Τα παράξενα –διαχρονικά –αυτού του τόπου και των ανθρώπων, κυρίως της εξουσίας.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ανάμεσα στη γελοία εκστρατεία μας με φτυάρια και δρεπάνια να πάρουμε την Πόλη (1897) και την Επανάσταση στο Γουδί που έφερε τον Βενιζέλο για να αποπειραθεί να δημιουργήσει αστικό κράτος και να θεμελιώσει τον κοινοβουλευτισμό, δύο θλιβερά γεγονότα έδειξαν πως το μονοπάτι ήταν γεμάτο τριβόλους και αδιέξοδα: τα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά» και τα δύο προβλήματα παιδείας, δηλαδή, κατ’ εμέ τουλάχιστον, ουσιώδη προβλήματα δημοκρατίας των ιδεών και, γιατί όχι, των ηθών. Και τα δύο αυτά συντηρητικά κινήματα ήταν καθέτως αντιλαϊκά, με την έννοια ότι ως θεσμικές απαιτήσεις άφηναν στο σκοτάδι τα ευρέα λαϊκά στρώματα. Πόλεμος εναντίον της μετάφρασης στην ομιλουμένη γλώσσα της Αγίας Γραφής και πόλεμος εναντίον της μετάφρασης των κλασικών και κυρίως του αρχαίου δράματος και του αριστουργήματός του, της «Ορέστειας» του Αισχύλου, στην κατανοητή καθαρεύουσα των εφημερίδων!

Τι αντιφατικός πολιτικός αυτισμός. Αυτοί οι άνθρωποι που ασκούσαν και εκπαιδευτική και κοινωνική πολιτική κάθονταν κλαρίνο όταν οι μπάντες παιάνιζαν τον Εθνικό Υμνο σε δημοτικούς στίχους του Διονυσίου Σολωμού και οι ίδιοι καθηγητάδες του Πανεπιστημίου βράβευαν σε πανελλήνιους διαγωνισμούς Παλαμά και Βιζυηνό και Δροσίνη και ο μέγας Νικόλαος Πολίτης, γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, με εγκύκλιό του σ’ όλους τους δημοδιδάσκαλους της χώρας τούς ζητούσε να συλλέγουν από τα στόμα των αγράμματων λαϊκών ανθρώπων δημοτικά τραγούδια, παροιμίες και παραδόσεις μέσα στο τότε ευρωπαϊκό και ρομαντικό κίνημα της λαογραφίας.

Την ίδια εποχή που ο Παλαμάς γράφει την «Τρισεύγενη», ο Παπαδιαμάντης γράφει τη «Φόνισσα» και ο Ξενόπουλος την «Κοντέσσα Βαλέραινα» ενώ μεταφράζει για το Βασιλικό Θέατρο σε έξοχη δημοτική τη «Μόνα Βάνα» του Μέτερλινκ.

Την ίδια εποχή που μαινόμενοι φοιτητές διαδήλωναν με επικεφαλής καθηγητή τους εναντίον της μετάφρασης του Αισχύλου σε θέατρο που χρηματοδοτούσε το Παλάτι και υπερασπίζονταν την πρεμιέρα οι χωροφύλακες (!) με θλιβερό αποτέλεσμα τρεις νεκρούς, ο Παλαμάς διοριζόταν από τον πρύτανη του ίδιου πανεπιστημίου γενικός γραμματέας του ιδρύματος και άλλος καθηγητής της ίδιας σχολής με τον τραμπούκο ήταν ο μεταφραστής της «Ορέστειας»!

Ο φανατικός δημοτικιστής Ψυχάρης είναι μαγκουροφόρος οπαδός του Στέμματος και ο βασιλόφρων Αγγελος Βλάχος συγγραφέας δημοτικιστικών μονοπράκτων από το 1854 και διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου που έπαιζε την «κατηραμένη» σε «χυδαία γλώσσα» «Ορέστεια».

Πολιτική και πνευματική και εκπαιδευτική και γλωσσική σχιζοφρένεια.

Και το βύσσινο στην τούρτα: ο πρώτος στα ελληνικά ύμνος, μαρξιστικής ιδεολογίας, στον προλετάριο είναι γραμμένος σε άπταιστη καθαρεύουσα.

Και έτρεξε πολύ νερό στο ποτάμι της χειμαζόμενης από πολέμους, εμφυλίους, καταστροφές, απώλειες προαιώνιων προπυργίων του ελληνισμού, διχασμούς, κατοχές και απανωτούς δικτάτορες Ελλάδα, και έφτασε η στιγμή και η ώρα η ευλογημένη και καθιερώθηκε η ομιλουμένη γλώσσα στην Εκπαίδευση, στη Δικαιοσύνη, στη Διοίκηση, στον Στρατό και τότε νέοι γλωσσαμύντορες όρθωσαν το πυγμαίο ανάστημά τους. Εριξαν στον Καιάδα όλα τα κείμενα που ήταν γραμμένα στην καθαρεύουσα!

Ο Παλαμάς, ο Βιζυηνός, ο Δροσίνης, ο Ξενόπουλος την εποχή του καθαρευουσιανισμού βραβεύονταν. Μετά το 1980 ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Ροΐδης ήταν εκπαιδευτικά λεπροί και τους απομόνωναν στην εκπαιδευτική Σπιναλόγκα. Ποιους; Τους σημαντικότερους μετά τους μεγάλους Κρητικούς της Αναγέννησης έλληνες συγγραφείς.

Γιατί, κατά τα ψέματα, φίλοι, κανένας πεζογράφος του 20ού αιώνα στην Ελλάδα δεν έχει τη σφραγίδα της Δωρεάς όσο οι τρεις αυτοί μεγάλοι, με τέταρτο γλωσσικό γίγαντα τον Παπαρρηγόπουλο και τον επίσης εξαίσιο Ραγκαβή, ιδιαιτέρως των «Απομνημονευμάτων» του.

Ποιος δάσκαλος τολμούσε να διδάξει Παπαδιαμάντη το 1987 π.χ.; Μπήκε ποτέ ως εξεταστέα ύλη στις εισαγωγικές των Ανωτάτων Σχολών Ροΐδης ή Βιζυηνός;

Την εποχή που απαγορευόταν από τη Συντήρηση η μετάφραση του Αισχύλου και των Ευαγγελίων (από τον μεταφραστή της «Ιλιάδας» δε, τον Αλέξανδρο Πάλλη) το θέατρο εφεύρισκε το δραματικό ειδύλλιο και το κωμειδύλλιο, την επιθεώρηση όπου θριάμβευε η λαϊκή λαλιά, ο πλούτος της δημοτικής στιχουργικής και ο δεκαπεντασύλλαβος, ο στίχος του Ερωτόκριτου!

Ενας όμως τελειόφοιτος του Λυκείου το 1983-99 δεν είχε διαβάσει και μελετήσει στην τάξη Παπαδιαμάντη, Ροΐδη, Βιζυηνό, Ραγκαβή, Παπαρρηγόπουλο, δηλαδή τους σημαντικότερους συγγραφείς της Νέας Ελλάδος.

Το πράγμα πάλι το έσωσε το θέατρο. Σε αντίδραση στην εκπαιδευτική αυτή νεοσυντήρηση οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες μας κατέφυγαν στους αποδιοπομπαίους συγγραφείς και οι αποκλεισμένοι από την εγκύκλιο παιδεία στυλίστες βρήκαν καταφύγιο, όπως οι παλαιοί χριστιανοί των διωγμών, στα θέατρα και μάλιστα των νέων ελλήνων καλλιτεχνών της σκηνής.

Και κυρίως η νέα γενιά είδε και άκουσε τη «Φόνισσα», τον «Αμερικάνο», την «Πάπισσα Ιωάννα», το «Μόνον της ζωής του ταξείδιον», «Το αμάρτημα της μητρός μου» σε περιφερειακές σκηνούλες, σε πατάρια, σε υπόγεια και σιγά σιγά σε επίσημες εμπορικές σκηνές. Οχι βέβαια σε κρατικά θέατρα!

Εχω καταθέσει και άλλοτε εδώ, σ’ αυτή τη γωνιά, πως εν ενεργεία φιλόλογοι με εικοσαετή διδακτική πείρα έμαθαν για την ύπαρξη του Βιζυηνού από την κυρία Κοκκίνου που έπαιζε Βιζυηνό για χρόνια, θεατρικό μπεστ σέλερ. Αλλά το μερίδιο της σκηνικής ανάγνωσης το κατέχει μακράν ο Παπαδιαμάντης. Με Παπαδιαμάντη συστήθηκε στο αθηναϊκό κοινό ως σκηνοθέτης ο Στάθης Λιβαθινός.

Και ιδού το παράδοξο που το έχω ξαναφέρει στην κρίση σας. Ο Παπαδιαμάντης ως σχεδόν αιρετικός αγιορειτικός ορθόδοξος κολλυβάς μισούσε το θέατρο, ακόμη και τη φωτογραφία ως απαγορευμένα από το Θεό είδωλα και ομοιώματα παντός δημιουργήματος του θείου.

Και τώρα ο Παπαδιαμάντης έγινε πηγή εισπράξεως θεατρικής απόλαυσης.

Και βέβαια στον αντίποδα ο ελευθεριάζων και ευρωπαϊστής Εμμανουήλ Ροΐδης.

Και δεν είναι μόνο η αιρετική «Πάπισσα Ιωάννα» που προσελκύει το ενδιαφέρον καλλιτεχνών για σκηνική αξιοποίηση. Αυτός ο αιχμηρός είρων, ο ανατρεπτικός, ο λοξός, αιρεσιάρχης και μέγας χρήστης της ελληνικής γλώσσας ήταν μια άγρυπνη συνείδηση του καιρού του. Μαχητής τολμηρός, κριτικός των ηθών και των ιδεολογημάτων της εποχής του, σατιρικός ανελέητος και βαθύς γνώστης της Ιστορίας, των θεσμών και της μόδας ακόμη, στηλιτεύει, ξεμπροστιάζει, ανακαλύπτει ηθικούς και άλλους σκελετούς στα ντουλάπια των αστών και των μικροαστών, δεν αφήνει τίποτε όρθιο στη σεμνότυφη εκπαιδευτική τυφλότητα.

Παλιότερα αξιόλογοι έλληνες εγγράμματοι ηθοποιοί είχαν αποδώσει τα αριστουργηματικά του κείμενα με τις ιστορίες «ενός Σκύλου», «μιας Γάτας», «ενός Γαϊδάρου».

Τώρα, ύστερα από μια παλιότερη απόπειρα πολύ αξιόλογη του Μιχάλη Μητρούση, έρχεται ένας ταλαντούχος, υποψιασμένος και δεξιοτέχνης ηθοποιός της νέας γενιάς, ο Κώστας Βασαρδάνης, στο θέατρο Σταθμός να ερμηνεύσει την «Ψυχολογία συριανού συζύγου». Τι έξοχο κείμενο γραμμένο μάλιστα πριν η ψυχολογία γίνει επίσημη και παραδεδεγμένη επιστήμη και σε εποχή που δεν έχει ακόμη εμφανιστεί ούτε η κλινική, η πειραματική της εφαρμογή και πριν βέβαια την εισαγωγή της ύπνωσης και το ντιβάνι του Φρόιντ.

Θα έλεγα μάλιστα πως ο τρόπος που ο Ροΐδης εισβάλλει στον ψυχισμό του «ασθενούς» του είναι πρώιμη εφαρμογή του αμερικανικού εμπειρισμού και της ψυχολογίας της συμπεριφοράς και της ψυχολογίας του περιβάλλοντος.

Θα το τολμήσω: ο τρόπος καταγραφής του Ροΐδη των αντιδράσεων ενός «κερατά» συζύγου προηγείται τουλάχιστον χρονικά από ανάλογου περιεχομένου διηγήματα του Τσέχοφ και μυθιστορήματα του Τολστόι και του Ντοστογέφσκι. Ή τουλάχιστον παράλληλα.

Στον «Σταθμό» ο Βασαρδάνης θριάμβευσε. Κατόρθωσε να ισορροπήσει στο κέντρο δύο ερμηνευτικών κωδίκων, της ταύτισης με τον ήρωα και της αποστασιοποίησης, μπαίνοντας και βγαίνοντας έκανε διπλή επιτυχία. Εδωσε στον θεατή κλειδί και αντικλείδι, μια υποκειμενική προσέγγιση και μια αντικειμενική, τον άρρωστο στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή και την ψύχραιμη εκλογικευμένη ματιά του αναλυτή.

Και κάτι ακόμη πιο πολύτιμο. Οταν άλλοι ερμηνευτές της καθαρεύουσας καμώνονται τον λόγο, ο Βασαρδάνης έδειξε πως ο λόγος αυτός είναι γνήσια αυθεντικός.