Τέσσερα χρόνια, τέσσερις εκτροχιασμοί. Ενας τον χρόνο.

Το 2015 ήταν η Ελλάδα με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Το 2016 ακολούθησαν το Ηνωμένο Βασίλειο με το Brexit και οι ΗΠΑ με τον Τραμπ. Το 2018 ήταν η σειρά της Ιταλίας με τον Μπέπε Γκρίλο και τον Σαλβίνι.

Στο ενδιάμεσο κάποιοι άλλοι την γλίτωσαν στο φτερό. Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία… Ευτυχώς.

Τέσσερα στα τέσσερα όμως είναι πολύ. Και κυρίως δεν είναι ατύχημα. Κάτι συμβαίνει.

Μια μελέτη του Yascha Mounk (Harvard) και του Tony Blair Institute αναφέρει ότι το 2000 η λαϊκιστική ψήφος στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν 8,5%. Το 2017 έφτασε στο 24,1% –το 2016 ήταν ελαφρά υψηλότερη.

Με άλλα λόγια η απήχηση του δεξιού ή αριστερού αντισυστημικού λαϊκισμού τριπλασιάστηκε μέσα σε 17 χρόνια. Και πού; Στο πλουσιότερο, ασφαλέστερο, δικαιότερο, πιο μορφωμένο, πιο ομοιογενές και πιο πολιτισμένο μέρος του πλανήτη.

«Che bordello!» ήταν ο ευρηματικός τίτλος του «Il Tempo» μετά τις ιταλικές εκλογές –ένας τίτλος που ταιριάζει γάντι στο σύνολο του προβλήματος…

Δεν θα μπω στην κουβέντα για τις αιτίες, έχει γίνει επί μακρόν κι από πολλούς. Κι ούτε πιστεύω άλλωστε στον παλαιό ντετερμινισμό πως αν καταλάβουμε τις αιτίες θα ανακαλύψουμε αυτομάτως και τη λύση του προβλήματος.

Τα πολιτικά δρώμενα έχουν μεγάλα περιθώρια αυτονομίας και ούτως ή άλλως το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν μοιάζει παροδικό. Σε σημείο που η κοινότητα των πολιτικών ερευνητών μπαίνει στον πειρασμό να αναθεωρήσει τις παραδοσιακές ταξινομήσεις της.

Δεν μιλάει πια για έναν άξονα Δεξιά – Αριστερά αλλά για ένα πολιτικό σκηνικό που συγκροτείται πλέον από τέσσερα αυτόνομα τεταρτημόρια: συστημική Δεξιά, συστημική Αριστερά, αντισυστημική Αριστερά, αντισυστημική Δεξιά.

Προσωπικά ίσως προσέθετα κι έναν ατυπικό λαϊκισμό αλλά φοβούμαι ότι το σχήμα μπερδεύεται πολύ.

Για να μιλήσουμε λοιπόν στην καθομιλουμένη, έχουμε από τη μία πλευρά την παραδοσιακή Κεντροδεξιά και την ιστορική Κεντροαριστερά. Κι από την άλλη, μια λαϊκιστική Δεξιά και μια λαϊκιστική Αριστερά. Ενα εντελώς καινούργιο τοπίο.

Το οποίο υποκρύπτει μια ενδημική και βαθιά κρίση εξουσίας.

Διότι στο τοπίο αυτό μόνο μια συνεργασία Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς προκύπτει ως λύση κανονικής διακυβέρνησης. Οπου κάτι τέτοιο δεν μπορεί να προκύψει ή όπου ο συστημικός πυρήνας δεν είναι αρκετά ισχυρός, το πρόβλημα αποδεικνύεται τεράστιο.

Η Ιταλία είναι το πιο ωμό παράδειγμα ακριβώς επειδή ο συστημικός πόλος βγήκε ανίσχυρος από τις κάλπες. Τα συστημικά κόμματα συγκέντρωσαν με το ζόρι ένα 38,6%.

Την ίδια στιγμή, τα Πέντε Αστέρια, η Λέγκα και οι νεοφασίστες συγκέντρωσαν αθροιστικά το 54,3% των ψήφων αλλά δεν μπορούν να διαμορφώσουν μεταξύ τους μια πλατφόρμα εξουσίας.

Στη Γαλλία, αντιθέτως, Μαρίν Λεπέν, Μελανσόν και Ντιπόν-Αϊνιάν συγκέντρωσαν 45,6% στην προεδρική εκλογή (που δεν το λες και λίγο!) αλλά ο συστημικός πόλος που συσπειρώθηκε γύρω από τον Μακρόν αποδείχτηκε ισχυρότερος.

Εκεί λοιπόν αρχίζει το πρόβλημα. Διότι αν υποθέσουμε ότι η μια αυτονόητη στρατηγική εξουσίας είναι η ενίσχυση και η υπεροχή των συστημικών δυνάμεων, ποια είναι εναλλακτικά η άλλη; Υπάρχει;

Στην επιστημονική αργκό ονομάζεται «εξομάλυνση μέσω συνασπισμού».

Είναι η θεωρία που λέει ότι η ενσωμάτωση μιας μη συστημικής δύναμης σε έναν συστημικό συνασπισμό δυνάμεων θα οδηγήσει σε σταδιακή αφομοίωση της αντίθεσης που επαγγέλλεται. Περίπου αυτό που συμβαίνει ή που ελπίζουν να συμβεί στην Αυστρία.

Στα καθ’ ημάς είναι η θεωρία του «εξημερωμένου ΣΥΡΙΖΑ» μέσα από μια υποθετική σύμπραξή του με την Κεντροαριστερά, δηλαδή μέσα από μια συνεργασία των δυο τεταρτημορίων που αναφέρονται στην Αριστερά. Κάτι τέτοιο φαίνεται να ονειρεύονται κι ίσως να προωθούν διάφορες δυνάμεις και στην Ευρώπη.

Η στρατηγική αυτή όμως είναι εξαιρετικά επισφαλής.

Ο Joost van Spanje (Πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ) μελέτησε 296 ευρωπαϊκές εκλογές από το 1945 και κατέληξε στο ότι η εισδοχή «εξοστρακισμένων κομμάτων» σε συνασπισμούς με συμβατικά παραδοσιακά κόμματα δεν μειώνει την υποστήριξη προς τους εξοστρακισμένους ούτε μεταβάλλει τη λογική τους.

Ακόμη χειρότερα: μπορεί να εξοικειώσει ή να εμβολιάσει τα συστημικά κόμματα με μια αντισυστημική ατζέντα. Να έχει δηλαδή τα αντίθετα αποτελέσματα.

Το 2015, όταν συνάντησα τον Μπέπε Γκρίλο στο σπίτι του στην παραλιακή Τοσκάνη και κουβεντιάσαμε για ώρες, μου είχε κάνει εντύπωση η επιμονή του στην ανάγκη συνολικής αμφισβήτησης του συστήματος.

Στην έμφαση ότι δεν υπάρχει μέσος δρόμος, ούτε πραγματικό κίνητρο ενσωμάτωσης. Αν πολιτεύεσαι αντισυστημικά οφείλεις να αμφισβητείς το σύνολο του συστήματος.

Η ρητορική του ήταν προφανώς απλουστευτική. Δεν μου φάνηκε όμως ότι ήταν μια πολιτικάντικη μεθόδευση αλλά η ουσία της στρατηγικής του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ηττηθεί, μου είπε, επειδή δεν αμφισβητεί το ευρώ, που είναι ο πυρήνας του συστήματος!

Τρία χρόνια αργότερα, αυτή η στρατηγική οδήγησε τον Γκρίλο να είναι μακράν η πρώτη πολιτική δύναμη της Ιταλίας. Για τον ΣΥΡΙΖΑ το μέλλον είναι μάλλον μαύρο κι άραχνο.

Ούτως ή άλλως η θεωρία της εξημέρωσης διά της συμμετοχής στην εξουσία είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη.

Ο Τσίπρας, για παράδειγμα, ή ο Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία μπορεί να έδειξαν ικανότητες προσαρμογής σε απαιτήσεις που τους διατηρούν στην εξουσία αλλά σε καμία περίπτωση δεν δείχνουν εξημερωμένοι κατά την άσκηση της εξουσίας.

Είναι δύο διαφορετικά πράγματα τα οποία δεν πρέπει να συγχέουμε και τα οποία θέτουν σε ισχυρή αμφισβήτηση τη θεωρία της «εξημέρωσης».

Ενώ αφήνουν ταυτοχρόνως ανοιχτή ως μοναδική ρεαλιστική προοπτική ομαλότητας την ενίσχυση των συστημικών δυνάμεων και τη μεταξύ τους στρατηγική σύγκλιση.

Υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι θα έχουν την πλειοψηφία. Διαφορετικά, che bordello! –που θα έλεγε και ο Γκρίλο…