Ακόμη κι αν κυριολεκτούσε ο τίτλος –δεν είναι κανίβαλος αυτός που τρώει τον Ρουμάνο, αλλά κι αν τον τρώει, δεν τον τρώει μόνος του –πάλι θα αισθανόταν κανείς τον τίτλο, αν όχι ν’ αδικεί, τουλάχιστον να περιορίζει σημαντικά, την εμβέλεια του περιεχομένου του. Αλλωστε είναι τόσο ευφυής συγγραφέας ο Δημήτρης Σωτάκης που, αν πίστευε πως έστω κι ένας αναγνώστης θα επιχειρούσε την άστοχη ταύτιση ενός καθ’ όλα ευυπόληπτου πολίτη, άψογα ντυμένου και περιποιημένου, τόσο διακριτικού ώστε να φροντίζει να περνάει απαρατήρητος, όχι γιατί έχει κάτι –ώς ένα σημείο τουλάχιστον –να κρύψει, μ’ έναν φύσει και θέσει κανίβαλο, έναν ανθρωποφάγο δηλαδή, θα είχε επιλέξει έναν άλλον τίτλο, καθώς μια αντίστοιχη ταύτιση θα πρόδιδε μιαν εύκολη ηθικολογική πρόθεση. Τι εννοούμε ακριβώς: Παρά την πράξη της ανθρωποφαγίας, μόνο ως αποτρόπαιο, άρρωστο ή νοσηρό δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το μυθιστόρημα «Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο», καθώς η γραφή του δεν επηρεάζεται στο ελάχιστο από μια πράξη που θεωρούμενη καθεαυτή κρίνεται ως τρομερή και, εκ των πραγμάτων, καταδικαστέα. Διατηρεί δηλαδή η γραφή όλα τα σημάδια μιας τόσο ευλαβούς θεώρησης της ζωής ώστε η κατάληξη του μυθιστορήματος θα μπορούσε να είναι τελείως διαφορετική, εξίσου όμως αιφνιδιαστική σε σχέση με τη σημερινή.

Ανθρωποφάγο νόημα

Αλλά να πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή: Η προετοιμασία του Ζέριν –του «κανίβαλου» –προκειμένου να γνωρίσει τον Ρουμάνο και την οικογένειά του, είναι η ίδια ακριβώς με την προετοιμασία ενός ανθρώπου που θα τον ενδιέφερε ν’ αποκτήσει ένα νόημα η ζωή του, όπως αίφνης να γίνει μοναχός ή να καταξιωθεί κοινωνικά, χωρίς η πράξη της ανθρωποφαγίας να υπάρχει καν στο πίσω μέρος του μυαλού του. Μ’ αποτέλεσμα η πράξη αυτή να προκύπτει ως προοπτική ενώ εξελίσσεται η ίδια η ιστορία και να γίνεται αναπόφευκτη γιατί τα πράγματα κατευθύνονται προς τα κει, χωρίς να έχει επέμβει στο ελάχιστο η βούληση του συγγραφέα. Ακριβώς γι’ αυτό θ’ ακουγόταν ως κάτι φοβερά κοινότοπο το να καταλόγιζε κανείς στον συγγραφέα μια στοιχειώδη έστω εικονογράφηση με τον «Κανίβαλό» του της γνωστής ρήσης ότι «κανείς δεν ξέρει τι κρύβει ο κάθε άνθρωπος μέσα του», καθώς ο Ζέριν δεν αποκαλύπτει ένα βάθος που μας αφορά όλους, αλλά προκαλεί ο ίδιος τις συνθήκες προκειμένου να γνωρίσει τον εαυτό του, έστω και με το πρόσχημα ενός παράφορου έρωτα ή τη θαλπωρή μιας οικογενειακής εστίας. Αν συνιστά έναν δραματικό ήρωα, είναι γιατί παραμένει ενεργών μέσα σε περιστάσεις που η αισθηματική και η πνευματική ασφάλεια του καθενός θα βόλευε να τον θεωρεί ως ενεργούμενο κι όσο κι αν οι συνέπειες της τελικής του απόφασης δεν βαραίνουν τον ίδιο κι έχει μάλιστα μετέλθει ένα πάμφθηνο μέσον, όπως αυτό των αλόγιστων παροχών προκειμένου να δελεάσει τα, έτσι κι αλλιώς, έτοιμα για κάθε συμβιβασμό θύματά του, δεν παύει όλη αυτή η εντελώς φανερή συνθήκη ν’ αποτελεί μόνο την ορατή μύτη του παγόβουνου.

Οπως ακριβώς ο κάθε δραματικός ήρωας, ο Ζέριν λειτουργεί βάσει ενός προδιαγεγραμμένου σχεδίου, που χωρίς να έχει την ελαχιστότερη ανάμειξη στην εκπόνησή του, αν και διατηρεί σε όλες τις φάσεις της πραγματοποίησής του κάτι το εξαιρετικά αυτόβουλο, φτάνει να ταυτίζει την ολοκλήρωσή του με μια πλήρη μορφή της ελευθερίας του. Συγκροτεί ένα σκεύος εκλογής προκειμένου να μας γίνει αντιληπτή μια γνώση, ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπιστεί, καθώς ο Σωτάκης προτίμησε να μας την αποκαλύψει μέσω ενός θύτη παρά ενός θύματος, με την αναπόφευκτη αντιπάθεια και αποστροφή που γεννά ο πρώτος να κάνει τη γνώση που μας προσφέρεται σχεδόν ανεπιθύμητη, αν όχι και αχρείαστη.

Σε κοινωνίες ανοιχτές, όπως οι σημερινές, με την ανθρωποφαγία στην ηθική της διάσταση να παραμένει σχεδόν τόσο αποκρουστική όσο και η πραγματική –όπως ακριβώς συμβαίνει στον «Κανίβαλο που έφαγε έναν Ρουμάνο» –αν και συντελείται με τις προϋποθέσεις που καταναλώνεται οποιοδήποτε άλλο φαγώσιμο, ο Σωτάκης επέλεξε τον κλειστό ορίζοντα μιας μικρής, επαρχιακής –αν και παραθαλάσσιας –πολιτείας, ώστε τα πέντε, στο σύνολό τους, άτομα που γνωρίζουμε και μέσα σ’ ένα σκηνικό σχεδόν ασφυκτικό καθώς το καθορίζουν ένας μόλος, μια γέφυρα, ένα παλιό λιμάνι, μια διασταύρωση δρόμων και μια οικοδομή που κατασκευάζεται, να μη μένει κανένα περιθώριο για να σκεφτείς ότι δεν είναι όλα αυτά επαρκή για τη διαχείριση ενός τόσο τρομακτικού «υλικού» όπως αυτό της ανθρωποφαγίας. Κι ότι τους λογαριασμούς που σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, σε σχέση με μια τόσο τρομερή απόφαση ή πράξη, δεν γίνεται να τους ξεφύγεις, όταν ο περιβάλλων χώρος είναι τόσο μικρός ώστε να ταυτίζεται με το είναι σου. Ενώ αντίθετα ένα εξαιρετικά ευρύ και πολυπολιτισμικό περιβάλλον με την αναπόφευκτα μυστηριώδη χροιά που θα έδινε στην πράξη της ανθρωποφαγίας θ’ αποδυνάμωνε την έντασή της και θα τη μετέβαλλε σε αντικείμενο του αστυνομικού δελτίου. Ενώ τώρα η εκδηλωμένη αυτή ανήκουστη πράξη μέσα σε μινιμαλιστικές συνθήκες, το μέγεθός της, ηθικό ή πραγματικό, κάνει αν μη τι άλλο να συνειδητοποιεί κανείς ότι πριν από την τελική πράξη της ανθρωποφαγίας, έχουν προηγηθεί πολλές μικρές αντίστοιχες κινήσεις, ανώδυνες όμως, καθώς δεν τρώει ο ένας τον άλλον με, μαχαίρι και πιρούνι, αλλά τον κατασπαράσσει μ’ έναν καθ’ όλα νόμιμο τρόπο.

Μονόδρομος αυτοθυσίας

Ο Δημήτρης Σωτάκης κατόρθωσε με το μυθιστόρημά του «Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο» να περάσει κυριολεκτικά ένα ποτάμι από την τρύπα μιας βελόνας, κυρίως γιατί μια ιστορία που φαίνεται να πραγματοποιείται ενώ γράφεται κι ενώ αισθάνεσαι ότι θα μπορούσε να της επιφυλάξει δεκάδες διαφορετικές εξελίξεις, δεν λοξοδρομεί ελάχιστα σε σχέση με το προδιαγεγραμμένο σχέδιο, με τον ίδιο τον συγγραφέα όμως να παραμένει τόσο έκπληκτος γράφοντας όσο θα συνέβαινε σε περίπτωση που αγνοούσε πλήρως το σχέδιο αυτό. Το να ανοίγονται μπροστά σου δέκα πλατιές λεωφόροι και να τις μεταβάλλεις σε μονόδρομο είναι το ύψιστο της αυτοθυσίας ενός συγγραφέα ώστε το «θέμα» που επέλεξε να πραγματευθεί, όσο πρωτότυπο, νεοφανές ή προκλητικό κι αν είναι, να ηχήσει στις πραγματικές του διαστάσεις. Μ’ ένα εξαγόμενο μάλιστα που μ’ έναν ελάχιστα διαφορετικό φωτισμό των λέξεων θα ήταν το ίδιο ακριβώς, έστω κι αν αφορούσε ένα θέμα πολυμεταχειρισμένο ή κοινότοπο. Φτάνει η περιπέτεια που θα προϋπόθετε η γραφή, όπως στον «Κανίβαλο» του Σωτάκη, να ήταν αντίστοιχη με το ύψος που αυθορμήτως περικλείνει καθετί «χυδαίο» ή «υπερούσιο», «προσωρινό» ή «αιώνιο», «χθαμαλό» ή «υψιπετές».

Δημήτρης Σωτάκης

Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο

Εκδ Κέδρος 2018, σελ. 232

Τιμή: 12,20 ευρώ