«Είναι τέλη του 1943, όταν ένα όμορφο και αγέλαστο κορίτσι εμφανίζεται στα γραφεία του περιοδικού «Νεανική Φωνή» με ένα χειρόγραφο. Πάνω της τίποτα δεν πρόδιδε αυτό το κράμα τρόμου και προπέτειας που χαρακτηρίζει τους νεοσσούς. Είχε ένα ύφος αγγελιοφόρου που δεν ζητά να ταυτιστεί με το μήνυμά του και αγνοούσε αυτό που αργότερα μάθαμε να αποκαλούμε Δημόσιες Σχέσεις».

Ετσι περιέγραψε τον Σεπτέμβριο του 1996 στα «ΝΕΑ» ο Κώστας Σκαλιώρας την πρώτη εμφάνιση της Αλκης Ζέη στα γράμματα. Εκείνος την είχε υποδεχτεί. Και μέχρι το τέλος του 1944 δημοσίευσε πέντε διηγήματά της, «όχι πρωτόλεια, όχι παιδικά, όπου ο θάνατος είναι πανταχού παρών, όμως ανοίγονται και στη ζωή που διεκδικεί μέχρις ασέβειας τα δικαιώματά της». Η συγγραφέας ήταν τότε στην ΕΠΟΝ, είχε πρωτογνωρίσει τον Σεβαστίκογλου, ο Γκάτσος φλέρταρε την αδελφή της, αλλά δεν είχε τολμήσει να δείξει σε κανέναν από τους δύο τη δουλειά της.

Τα διηγήματα επανακυκλοφόρησαν πάνω από μισό αιώνα αργότερα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στο μεταξύ, η Αλκη Ζέη είχε περάσει από Κατοχή, προσφυγιά και εξορία. Είχε ζήσει στη Σάμο, στο Παρίσι, στη Χίο, στη Μόσχα, στην Αθήνα. Είχε γράψει κείμενα για το κουκλοθέατρο –δημιουργώντας μεταξύ άλλων και τον Κλούβιο που θα γινόταν αργότερα ήρωας του Μπαρμπα-Μυτούση -, το αυτοβιογραφικό «Το καπλάνι της βιτρίνας», μια σειρά μυθιστορημάτων για παιδιά, αλλά και την περίφημη «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα». Στη συνέχεια θα έγραφε κι άλλα. Πάντα αυτόνομη και πάντα ορμητική.

Το περασμένο φθινόπωρο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο μια συλλογή είκοσι αυτοβιογραφικών κειμένων της με τίτλο δανεισμένο από μια ερώτηση της εγγονής της: «Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;». Εδώ παρελαύνουν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Ελλη Παππά, η Ζωρζ Σαρρή, ο Κώστας Βάρναλης, ο Νίκος Καββαδίας. Σε μια ιστορία η συγγραφέας μιλάει για τη «θείτσα» της, τη Διδώ Σωτηρίου, που όποτε τη ρωτούσαν έκανε πάντα «μια πολιτική ανάλυση που έστω κι αν αρκετές φορές μάς καταρράκωνε ξέραμε πως είναι η σωστή». Σε μια άλλη θυμάται ότι το χέρι του Ελευθέριου Βενιζέλου, που το έσφιξε σε ηλικία τριών ετών, μύριζε σαπούνι Κοτικούρα.

Γιατί γράφουμε σήμερα για την Αλκη Ζέη; Επειδή παρέστη προχθές, στα ενενήντα δύο της, στην εκδήλωση για την έκδοση της τριλογίας του Νίκου Θέμελη; Οχι. Επειδή είναι η Ημέρα της Γυναίκας; Ισως. Πάνω απ’ όλα, όμως, επειδή είναι μια ατρόμητη γυναίκα. «Θα μπορούσα να φοβάμαι τον θάνατο», έγραψε πρόπερσι στα «ΝΕΑ», «μα τον βλέπω σαν κάτι μακρινό που δεν με αφορά, ενώ και κοντινός είναι και με αφορά». Σε ένα από τα σχολεία που επισκέφθηκε πρόσφατα, είπε στα παιδιά ότι προτιμά να είναι όσο χρονών είναι, παρά στην ηλικία τους και να έχει να δώσει Πανελλαδικές.

Θυμόμαστε την Αλκη Ζέη επειδή είναι ένας ζωντανός θρύλος.