και διαφωνούντων που συναντιούνταν αργά τη νύχτα. Τα έβαλαν με το σύστημα, το οποίο ο Αντρες Μανουέλ αργότερα κατήγγειλε στις προεκλογικές εκστρατείες –τη «μαφία της εξουσίας», όπως το αποκαλεί, εκείνους δηλαδή που ανέρχονται στην εξουσία για να πλουτίσουν. Χαρακτήρισε την επαρχία Ταμπάσκο «εργαστήριο της εξέγερσης». Το πετρέλαιο βρισκόταν στην καρδιά αυτής της επανάστασης. «Για εκείνον η Pemex ήταν ένα τέρας, ένα σύμβολο που έπρεπε να ηττηθεί» λέει ένας φίλος του από εκείνο τον καιρό. Η πολιτική του καριέρα ξεκίνησε με το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα (PRI), που κυβερνούσε το Μεξικό αυταρχικά από το 1929. Τότε, ίσως δεν υπήρχε άλλη επιλογή για όσους ήθελαν να ασχοληθούν με την πολιτική. Ακόμα και ως μέλος εκείνου του συντηρητικού κόμματος ο Ομπραδόρ εκπροσωπούσε την περιοχή στις διαπραγματεύσεις με την Pemex, προσπαθούσε να πείσει τους εργαζομένους στα πετρέλαια να διεκδικούν καλύτερους μισθούς και επιδόματα. Ονόμασε τον γιο του Χεσούς Ερνέστο από τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και όταν τον προσκάλεσαν στις ΗΠΑ, το μόνο που ζήτησε ήταν να επισκεφθεί καταυλισμούς Ινδιάνων.

Αυτή του η δραστηριότητα έκανε τα στελέχη του PRI να τον θεωρήσουν «κομμουνιστή με κουβανέζικα ένστικτα», όπως λέει ο βιογράφος του Ορτίς Πιντσέτι. Το 1988 εγκατέλειψε το κόμμα και εντάχθηκε στην αριστερή αντιπολίτευση, το κόμμα της Δημοκρατικής Επανάστασης. Παρότι δύο φορές διεκδίκησε και δύο φορές έχασε τη θέση του κυβερνήτη του Ταμπάσκο –ο ίδιος λέει ότι υπήρχε νοθεία -, ο Λόπες Ομπραδόρ έγινε σύμβολο της αντιπολίτευσης και τελικά ηγέτης του κόμματος. Το 1991 ηγήθηκε μιας πορείας έξι εβδομάδων από το Ταμπάσκο στην Πόλη του Μεξικού, με αίτημα τις ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Οργάνωσε κινήματα απείθειας των πολιτών, καλώντας τους να μην πληρώνουν τους υπερβολικά υψηλούς λογαριασμούς ρεύματος, και αποκλεισμούς πετρελαϊκών εγκαταστάσεων με αίτημα να αποζημιωθούν οι ψαράδες και οι αγρότες για τη ρύπανση. Σε μια διαδήλωση χτυπήθηκε με πέτρα από αστυνομικό και γέμισε αίματα στο πρόσωπο και στο πουκάμισο. Εκείνη η φωτογραφία τον έκανε σύμβολο της χώρας.

Το 2000 εξελέγη δήμαρχος της Πόλης του Μεξικού και θέλησε να περιορίσει την εγκληματικότητα. Προσέλαβε τον πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης Ρούντολφ Τζουλιάνι ως σύμβουλο, πληρώνοντάς τον 4,3 εκατ. δολάρια για να λυθεί το πρόβλημα, που όμως παρέμεινε σοβαρό στη διάρκεια της πενταετούς θητείας του. Ωστόσο η δημοτικότητά του παρέμεινε στο 70%. Προώθησε κοινωνικά προγράμματα, συντάξεις και επιδόματα για τις μόνες μητέρες, τους αναπήρους και τους ηλικιωμένους. Εφτιαξε έναν οίκο ευγηρίας για ηλικιωμένες πόρνες. Και συνέχισε να ζει λιτά πηγαίνοντας στο δημαρχείο κάθε μέρα στις 6 το πρωί με ένα παλιό Nissan.

Το 2006 και το 2012 διεκδίκησε την προεδρία –την κέρδισε τελικά το 2018. Οι αναλυτές κάνουν λόγο για «voto de castigo», ποινή τιμωρίας για τον απερχόμενο πρόεδρο Πένια Νιέτο. Πρόσφατα μάζεψε επιχειρηματίες και τους ζήτησε να κάνουν επενδύσεις. Πέρυσι κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Ακου, Τραμπ», όπου περιέγραφε την αρνητική επίδραση των ΗΠΑ στο Μεξικό. Πολλοί λένε ότι μοιάζουν στο ταμπεραμέντο και περιμένουν με ενδιαφέρον την αντιπαράθεσή τους. Εν τω μεταξύ, επέβαλε πλήρη λιτότητα στο προεδρικό μέγαρο. «Είμαι από χωριό» είπε. «Δεν με νοιάζουν οι πολυτέλειες».