Συχνά γυρνώ στις παλιές πρώτες λογοτεχνικές μου αγάπες. Ηταν δύσκολες εποχές για τη γενιά μου. Εμφύλιος, πατέρας εξορία, μητέρα με τρία παιδιά στην προεφηβική ηλικία, σχολείο στο οστεοφυλάκιο του νεκροταφείου επειδή το σχολείο είχε γίνει φυλακή.

Τις νύχτες στις παρυφές της επαρχιακής γενέθλιας πόλης ακούγονταν πυκνοί πυροβολισμοί και φήμες, μια έφερναν την είδηση πως ο στρατός απωθούσε τους αντάρτες και άλλοτε πως στις γειτονιές της πόλης είχαν αδειάσει τους φούρνους και τα κατώγια οι αντάρτες. Οι φυλακές γεμάτες και κάθε μέρα ο διορισμένος ως βασιλικός επίτροπος δικηγόρος Αθηνών έστελνε στο εκτελεστικό απόσπασμα με συνοπτικές διαδικασίες δέκα και είκοσι συμπολίτες.

Στο νοικιασμένο με ενοικιοστάσιο ισόγειο σπίτι όπου ζούσαμε γωνία σε μια διασταύρωση, τα δύο παράθυρα του σπιτιού, το ένα που έβλεπε στον έναν δρόμο, το άλλο στον άλλον, είχαν μπλοκαριστεί. Γιατί είχε στη γωνιά χτιστεί με πέτρα και πλάκα τσιμεντένια ένα φυλάκιο, όπου κάθε βράδυ συμπολίτες της εθνοφρουράς ένοπλοι ξενυχτούσαν για να υπερασπιστούν, αν χρειαστεί, την πόλη από εισβολή αιφνίδια.

Το σπίτι είχε μια αρχιτεκτονική αρετή. Τα παράθυρα, λόγω του ισογείου, είχαν σιδεριές, έτσι και τα τζάμια και τα παραθυρόφυλλα έκλειναν από μέσα. Ετσι σφραγισμένα έσωθεν είχαν καταργηθεί και δεν υπήρχε καμία οπτική επαφή με τον δρόμο. Υπήρχε όμως ακουστική επαφή. Κατά τις 10 το βράδυ έως τις 6 το πρωί στο φυλάκιο αγρυπνούσαν οι ώριμοι, μη στρατεύσιμοι, συμπολίτες μ’ ένα όπλο παρά πόδα και ένα μαγκάλι με πυρήνα ελιάς να σιγόκαιει και να χωνεύει ώστε, χειμώνα καιρό, 1947-48, να ζεσταίνονται.

Κοιμόμουν στο δωμάτιο με τα τυφλά πατζούρια και δύο χειμώνες, παιδί δέκα – ένδεκα χρονών, άκουγα τις συζητήσεις, τις βωμολοχίες, τις αφηγήσεις ζωής των ανδρών που ξαγρυπνούσαν. Ομολογώ πως πλούτισα σε εμπειρίες, ιστορική μνήμη άλλων εποχών και κυρίως με άγνωστο λεξιλόγιο: ύβρεις, χυδαιότητες, νοσταλγίες, εφιάλτες, απωθημένες επιθυμίες, ενοχές, εκδικητικές επιδιώξεις και πολιτικές βλέψεις. Δεν γνώριζα τους επαγρυπνούντες συμπολίτες μου, έρχονταν από άλλες γειτονιές. Γνώριζα όμως τις φωνές τους. Αλλες βάναυσες, άλλες χαμηλές, σχεδόν ψιθυριστές, άλλες ωμές και άλλες τρυφερές. Πολλοί στις συζητήσεις ομολογούσαν πως δεν γνώριζαν τίποτε για όπλα και τον χειρισμό τους, πιθανόν διότι μεγάλωσαν στην Κατοχή και δεν είχαν στρατευτεί. Αλλοι είχαν βιώσει τη μικρασιατική τραγωδία και οι γηραιότεροι το ’12 και το ’13 των Βαλκανικών Πολέμων. Για να μην προκαλούμε δεν ανάβαμε στο δωμάτιο που γειτόνευε με το φυλάκιο ηλεκτρικό, εξάλλου συχνά τις νύχτες υπήρχε διακοπή για λόγους οικονομίας. Η πόλη τότε είχε ιδιωτική εταιρεία παροχής ρεύματος. Ετσι άναβε η λάμπα πετρελαίου και μ’ αυτή τη λάμπα διάβαζα ό,τι έβρισκα στην πολύ καλή, πλούσια βιβλιοθήκη του πατέρα.

Τότε ανακάλυψα τους μεγάλους μας ποιητές, τον Σολωμό (στην έκδοση Μαρασλή με πρόλογο του Παλαμά), τον Κάλβο. Αλλά με είχε βαθιά συγκινήσει ένας πρόχειρα δεμένος τόμος με τα ποιητικά άπαντα του Γεωργίου Βιζυηνού. Ηταν βέβαια το τραγικό του τέλος στο φρενοκομείο που με οδήγησε στην ποίηση, αλλά εκεί διαπίστωσα πως ο ευαίσθητος εκείνος άνθρωπος βίωνε από πολύ νωρίς μια μελαγχολία, μια «αηδία ζωής». Στο ποίημά του «Το όνειρον» οι πρώτοι κιόλας στίχοι και κυρίως ο υποδόριος ρυθμός προετοιμάζουν το ανελέητο τέρμα:

«Εψές είδα στον ύπνο μου / ένα βαθύ ποτάμι /

θεός να μην το κάμει / να γίν’ αληθινό».

Ο Βιζυηνός ζει μια εποχή που μοιάζει τερατωδώς με τη δική μας. Είναι μια γενιά που βιώνει τη μεγάλη απογοήτευση. Ποιητές αυτοκτονούν από απελπισία αφού κάθε ελπίδα για αλλαγή χάθηκε. Ο Δημήτρης Παπαρρηγόπουλος, όμορφος, πλούσιος, ερωτεύσιμος και ταλαντούχος της γενιάς του αυτοχειριάζεται.

Είναι η ευρωπαϊκή γενιά που είδε να εξατμίζεται και να μένει κενή η χύτρα όπου έβραζε το πνεύμα και ο οίστρος της Γαλλικής Επανάστασης. Είναι η εποχή των καταραμένων ποιητών και συνθετών, του Μποντλέρ, του Σοπέν, του Ρεμπό, του Λοτρεαμόν, του Σούμπερτ, του Μπίχνερ). Απελπισμένοι, αιθερομανείς, «έκδοτοι στες ηδονές», γιατί όλες οι ελπίδες που γέννησε ο Διαφωτισμός μουντζουρώθηκαν και βυθίστηκαν στην πίσσα.

«Μες σ’ αυτή τη χώρα / όλ’ άλλαξαν τώρα

Μετεβλήθη εντός μου / κι ο ρυθμός του κόσμου».

Λίγοι στίχοι γραμμένοι στο φρενοκομείο από τον πρώτο έλληνα δραματολόγο, τον εισηγητή στην Ελλάδα της δραματουργίας του Ιψεν και μαζί με τον Ροΐδη και τον Παπαδιαμάντη τον σημαντικότερο πεζογράφο της νεότερης Ελλάδας έως σήμερα!! Και μη προς κακοφανισμόν.

Μόνον ένας άνθρωπος με τις κεραίες του σε άλλους ορίζοντες του μέλλοντός μας προσηλωμένες, μόνο ένας ποιητής που πέρασε το σύνορο του χρόνου και του τόπου και εγκαταστάθηκε στην επικράτεια του ζόφου θα μπορούσε να συλλάβει τα θλιβερά μηνύματα εκατόν τόσα χρόνια ΜΕΤΑ. Αλήθεια, ποια όλα άλλαξαν σ’ αυτή τη χώρα; Αλήθεια, ποιος ρυθμός, τίνος κόσμου μετεβλήθη εντός μας;

Γιατί τόσοι παράταιροι ήχοι αντικατέστησαν και τον ρυθμό και το μέλος της Ιστορίας; Γιατί και πώς η γλώσσα, η θεμελιώδης ρυθμική σύνθεση της σκέψης έγινε θόρυβος, χλαλοή, νταβαντούρι; Πώς και γιατί χάθηκε η περπατησιά της έξοχης καθημερινής λαλιάς που την απαθανάτισε ο παροιμιακός λόγος; Γιατί αντί για τις άναρθρες κραυγές του Διαδικτύου δεν μνημονεύουμε πια, όταν θολώνει ο νους μας, Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη;

Τώρα η ροή των ποταμών μας αντί να κατευθύνονται τα ύδατα στο ανοιχτό πέλαγος επιστρέφουν στις πηγές και χάνονται στα υπόγεια ρεύματα, όπως ήδη το προφήτευσε στη «Μήδεια» ο Ευριπίδης.

Μαζί με τον Βιζυηνό μπήκε στο φρενοκομείο και ο άλλος ιδιοφυής, ο Μιχαήλ Μητσάκης, και 30 χρόνια μετά ένας ήχος όπλου τάραξε τον ύπνο των χορτασμένων με μπουλβάρ συνανθρώπων μας που ερχόταν από την παραλία της Πρέβεζας.

Αλλά ποιος πλέον ακούει τους ποιητές στις μέρες του Σαρβάιβορ; Ποιος ακούει τι παραγγέλλει ο Μιχάλης Κατσαρός εδώ και 60 χρόνια:

«Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας

έχει πολλή ξηρασία».

Ποιος έδωσε λίγη σημασία στον φοβερό λόγο του Γιώργου Σεφέρη: «Φοβάμαι πως είμαστε οι τελευταίοι που μιλάμε ελληνικά»!

Ποιος ακούει τον ποιητή Εμπειρίκο που στο αριστούργημά του «Ο δρόμος» μάς ειδοποιεί πως η πορεία τελειώνει στον Αχέροντα ξαφνικά πριν συνειδητοποιήσουμε την τρομερή εμπειρία της διαδρομής.

Ποιος ακούει τον Ιάκωβο Καμπανέλλη που στο αριστούργημά του «Ο δρόμος περνά από μέσα» (άλλος δρόμος αυτός!) αφηγείται πως για να κτιστεί άλλη μια αστική φυλακή για την απομόνωση και την αποξένωση στοιβαγμένων ανθρώπων κόβεται μια λεύκα και ορφανεύουν τσιρίζοντας τα σμήνη των πουλιών που επιστρέφουν στα κλαδιά τους και δεν τα βρίσκουν.

Να πιστέψουμε τον Γκάτσο που στο τραγούδι του Χατζιδάκι μάς λέει πως δεν υπάρχει προοπτική να αλλάξει ο κόσμος και χαράμι πάνε οι αγώνες ονειροπόλων νέων που αποφασίζουν να σηκώσουν τον κόσμο σαν το δισάκι στον ώμο τους;

Ή να πιστέψουμε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο στο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη που μας παρηγορεί πως όσο υπάρχει ένα παιδί «υπάρχει ελπίδα»;

Ποιο παιδί; Γράφω τη μέρα που ένας δεύτερης γενιάς έφηβος στην Αμερική μπήκε ένοπλος (αδεία Τραμπ) στο σχολείο του και σκότωσε δέκα δασκάλους και συμμαθητές. Ποιο παιδί; Το άλλο στη Μυτιλήνη που βρέχεται από τη νεροποντή γιατί η σκηνή μπάζει και τα άλλα αντίσκηνα έχουν καταντήσει οστεοφυλάκια ζωντανών;

Ο Βιζυηνός ένιωθε στη μοναξιά του φρενοκομείου να μεταβάλλεται ο ρυθμός του κόσμου. Στο σημερινό «Φρενοκομείο η Ανθρωπότης» ποιος ρυθμός κυριαρχεί, ποια τάχα να είναι αυτή η βοή των πλησιαζόντων γεγονότων; Τα βήματα του Νέρωνα;