Ο Γιόζεφ Μπλοχ, παλαίμαχος πετυχημένος ποδοσφαιριστής και νυν ειδικευμένος εργάτης, απολύεται ένα ωραίο πρωί από τη δουλειά του. Ο Μπλοχ είναι χωρισμένος, έχει μάλιστα και παιδί, για το οποίο δεν μαθαίνουμε απολύτως τίποτα. Αν και το παρελθόν του θα παραμείνει ώς το τέλος αδιαφανές, τον παρακολουθούμε καταλεπτώς σε σύντομα «κινηματογραφικά» πλάνα μονταρισμένα εξαιρετικά επιδέξια από τον Χάντκε (δεν είναι άλλωστε τυχαία η συνεργασία του στο σινεμά με τον Βιμ Βέντερς και άλλους δημιουργούς). Ο ήρωας περιφέρεται για μέρες άσκοπα στη Βιέννη προσπαθώντας να επικοινωνήσει με γνωστούς και φίλους, κάτι που δεν καταφέρνει. Μπαίνει στο σινεμά όπου όλα αίφνης είναι καλύτερα (όπως η τέχνη είναι καλύτερη απ’ την πραγματική ζωή). Αγοράζει σταφύλια από την υπαίθρια αγορά, πίνει σε μπιραρίες, κοιμάται σε ξενοδοχείο, κλείνει ραντεβού με μια παλιά του φίλη αλλά την παρατάει στα κρύα του λουτρού, τρώει ένα λουκάνικο στα όρθια, πιάνει κουβέντα με γυναίκες (πωλήτριες, σερβιτόρες, καμαριέρες) όπου τις συναντήσει, με μια διαδικαστική αδιαφορία για τη συνέχεια. Δρα ερωτικά με παρελθοντικούς αυτοματισμούς, χωρίς στόχευση αλλά και δίχως την προοπτική ικανοποίησης. Παρακολουθεί έναν ανούσιο ποδοσφαιρικό αγώνα. Ακόμη και η άλλοτε επαγγελματική του δραστηριότητα φαντάζει σαν αστείο, πολλώ μάλλον που κανείς στις κερκίδες δεν μοιάζει να τον αναγνωρίζει. Η περιπτερού δεν τον χαιρετά, ένας αστυφύλακας κάτι του λέει από το απέναντι πεζοδρόμιο αλλά δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς. Με λίγα λόγια, οι δεσμοί του με τις κοινωνικές σταθερές (οικογένεια, επάγγελμα, φίλοι) διαρρηγνύονται σταδιακά. Η αποξένωση ολοκληρώνεται μέσα στον δαιδαλώδη αστικό κάνναβο.

Χωρίς σχέδιο

Φαινομενικά ο Μπλοχ δεν το βάζει κάτω. Πάει κι έρχεται στην πόλη οπλισμένος με ένα είδος υπερδραστήριας συνείδησης, αν και χωρίς σχέδιο. Καταγράφει εμμονικά τη γύρω του πραγματικότητα για να δώσει μια εξήγηση στο πώς έφτασε ώς εδώ. Τα πάντα γύρω του, από τα αντικείμενα μέχρι τις συμπεριφορές των ανθρώπων, αρχίζουν να του προκαλούν όχληση. Δοκιμάζει να περιγράψει το καθετί, αλλά το μόνο που καταφέρνουν οι λέξεις είναι να καταδείξουν, στα όρια της παρεξήγησης, την πραγματικότητα γύρω του. Το παλεύει ωστόσο. Αποκτά εμμονές με την ταμία του κινηματογράφου όπου συχνάζει, κι ένα βράδυ την ακολουθεί ώς το σπίτι της στα περίχωρα της Βιέννης. Χωρίς να ανταλλάξουν μία λέξη θα κάνουν έρωτα. Οταν το επόμενο πρωί εκείνη θα επιχειρήσει να του συστηθεί, οι ήχοι θα μετατραπούν στ’ αφτιά του σε θορύβους. Η γλώσσα αποδεικνύεται ανεπαρκής ως μέσον επικοινωνίας, μας λέει ο Χάντκε, απηχώντας τα ρεύματα της εποχής –μεταξύ άλλων το θέατρο του Μπέκετ και του Πίντερ. Καθώς δε οι ήχοι του κόσμου μετατρέπονται σε θορύβους, καθώς οι ψηφίδες της πραγματικότητας δεν συγκολλούνται ώστε να παραχθεί νόημα, καθώς ακόμη το καθετί στην ταμία παράγει δυσφορία στο κορεσμένο αρσενικό, ο Μπλοχ θα την πνίξει με τα ίδια αυτά χέρια που τον έκαναν στο παρελθόν επιτυχημένο τερματοφύλακα. Η υπό την ψυχρή γραφίδα του Χάντκε φαινομενικά αναιτιολόγητη αυτή πράξη θυμίζει έντονα τον φόνο του Αραβα από τον Μερσό στον Ξένο του Αλμπέρ Καμί.

Τα όρια των συνόρων

Επειτα ο Μπλοχ θα αποδράσει προς τα νότια της χώρας, σε μια παραμεθόρια κωμόπολη, όπου μια παλιά του ερωμένη έχει ανοίξει ταβέρνα. Ο διαταραγμένος ψυχισμός του τον ωθεί σε διαρκείς συγκρούσεις με τον περίγυρό του: εμπλέκεται σε καβγάδες, διαφωνεί με τα πάντα και τους πάντες, εν τέλει συγκρούεται με τον ίδιο αυτό κόσμο τον οποίο αδυνατεί να κατανοήσει, προσπαθώντας να τον αναπαραγάγει μέσω της ατέρμονης επανάληψης λέξεων που χρησιμοποιούνται ως δείκτες των γύρω του πραγμάτων. Εδώ το λογοτεχνικό παιχνίδι αγγίζει τα μυθοπλαστικά του όρια: ο ήρωας επιχειρεί να προσδώσει έναν ακραίο ορθολογισμό στο περιβάλλον του, αιτιολογώντας, κατατάσσοντας, περιγράφοντας, εν τέλει αφηγούμενος όσα του συμβαίνουν. Και πράγματι του συμβαίνουν πολλά, αλλά και τίποτα. Η αποκατάσταση της παλιάς του σχέσης με την ταβερνιάρισσα δεν θα συμβεί, η διάβαση των συνόρων με την κατά το ήμισυ πατρίδα του Χάντκε Σλοβενία (στην τότε Γιουγκοσλαβία) δεν είναι δυνατή, η ύπαιθρος όπου καταφεύγει είναι μεν όμορφη αλλά χωρίς προφανείς απαντήσεις στη σχιζοφρενική του κατάσταση. Ο Μπλοχ θα επισκεφθεί τον τοπικό Πύργο σε μια προφανή παραπομπή στον Κάφκα (τον οποίο, σημειωτέον, ο Χάντκε θεωρεί ακρογωνιαίο λίθο της λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα), αλλά η εκεί παράξενη ξενάγηση δεν θα αποκαταστήσει την εσωτερική ισορροπία, το αντίθετο μάλιστα, καθώς κάπου στον κήπο η ταβερνιάρισσα ερωτοτροπεί με τον γιο του γαιοκτήμονα μαζεύοντας μήλα από τον οπωρώνα, σε μια ειρωνική παραφθορά τής προ πολλού χαμένης Εδέμ.

Οι διωκτικές Αρχές στο μεταξύ βρίσκονται στο κατόπι του, αν και παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο αν θα συλληφθεί για τον φόνο που διέπραξε. Σε μια οξεία ενσυναίσθηση του κόσμου γύρω του, δίνει μια μικρή διάλεξη σε έναν παρακαθήμενο περί της συμπεριφοράς των τερματοφυλάκων όταν πρόκειται να υποστούν την εσχάτη των ποινών (το πέναλτι): το αδιέξοδο δηλαδή της προσποίησης, καθώς ο αντίπαλος κυνηγός /εκτελεστής μπορεί να κάνει την ίδια σκέψη με εσένα και αν εσύ μαντέψεις ότι την κάνει, εκείνος μπορεί να αλλάξει γωνία κ.ο.κ. Στο αδιέξοδο αυτό δίνει απάντηση η πραγματική ζωή ενώπιον των θεατών. Ο ερασιτέχνης τερματοφύλακας μένει ακίνητος και η μπάλα πηγαίνει κατευθείαν στα χέρια του. Θα γίνει ίσως ο πρόσκαιρος ήρωας του χωριού, αλλά το ζήτημα παραμένει: κάποια στιγμή στο μέλλον ο εκτελεστής μπορεί να τροποποιήσει τις προθέσεις του. Η καταστατική αβεβαιότητα της ύπαρξης παραμένει παρούσα, όπως ακριβώς και η τύχη του Μπλοχ.
Μυθοπλασία και ψυχιατρική

Η επίγνωση του διλήμματος

Η αφήγηση κλείνει με μια υποδήλωση των ορίων του ορθολογισμού αλλά και της εύθραυστης ισορροπίας των ανθρώπινων πραγμάτων. Η κόπωση των δομικών υλικών της ύπαρξης έχει κυριαρχήσει. Μέσω μιας φαινομενολογίας της ψυχολογικής διαταραχής του ήρωα, μέσω των εμμονών, των νευρώσεων, του διπολισμού, αλλά και του κοινωνικού υποστρώματος πίσω από όλα αυτά, ο Χάντκε έχει βυθιστεί στο εσωτερικό υλικό των αδυναμιών της γλώσσας να αναπαραστήσει την πραγματικότητα. Μέσω ακόμη της ενσυναίσθησής του για τα κοινωνικά πράγματα αποδεικνύει ότι η μυθοπλασία είναι ικανή να αποδώσει τα ψυχικά φαινόμενα ακριβέστερα ίσως από ό,τι η κλασική ψυχιατρική. Και το κάνει μέσω μιας φαινομενολογίας των συμπεριφορών που αποδεικνύει την υποψία του συμπατριώτη του Βιτγκενστάιν: ότι ενδέχεται η φιλοσοφία να μη θέτει κανένα πραγματικό πρόβλημα πέραν των «γλωσσικών κόμπων», τουτέστιν των πραγματικών αδυναμιών της γλώσσας να αναπαράγει τον κόσμο γύρω μας. Η επίγνωση αυτού του διλήμματος, υπονοεί ο Χάντκε, ίσως κάνει τον κόσμο περισσότερο αποδεκτό. Ισως καθ’ οδόν, λέω εγώ, μας δίνει και καλύτερη λογοτεχνία.

Μετά λόγου γνώσεως η μετάφραση του Αλέξανδρου Ισαρη. Εύστοχος τόσο ο πρόλογός του όσο και η αναδημοσίευση μιας παλιότερης συνέντευξης του Πέτερ Χάντκε από το περιοδικό «Το Δέντρο» (Δεκέμβριος 1981).

Peter Handke

Η αγωνία

του τερματο-φύλακα

πριν από

το πέναλτι

Μτφ. – εισαγωγή: Αλέξανδρος Ισαρης

Εκδ. Gutenberg, 2017, σελ. 177

Τιμή: 13 ευρώ