Ο αρχαίος μύθος μάς μιλάει πως όταν βγήκε στον δρόμο για τη ζωή ο Ηρακλής βρέθηκε σ’ ένα σταυροδρόμι όπου δύο φιγούρες (της φαντασίας γεννήματα;), η Αρετή και η Κακία, του υπόσχονταν η καθεμιά πως αν πάρει το δικό της μονοπάτι, τον ανέμενε ένα τέλος ευδαιμονίας και δικαίωσης.

Αυτός ο συμβολικός μύθος στοιχειώνει εδώ και χιλιάδες χρόνια την παγκόσμια λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και βεβαίως την ηθική.

Αυτό το υπαρξιακό δίλημμα έχει τεθεί από όλες τις μεγάλες παραδόσεις των λαών, π.χ. από την ινδική παράδοση (η «Μαχαμπαράτα» είναι γεμάτη από σταυροδρόμια και διλήμματα επιλογής κατεύθυνσης) ώς την κινεζική, την ιαπωνική, τις παραδόσεις των Ινκας και των Αμερικανών «Ινδιάνων», αλλά και τις σάγκες του ευρωπαϊκού Βορρά.

Η Παλαιά Διαθήκη με μια τέτοια επιλογή εκκινεί την ιστορία του ανθρώπινου βίου. Ο ένας δρόμος εκεί οδηγεί στον Παράδεισο και την αθανασία, ο άλλος στη γη και τη θνητότητα. Ο ένας στην αιώνια αθώα νηπιότητα κι ο άλλος στην εποχική γνώση. Εν τέλει, η τραγική φύση του ανθρώπου βιώνεται ως ελευθερία και ελευθερία είναι η ευθύνη της επιλογής του δρόμου που θα ακολουθήσεις όταν περιδεής και αναποφάσιστος στέκεσαι στο κέντρο του διχαλωτού.

Σ’ ένα τέτοιο σταυροδρόμι ο Οιδίπους χρειάστηκε να επιλέξει την οδό της σωτηρίας ή της απώλειας. Εκεί στη Δαύλεια ακολούθησε Ελεύθερος τον δρόμο για τη Θήβα, την πατροκτονία, την αιμομιξία, την αλαζονεία, την τυφλότητα και την τελική ανάληψή του στους ουρανούς στον Κολωνό.

Ελεύθερη επιλογή ήταν ν’ ακολουθήσει επί όνου την οδό προς Ιεροσόλυμα ο Ιησούς και προς τη Μέκκα ο Μωάμεθ, όπως πριν απ’ αυτούς να ανοίξει μέσα από τη θάλασσα μονοπάτι ο Μωυσής και να αφήσει πίσω του την Αίγυπτο αναζητώντας νέα πατρίδα.

Παντού, αν αναζητήσει κανείς, θα βρει στις παραδόσεις των λαών, στα ιερά κείμενα και στις επικές ή λυρικές αφηγήσεις να καταγράφεται το μέγα και τυραννικό δίλημμα της επιλογής οδού προς ένα τέρμα.

Εχω κι άλλοτε αναφερθεί στην κατάθεση του Σαρτρ όταν ένας φοιτητής του μέσα στη γερμανική κατοχή στη Γαλλία τού ζήτησε τη γνώμη του για το τι έπρεπε να κάνει έχοντας μια κατάκοιτη γηραιά μητέρα, να μείνει δίπλα της ως μόνος που μπορούσε να τη φροντίζει ή να βγει στην Αντίσταση μαζί με τους αντιναζί συμφοιτητές του; Αν έφευγε, η μητέρα του θα πέθαινε, αν έμενε, θα όφειλε την ελευθερία του στους αγώνες των άλλων. Ο Σαρτρ τού απάντησε να κάνει «ένα από τα δύο» και να είναι υπεύθυνος τόσο γι’ αυτό που επέλεξε όσο και γι’ αυτό που δεν επέλεξε. Η ελευθερία είναι επιλογή.

Οι πρωτόπλαστοι επέλεξαν να γευτούν τον καρπό του δέντρου της γνώσης, έχασαν τον Παράδεισο και κέρδισαν τη «γη των κολασμένων».

Κάτω από αυτό το συμβολικό δίλημμα θα μπορούμε να διακρίνουμε τις βαθιές, ριζιμιές αναζητήσεις του Παπαδιαμάντη στη «Φόνισσα», όταν φτάσουμε στις τελευταίες παραγράφους του αριστουργήματός του.

Η γραία Χαδούλα, μάνα κοριτσιών και γιαγιά κοριτσιών σε μια εποχή που τα θηλυκά ήταν βάρος και ζημία για μια οικογένεια, αφού και ως υπάρξεις και ως κοινωνικά άτομα απαξιώνονταν από την τρέχουσα ηθική, οικονομία και δικαιοσύνη, επιλέγει ως μόνο δρόμο λύτρωσης των γυναικών από την κούνια τους τον θάνατο, αφού η ζωή που τους μελλόταν ήταν ένας καθημερινός, αργός, επώδυνος, ταπεινωτικός, βασανιστικός θάνατος.

Αυτή η ταπεινωμένη γηραιά γυναίκα αποφασίζει να αποκαταστήσει μια αδικία που νιώθει πως οφείλεται ή στον Θεό ή στη φύση. Και επιλέγει να γίνει θεός που λειτουργεί ως τιμωρός ή μεταμελημένος δημιουργός ενός άδικου κόσμου ή να διορθώσει τα σφάλματα των φυσικών επιλογών, μιας φύσης τυφλής που γεννά πλάσματα προορισμένα να δυστυχήσουν.

Ετσι, ο μέγας εκείνος ανατόμος ψυχών, ο Παπαδιαμάντης, αφού παρακολουθήσει την ηρωίδα του στο απάνθρωπο αντικειμενικά αλλά σωτήριο υποκειμενικά φονικό της εγχείρημα, λειτουργήσει δηλαδή σαν αναθεωρητής της κοσμικής τάξης και αποκαταστήσει τη θεϊκή και ανθρώπινη νομοτέλεια, θα βρεθεί, στην οδό που επέλεξε να ακολουθήσει, ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη δικαιοσύνη.

Ανάμεσα στην έσχατη κρίση και στους ανθρώπινους θεσμούς αποκατάστασης της ανισορροπίας.

Ενας συνηθισμένος συγγραφέας ανάλογα με τις ηθικές αξίες που υπερασπίζεται θα επέλεγε μία από τις δύο εκδοχές. Θα έβαζε τη φόνισσά του να συλλαμβάνεται από το απόσπασμα των χωροφυλάκων που την κυνηγά, θα την οδηγούσε στις φυλακές και από κει σε μια δίκαιη δίκη όπου θα θριάμβευε η ανθρώπινη περί δικαίου αντίληψη.

Ή θα έβαζε τη φόνισσά του να φτάνει στο μοναστήρι, να αναζητεί τη θεϊκή συγχώρηση, να μετανοεί, να υποτάσσεται στον ιερό κανόνα και εν συνεχεία αλαφρωμένη να παραδίδεται στον νόμο.

Ο τολμηρός εκείνος συγγραφέας, όπως όλοι οι μεγάλοι πρόγονοί του, οι Αισχύλοι, οι Σοφοκλείς, οι Σαίξπηρ, οι Δάντηδες, οι Γκαίτε, οι Ντοστογέφσκι, αναθέτει τη λύση του αινίγματος, του διλήμματος, στον αναγνώστη, δηλαδή στην κοινή συνείδηση. Ο,τι, όπως έλεγα παραπάνω, στην επιλογή που καλείται να κάνει ο φοιτητής του Σαρτρ, ένα από τα δύο, και για όποια επιλογή η ευθύνη, οι τύψεις, οι μετάνοιες, η τιμωρία είναι διπλές για ό,τι πάρεις και ό,τι αφήσεις.

Η παπαδιαμαντική Φραγκογιαννού πνίγεται στο φουσκωμένο πέρασμα, πριν προκάμει τη φυρονεριά που θα την οδηγούσε στη θεία δικαιοσύνη, πριν την προλάβουν οι διώκτες του νόμου των ανθρώπων.

Και τώρα καλείσαι εσύ, αναγνώστη ή θεατή μιας θεατρικής μεταφοράς του έργου, να αναλάβεις τον ρόλο του δικαστή ή του Θεού. Να πάρεις θέση. Αυτό το τραγικό μεταξύ, το ανάμεσα, είναι βαρύ φορτίο. Η Χαδούλα έκανε ό,τι έκανε, εσύ, αναγνώστη και θεατή, τι θα έκανες; Ως δικαστής, ένορκος, νομοθέτης ή εξομολόγος, εκπρόσωπος του Θεού, ερμηνευτής των Γραφών;

Θα μου πείτε, σήμερα τι νόημα έχουν τέτοια διλήμματα; Η γυναίκα μπήκε στην κοινωνία, οι νόμοι τουλάχιστον του δυτικού κόσμου έχουν εξασφαλίσει την ισότητα, την ισοτιμία, γυναίκες κυβερνούν κράτη, επιχειρήσεις, ανώτατα δικαστήρια, διεθνείς πολιτικούς, κοινωνικούς, θρησκευτικούς θεσμούς.

Ναι, αλλά με μια μεταφορά, μια μετατόπιση του συμβόλου, η παπαδιαμαντική λύση και το άτεγκτο δίλημμα λειτουργούν αν στη θέση της Χαδούλας της Φραγκογιαννούς μπει μια πλειάδα εκδικητών που προσπαθούν να διορθώσουν μια κοινωνική αδικία.

Ο,τι θα καταγράψω εδώ δεν είναι εφεύρημα. Είναι Γεγονός. Πλοίο με μετανάστες βουλιάζει και βρίσκεται έρμαιος των κυμάτων πατέρας με δύο ανήλικα παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι. Δεν μπορεί να σωθεί με το διπλό φορτίο, πρέπει να αφήσει το ένα στο έλεος των κυμάτων. Ποιο θα αφήσει; Εχει νόημα τώρα πια το φύλο; Η επιλογή έχει νόημα, το δίλημμα, Θήβα ή Κόρινθος; Αίγυπτος ή Παλαιστίνη; Ιαβέρης ή Μάριος; Σιβηρία ή Κρεμλίνο; Σταυρός του μαρτυρίου, πεντάλφα ή αγκυλωτός σταυρός; Βαραββάς ή Χριστός;

Τέτοια συνταρακτικά ερωτήματα, διλήμματα, αινίγματα, τέτοια σταυροδρόμια της παγκόσμιας Δαύλειας, μας βάζει στον δρόμο μας προς την αλήθεια ο Παπαδιαμάντης.

Και είναι παρήγορο σήμερα που προδίδουμε συνειδητά ή ασυνείδητα το ήθος του. Ο Παπαδιαμάντης ως σχεδόν αιρετικός ορθόδοξος, ως κολλυβάς, μισούσε το θέατρο και κάθε είδωλο ή ομοίωμα, κατά τις εντολές στον Μωυσή. Τώρα έχει γίνει πλέον θεατρικό, παιδευτικό, πολιτιστικό, ηθικό και οικονομικό σωσίβιο. Θα μας συγχωρέσει εκεί που βρίσκεται.

Στη μεταμοντέρνα χυδαιότητα της εποχής ο Παπαδιαμάντης είναι σημαδούρα στην τρικυμία των μυαλών. Στο θέατρο Χώρα, αυτή την εποχή, ο Πέτρος Ζούλιας σκηνοθέτησε μια εξόχως εύστοχη σύνθεση κειμένων του Παπαδιαμάντη με ηρωίδες μορφές από τα διηγήματά του, με κύριο καμβά τη «Φόνισσα».

Χάρηκα μια παράσταση υψηλών προδιαγραφών, με εξαίσιους ρυθμούς, ήθος και αρμόδιο ύφος, σεμνή και συνάμα ουσιαστικά επιθετική.

Τα κοστούμια και τα σκηνικά της Αναστασίας Αρσένη, υποδείγματα ύφους χωρίς λαογραφισμούς.

Η μουσική του Παναγιώτη Αυγερινού, υποδόρια στήριξη. Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη, σε ύφος και αισθητική ερημικού ξωκλησιού.

Δείτε τη Νένα Μεντή. Μεγάλη υποκριτική ποιητική προσφορά. Συμπερίληψη Κοτοπούλη, Παξινού, Καλογερίκου, Μουστάκα. Αποθέωση της Μεγάλης του Γένους Σχολής του λόγου και της ελληνικής χειρονομίας.

Η Ερση Μαλικένζου έξοχη, ριζιμιά, η Ευγενία Δημητροπούλου ωριμάζει και λάμπει εν απλότητι. Η Χριστιάννα Μαντζουράνη αυθεντική και ισάξια δίπλα της οι νέες Μαριάννα Τουντασάκη και Εφη Σακελλαρίου. Εμπειρία το παν!