Η διαπραγμάτευση για το Σκοπιανό σήμερα γίνεται με τρόπο πρόχειρο και επιδερμικό, λέει στα «ΝΕΑ» ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης. Αυτό πιστεύει ότι προδίδει η απουσία των αναγκαίων πρωτοβουλιών από την πλευρά του Μαξίμου για τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου του πολιτικού κόσμου, σαν εκείνο που, σημειώνει, είχε προσπαθήσει να συγκροτήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1992. Ο πρώην υπουργός και αντιπρόεδρος της ΝΔ επισημαίνει δε πως η σημερινή ελληνική κοινωνία, ταπεινωμένη από τα χρόνια της κρίσης, ταυτίζει το ζήτημα με την «εθνική υπερηφάνεια». Και διερωτάται γιατί δεν έχει πέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ο όρος «Σλαβομακεδονία».
Τελικά, είμαστε κοντά σε μια συμφωνία που θα λύσει το Ονοματολογικό των Σκοπίων, όπως διαρρέει από την κυβέρνηση;

Δυστυχώς, αυτό το γνωρίζουν σήμερα μόνο εκείνοι που διαπραγματεύονται. Και λέω «δυστυχώς» γιατί μιλάμε για ένα κρίσιμο εθνικό ζήτημα, που αντανακλά όχι μόνο στο σήμερα, αλλά, κυρίως, στις επόμενες γενεές Ελλήνων. Με λυπεί βαθιά το γεγονός ότι σήμερα η διαπραγμάτευση γίνεται με τρόπο πρόχειρο και επιδερμικό. Αυτό δεν καταδεικνύει μια σοβαρή προσπάθεια επίλυσης ενός ζητήματος, αλλά μια ευκαιριακή προσπάθεια εκμετάλλευσής του. Τα μεγάλα εθνικά ζητήματα λύνονται μόνο με ευρείες εθνικές συναινέσεις. Με πρόσκληση, δηλαδή, σε ένα κοινό τραπέζι διαλόγου όλων των πολιτικών αρχηγών, με συγκρότηση μιας ισχυρής πατριωτικής φωνής και ενός κοινού εθνικού μετώπου στο εξωτερικό. Σήμερα, παρακολουθώ μετά λύπης μου όλα αυτά να θυσιάζονται και να παραγκωνίζονται. Πρέπει η σημερινή κυβέρνηση να αντιληφθεί ότι η καλλιέργεια της πόλωσης, αντί της αναζήτησης συνθέσεων, την ώρα της διαπραγμάτευσης αδυνατίζει σημαντικά τη φωνή μας στο εξωτερικό.
Γιατί η ΝΔ επιμένει τόσο στο ζήτημα «μακεδονική γλώσσα» και «μακεδονική ταυτότητα»;

Θεωρώ ότι είναι η αυτονόητη προσέγγιση. Το Σκοπιανό δεν είναι ζήτημα ονοματολογικό. Είναι, πάνω απ’ όλα, ζήτημα ιστορικό. Είναι ζήτημα ευθείας αμφισβήτησης της ιστορικής αλήθειας, της συλλογικής μας ταυτότητας, της ίδιας μας της γλώσσας. «Ακουμπά» την εθνική φυσιογνωμία και την ιστορική μνήμη μιας περιοχής η οποία, στο πρόσφατό μας παρελθόν, με τον Μακεδονικό Αγώνα κατάφερε να τη διατηρήσει αναλλοίωτη. Αποδεικνύεται, λοιπόν, πως οι στρεβλές επιδιώξεις οδηγούν πάντα σε στρεβλές ονοματολογικές διατυπώσεις. Αυτό που εγώ τονίζω είναι ότι το ζήτημα του ονόματος θα λυθεί όταν λυθούν τα αίτια που το προκαλούν. Οταν, δηλαδή, αρθούν οι αλυτρωτισμοί, όταν ξαναγραφτούν τα σχολικά βιβλία των γειτόνων μας και όταν καταστεί, πλέον, συνείδηση από την κυβέρνηση των Σκοπίων ότι ο κάθε λογής «μεγαλοϊδεατισμός» τους δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ανεκτός. Γιατί είναι σαφές ότι δεν υπάρχει ούτε μακεδονικό έθνος ούτε μακεδονική γλώσσα ούτε μακεδονική ταυτότητα. Υπάρχει μόνο η Ιστορία του έθνους μας που εμπεριέχει όλα τα παραπάνω.
Βλέποντας τα πράγματα με την ασφάλεια που δίνει η χρονική απόσταση, χάθηκε μια ευκαιρία να λυθεί το Μακεδονικό το 1992;

Είμαι της άποψης ότι τα εθνικά ζητήματα πρέπει να λύνονται και όχι να διαιωνίζονται. Η λύση τους, όμως, πρέπει να γίνεται με τρόπο που να αποτυπώνει και να διασφαλίζει την εθνική ομοφωνία, δεδομένου ότι δεσμεύει και τις επόμενες γενεές. Πολλοί, σήμερα, ξεχνούν ότι το 1992 ήμασταν μια κυβέρνηση με ισχνή –ισχνότατη –κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενός μόνο βουλευτή, και κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε τότε μια εθνική πρόκληση που μόλις «γεννιόταν». Γι’ αυτό και καταβάλαμε εξαρχής κάθε δυνατή προσπάθεια για να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός ισχυρού εθνικού μετώπου: με τακτικές συγκλήσεις του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπό τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή και με συνεχή ενημέρωση των κομμάτων. Δυστυχώς, όμως, είχαμε να αντιμετωπίσουμε κυρίως την άτεγκτη και αδιάλλακτη στάση του Ανδρέα Παπανδρέου, που διαρκώς πυροδοτούσε τη συναίνεση. Και βέβαια τη διαφορετική προσέγγιση που είχε αναπτυχθεί τότε εντός των κόλπων της παρατάξεώς μας. Οσοι, επομένως, επικαλούνται τα γεγονότα του 1992, επιζητώντας πολιτική διέξοδο, είναι σαφές ότι εστιάζουν σε λάθος πτυχή της Ιστορίας. Επιλέγουν να ερμηνεύουν τα γεγονότα με τον δικό τους τρόπο. Το ίδιο, δηλαδή, που κάνουν και οι γείτονές μας με το θέμα της Ιστορίας της Μακεδονίας.
«Αντέχει» σήμερα η ελληνική κοινωνία μια λύση που θα περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία»;

Ο ψυχισμός του Ελληνα ήταν πάντα ευαίσθητος στα εθνικά θέματα και δεν συμβιβάστηκε ποτέ με εκπτώσεις σε ζητήματα εθνικής ταυτότητας και ιστορικής αλήθειας. Κάτι που επιβεβαίωσε, εξάλλου, και πρόσφατα η μαζικότατη συμμετοχή των πολιτών στα συλλαλητήρια που διενεργήθηκαν. Μόνο που στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να μιλάμε για έναν ξεπερασμένο εθνικό εγωισμό. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι ο λαός μας –που τα τελευταία χρόνια έχει υποφέρει πάρα πολύ –ταυτίζει υποσυνείδητα σήμερα το ζήτημα της Μακεδονίας με την εθνική του υπερηφάνεια. Και στο ζήτημα αυτό δεν θεωρώ ότι θα συμβιβαστεί εύκολα με «περικοπές». Αυτό οφείλει να το αξιολογήσει η σημερινή κυβέρνηση. Να αντιληφθεί ότι για τους χειρισμούς της δεν θα κριθεί μόνο από τις επόμενες εκλογές, αλλά, κυρίως, από τις επόμενες γενεές. Σήμερα, η εμπλοκή της αλβανικής μειονότητας των Σκοπίων στο θέμα της ονομασίας περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση για τους γείτονές μας. Και διερωτώμαι έντονα γιατί δεν έχει συζητηθεί έως τώρα το όνομα «Σλαβομακεδονία». Από τη στιγμή, μάλιστα, που ο πρώτος πρόεδρος και για πολλά χρόνια ηγέτης του συγκεκριμένου κράτους Κίρο Γκλιγκόροφ είχε δηλώσει δημόσια το 1992 πως οι Σκοπιανοί είναι Σλάβοι και δεν έχουν την παραμικρή σχέση τόσο με τους αρχαίους Μακεδόνες όσο και με τον Μέγα Αλέξανδρο.
Τι θα συμβουλεύατε τη νέα γενιά πολιτικών;

Πίστευα πάντα ότι πραγματική ευθύνη της πολιτικής και των πολιτικών είναι να διαμορφώνουν τις καταστάσεις και όχι να διαμορφώνονται από αυτές. Πολιτικός σημαίνει να υπηρετείς τον λαό με γνώμονα το συμφέρον του έθνους. Οχι να υποκύπτεις στις επιθυμίες του, προκειμένου να φανείς αρεστός. Σήμερα, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε, περισσότερο από ποτέ, ότι η κρίση οφείλει να μας ενώσει. Οι εθνικές προκλήσεις στο διάβα των αιώνων αντιμετωπίζονταν πάντα με επιτυχία μόνο όταν υπήρχε ένα αρραγές και στιβαρό εθνικό μέτωπο. Και οφείλουν αυτοί που έχουν την ευθύνη σήμερα αυτού του τόπου να αντιληφθούν ότι η κρίση δεν πρέπει να αποτελεί αφετηρία διχασμού και μίσους για έναν λαό που πλήττεται και υποφέρει. Αλλά, αντίθετα, οφείλει να αποτελεί τη βάση της ένωσης και της συσπείρωσής του.